Του Άγγελου Μεταλλίδη,
Κατά τον μεσοπόλεμο, οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας ξεκινάνε με τη Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919, την οποία η Βουλγαρία αναγκάστηκε να υπογράψει και αφορούσε την εθελουσία ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Το γεγονός όμως που επηρέασε τις σχέσεις της Βουλγαρίας με την Ελλάδα αυτή την περίοδο ήταν κυρίως η επιθυμία της Βουλγαρίας για έξοδο στο Αιγαίο και η διεκδίκηση της δυτικής Θράκης, κάτι που φυσικά θα γινόταν κατά της Ελλάδας. Επίσης, έθετε ζητήματα μειονοτήτων στη Μακεδονία. Η επιθυμία της Βουλγαρίας να στραφεί προς τη Δυτική Θράκη φαίνεται και από την προσέγγιση που προσπάθησε να πετύχει ο Σταμπολίνσκι με τη Γιουγκοσλαβία παραιτούμενος από διεκδικήσεις από τη σερβική Μακεδονία. Έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα την εποχή αυτή φοβάται μια ενδεχομένη σύγκλιση μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας.
Μετά την πτώση του Σταμπολίνσκι, ο Τσαγκώφ θα υπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάνης, με την οποία η Δυτική Θράκη περνούσε οριστικά στην Ελλάδα, ωστόσο θα συνεχίσει να οραματίζεται την έξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. Πρόβλημα για την Ελλάδα υπήρξε την εποχή αυτή και η δράση της ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), η οποία πλέον είχε δημιουργήσει το σύνθημα για μια ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία. Δύο ακόμα γεγονότα που επηρεάζουν τις σχέσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας έως το 1926 ήταν η υπόθεση για το πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ και το επεισόδιο Πετριτσίου, το οποίο συνέβη το 1925 κοντά στα σύνορα Ελλάδας και Βουλγαρίας. Ξεκίνησε από μια ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των φυλακίων των δύο συνοριακών σταθμών και στη συνέχεια κατέληξε σε σύγκρουση στα εδάφη της Βουλγαρίας στο χωριό Πετρίτσι. Το πρωτόκολλο μεταξύ Πολίτη και Καλφώφ είχε άμεση σχέση με τη συνθήκη του Νεϊγύ, που υπογράφτηκε το 1919, και αναφερόταν στην προστασία μειονοτήτων στα βουλγαρικά εδάφη. Από το επεισόδιο Πετριτσίου και μετά, σουηδική επιτροπή, η οποία είχε σταλεί από την Κοινωνία των Εθνών, φυλούσε τα σύνορα Ελλάδας και Βουλγαρίας για περίπου δύο χρόνια. Στη συνέχεια, το 1927, υπεγράφη η συμφωνία Καφαντάρη-Μόλοφ που αφορούσε την αποζημίωση των προσφύγων.
Τα πράγματα δυσκόλεψαν για την Ελλάδα το 1937, όταν υπογράφτηκε σύμφωνο «αιώνιας φιλίας» μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, γεγονός που ενθάρρυνε τα βουλγαρικά σχέδια πάνω στο ζήτημα της εξόδου της στο Αιγαίο. Μάλιστα, μετά την προσχώρησή της στον Άξονα και την επίθεση της Γερμανίας κατά της Ελλάδας, κατάφερε να πάρει τη Δυτική Θράκη ως κατοχική ζώνη. Από το 1941 και μετά, το κύριο πρόβλημα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας είναι η πολιτική εκβουλγαρισμού που ακολούθησε η Βουλγαρία. Εκτός από το κλείσιμο των σχολείων και τους εκτοπισμούς, οι σχέσεις διαταράχθηκαν κυρίως μετά την εξέγερση της Δράμας, για την οποία η Βουλγαρία γνώριζε αλλά άφησε να εκδηλωθεί.
Σε αντίθεση με όλο το προηγούμενο διάστημα, από το 1950 περίπου και μετά, η Βουλγαρία σταματάει να θέτει ζήτημα εξόδου στο Αιγαίο και επίσης παύει να υποστηρίζει την ύπαρξη βουλγάρικης μειονότητας. Από το 1954, μάλιστα, βελτιώνονται και οι σχέσεις σε διπλωματικό επίπεδο. Το 1964 βελτιώνονται και σε επίπεδο πρεσβειών μετά από τη συμβολική, εκ μέρους της Βουλγαρίας, αποπληρωμή ενός μέρους των πολεμικών επανορθώσεων. Στη διάρκεια της δικτατορίας, βελτιώθηκαν και οι εμπορικές σχέσεις και λίγο αργότερα, το 1973, άνοιξε προξενείο στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, οι δυο χώρες κράτησαν και κοινή στάση έναντι του Μακεδονικού ζητήματος.
Όσον αφορά την ελληνοβουλγαρική προσέγγιση Καραμανλή και Ζίβκοφ, αυτή έγινε το 1976 στα πλαίσια της βαλκανικής συνεννόησης για τον τερματισμό των πολέμων στα Βαλκάνια. Στη συμφωνία τέθηκαν ζητήματα για τη συνεργασία Ελλάδας και Βουλγαρίας και τη συνεργασία χωρών των Βαλκανίων. Συζητήθηκε, επίσης, η οικονομική και πολιτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Με βάση τη συμφωνία, η Βουλγαρία υποσχόταν να μην θέτει ζητήματα μειονότητας και να μην έχει διεκδικήσεις σε ελληνικά εδάφη, ενώ επίσης θα κρατούσε ουδέτερη στάση απέναντι στα θέματα Ελλάδας και Τουρκίας. Θέμα συζήτησης μεταξύ Καραμανλή και Ζίβκοφ ήταν, τέλος, το Κυπριακό, με τον Ζίβκοφ να δηλώνει κάθετα αντίθετος στην κατοχή μέρους του νησιού από την Τουρκία.
Βιβλιογραφία
- Σ. Σφέτας, Εισαγωγή στην βαλκανική ιστορία, τόμος Β’, 2010
- Περιοδικό «βαλκανικά σύμμεικτα», άρθρο του Σ. Σφέτα: Η ίδρυση της Οχράνας στη δυτική και κεντρική Μακεδονία στα πλαίσια της πολιτικής της VMRO και των ιταλικό-γερμανικών αρχών κατοχής, 2000
- Περιοδικό «μακεδονικά», τόμος 36ος, Σ. Σφέτας, 2007, σελ. 139-154
Είμαι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Γεννήθηκα στις 12 Φεβρουαρίου 1998 και μεγάλωσα στην Καλαμαριά του νομού Θεσσαλονίκης. Τα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα εντάσσονται στο χώρο της πολιτικής ιστορίας του νέου ελληνικού κράτους και στην διαμόρφωση των πολιτικών θεσμών και ιδεολογιών της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας.