Της Δανάης Λυπιρίδη,
Είναι ευρέως γνωστό, ότι υπάρχει ένα ιδιαίτερο πλαίσιο ενεργειακής εξάρτησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας. Αφενός η Ρωσία είναι ο 4ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ένωσης, αφετέρου η Ε.Ε. είναι ο 1ος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας, διότι απορροφάει το 80% των ενεργειακών εξαγωγών της (30% εξαγωγές πετρελαίου, 40% εξαγωγές φυσικού αερίου και 10% στερεά καύσιμα ορυκτής προέλευσης). Λόγω αυτής της σημαντικής ενεργειακής εξάρτησης, η Ένωση επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει την ενεργειακή τους σχέση και την ευθυγράμμιση της Ρωσίας με τις αρχές της «ελεύθερης αγοράς» και του «υγειούς ανταγωνισμού». Ασκώντας ήπια ισχύ (κυρίως με την μορφή διαπραγματεύσεων), η Ε.Ε. προσπαθεί να δρομολογήσει μια «αλληλεξάρτηση» στη ενεργειακή της σχέση με τη Ρωσία, ήδη από την υπογραφή της εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ένωσης και Ρωσίας το 1994. Φαίνεται εμπειρικά, ωστόσο, ότι η ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας (και ειδικότερα, η πολιτικοοικονομική στρατηγική της κρατικής Gazprom) δεν ταυτίζεται με την πολυμερή θεώρηση των πραγμάτων της Ε.Ε.
Ουσιαστικά, η αιτία της υπονόμευσης της ενεργειακής ασφάλειας της Ένωσης βρίσκεται στο εσωτερικό της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει ακόμη κάποια επίσημη νομιμοποίηση για καθοδήγηση της ενεργειακής πολιτικής των κρατών – μελών της Ε.Ε. με συνέπεια τα κράτη να ακολουθούν πολιτικές «οικονομικού εθνικισμού», όπου τα εθνικά τους συμφέροντα υπερτερούν των κοινών συμφερόντων της ενεργειακής ασφάλειας της Ένωσης. Σαφείς ενδείξεις, οικονομικού εθνικισμού μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν οι διμερείς συμφωνίες μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και της Gazprom, καθώς εμποδίζουν την δημιουργία μιας συνεκτικής πανευρωπαϊκής πολιτικής σχετικά με την ενεργειακή ασφάλεια της Ένωσης. Επίκαιρο παράδειγμα αποτελεί η ρωσογερμανική συμφωνία για τους αγωγούς Nord Stream 1 και 2, οι οποίοι μπορεί να έχουν εξαιρετικά σημαντικές γεωπολιτικές συνέπειες στον ευρωπαϊκό χώρο. Και στους δύο αγωγούς έχουν αντιταχθεί οι Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, (κυρίως η Πολωνία), διότι ανησυχούν για αύξηση της επιρροής της Ρωσίας στην περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, οι Η.Π.Α. είναι κάθετες ως προς την υλοποίηση του Nord Stream 2, επειδή επιθυμούν να αυξήσουν την πώληση του αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά εις βάρος του ρωσικού φυσικού αερίου.
Η ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας χρησιμοποιείται εργαλειακά στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Σύμφωνα με τον ρωσικό γεωπολιτικό ρεαλισμό, και σε αντίθεση με την πολυμερή θεώρηση της Ε.Ε., ο εθνοκεντρισμός και η επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων κυριαρχούν στη ρωσική εξωτερική πολιτική. Για την Ρωσία, είναι στο πλαίσιο των ζωτικών της συμφερόντων να διατηρήσει την θέση της ως ο κυρίαρχος προμηθευτής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Για αυτό τον λόγο, υπονομεύει τις προσπάθειες της Ένωσης να διαφοροποιήσει τις πηγές του ενεργειακού της εφοδιασμού μέσω των «ειδικών σχέσεων» που η ίδια έχει δημιουργήσει με χώρες της Ε.Ε., όπως τα κράτη της Βαλτικής και οι χώρες του Visegrad. Αναλύοντας την οικονομική διάσταση της στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε» που ακολουθεί η Ρωσία, η διαφορά στις τιμές του φυσικού αερίου χρησιμοποιείται πολύ συχνά, ως μία μορφή διπλωματικής και πολιτικής πίεσης. Αυτή η μορφή εξαναγκασμού στοχεύει στην όξυνση των θεμάτων που αφορούν την ενέργεια και τη διεύρυνση του συνολικού χάσματος μεταξύ των κρατών – μελών της Ένωσης.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η Ε.Ε. οφείλει να βρει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην άρση της σχέσης- εξάρτησης και στην διατήρηση των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία. Σήμερα η Ένωση είναι μία κοινότητα οικονομικών συμφερόντων που στερείται κοινού οράματος και κοινού σχεδιασμού σε θέματα ενεργειακής στρατηγικής (και όχι μόνο). Η αντιμετώπιση των ενεργειακών προκλήσεων απαιτεί τον συντονισμό των κρατών – μελών της Ε.Ε., την δέσμευσή τους σε κοινούς στόχους και γενικότερα την προσπάθεια της Ένωσης να συμβάλλει ενεργά στην εξεύρεση αποτελεσματικών λύσεων.
Είναι τριτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται θεμάτων άμυνας, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων. Παράλληλα με τη σχολή της, σπουδάζει πιάνο σε επίπεδο ανωτέρας στο Ωδείο Αθηνών και ασχολείται με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Κατέχει άριστη χρήση της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας. Στον ελεύθερό της χρόνο παρακολουθεί σεμινάρια σχετικά με τις σπουδές της και ασχολείται με την ερασιτεχνική κριτική κινηματογράφου, το κλασσικό μπαλέτο, την άθληση και το χειμερινό σκι.