Του Δημήτρη Τόλια,
Τις προηγούμενες εβδομάδες διεξήχθη πολύ μεγάλη συζήτηση σχετικά με το εκπαιδευτικό ζήτημα. Το νέο νομοσχέδιο για την παιδεία προκάλεσε μια υπερκομματική αντιπαράθεση που εστίαζε στις αντιδράσεις για τις προβλεπόμενες αλλαγές. Για τα ζητήματα που αφορούν την κοινωνιολογία, τα λατινικά και τις τέχνες έχουν γραφτεί χιλιάδες άρθρα και κείμενα με τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της συγκεκριμένης πολιτικής στόχευσης. Φυσικά, μένει και στην πράξη μακροπρόθεσμα να αξιολογηθεί η συγκεκριμένη πολιτική μέχρι την ημέρα που θα «ξηλωθεί» από μεταγενέστερο Υπουργό, ο οποίος θα επιχειρήσει να μπαλώσει με άλλο τρόπο τις χρόνιες «τρύπες» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Πιστεύω, πως το λάθος βρίσκεται σε δεύτερο, βαθύτερο επίπεδο. Το πρόβλημα δεν θα λυθεί, όσο προσπαθούμε να μπαλώσουμε το σαπιοκάραβο με πολιτικές προσαυξητικής φύσης. Με επιλογές που εφαρμόζονται με ιδεολογικά-κομματικά κριτήρια σε κάθε κυβερνητική και υπουργική αλλαγή. Υλοποιούνται πολιτικές, που απλώς φορτώνουν πρόχειρα τη δομή σαν πύργο Jenga και μετέπειτα αναρωτιόμαστε, γιατί η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει ένα πλήθος παθογενειών σχετικά με την δημόσια συμπεριφορά, που αποτυπώνεται στην πολιτική-κοινωνική κουλτούρα.
Ακριβώς, αυτό θα πρέπει να αντιληφθεί η πολιτική ηγεσία. Πως η κουλτούρα δεν είναι μύθος του κοινού λόγου, ούτε γενετήσιο χαρακτηριστικό κανενός. Είναι συμπεριφορές που αναπαράγονται μέσα από ευρείες κοινωνικές αλυσίδες, μέσα από την αλληλεπίδραση των ατόμων με τούς θεσμούς και μεταξύ τους. Κάθε φορά που αντικρίζει η ηγεσία τον υψηλό αριθμό θανάτων από τροχαία, τα υψηλά ποσοστά καπνιζόντων, τα υψηλά ποσοστά ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, φοροδιαφυγής κ.α., το πρώτο που οφείλει να σκέφτεται είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης. Το πως οι παθογένειες της κουλτούρας θα επουλωθούν.
Και αυτός ο ρόλος φαίνεται πως υποβαθμίζεται για άλλη μια φορά, από μια ακόμη κυβέρνηση στη σειρά. Το μοτίβο παραμένει ίδιο διαχρονικά: μεγάλα σχέδια μεταρρυθμισμού που αντανακλούν κομματικές ιδεολογίες και μερικά θραύσματα πολιτικής που μπορούν να αποβούν θετικά στην εκπαιδευτική δομή (εν τη προκειμένη το μάθημα για την σεξουαλική αγωγή). Ποια είναι, ωστόσο, τα σημαντικότερα ζητήματα που παραμένουν; Θα διακρίνω τρία. Τις πανελλήνιες, την τυποποιημένη εκμάθηση (παπαγαλία) και τον εθνοκεντρισμό.
Το ζήτημα της κατάργησης του υφιστάμενου συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έμεινε εκτός της ατζέντας στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το προϊόν της διείσδυσης της γραφειοκρατικής διοίκησης στην εκπαίδευση που διαστρεβλώνει την επαγγελματική κατάρτιση των μαθητών δεν καταργείται. Καταργείται προσωρινά η συζήτηση της αντικατάστασης του. Δυστυχώς, πρόκειται για μια διαδικασία που προκαλεί στρεβλωτικά αποτελέσματα στην ίδια την κοινωνία αφενός λόγω της υποχρέωσης των μαθητών να επιλέγουν σχολές με κριτήρια όχι τις προτιμήσεις τους, μα με άλλους παράγοντες. Αφετέρου, η νοοτροπία της τυποποίησης (παπαγαλία), η οποία διέπει και καθορίζει την διαδικασία αυτή, μας εισάγει στο δεύτερο ζήτημα.
Η παπαγαλία υπάρχει για να ανταποκρίνεται στην λειτουργία του δημοσίου. Κωδικοποιημένες απαντήσεις που θα μεταφραστούν σε αριθμούς, ώστε να εκδοθεί μια κατάταξη εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Μια τέτοια λογική είναι παντελώς αντίθετη με το επιστημονικό πνεύμα. Οι μαθητές καλούνται να μάθουν λέξεις και φράσεις και όχι να ερευνήσουν, να μελετήσουν την ουσία και να είναι ικανοί να σκεφτούν κριτικά. Τα προβλήματα αυτής της μεθόδου τους ακολουθούν στο πανεπιστήμιο και αργότερα πολλές φορές και στον χώρο εργασίας. Όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος κρύβεται στο ότι η μέθοδος αυτή προάγει και την μονολιθική γνώση. Η μελέτη γίνεται από ένα μόνο σχολικό εγχειρίδιο, άρα με τον τρόπο αυτό τυποποιούνται στον συλλογικό νου οι απόψεις του ενός, χωρίς να δίνεται φως σε εναλλακτικές απόψεις και ερμηνείες. Κάτι τέτοιο γίνεται περισσότερο φανερό στο μάθημα της ιστορίας.
Ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται η ιστορία είναι εθνοκεντρικός, διαιωνίζοντας τις ιδρυτικές μεθόδους και τους μύθους νομιμοποίησης του ελληνικού κράτους. Μία μονόπλευρη ιστορική αφήγηση με σημαντικές αποκρύψεις και ανιστορικές συσχετίσεις που δίνει έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στον πόλεμο και τον ηρωισμό (Δραγώνα & Φραγκουδάκη, 1997), προκαλεί μεγάλα προβλήματα στην ενσωμάτωση των μαθητών στην όλο και πιο πολύ παγκοσμίως, αλληλοσυνδεμένη κοινωνία των πολιτών, προωθώντας την περιχαράκωση.
Συνολικά, το εκπαιδευτικό σύστημα βάλλεται από τις διαρκείς παρεμβάσεις κάθε νέου Υπουργού που αναλαμβάνει. Δεν υφίσταται, ωστόσο, μια κοινή στόχευση, ένα σχέδιο εξορθολογισμού της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά μονάχα περιστασιακές πινελιές που βάφουν αφηρημένα έναν προβληματικό καμβά. Οι πολιτικές των τελευταίων χρόνων δεν στοχεύουν στην ρίζα του προβλήματος, αλλά σε μικρά παράπλευρα ζητήματα επιχειρώντας την επικοινωνιακή τέρψη του κομματικού ακροατηρίου. Τα ζητήματα που καθορίζουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας με αντίκτυπο στην κοινωνία, εντάσσονται σε ένα «μαύρο κουτί» (Λαδή & Νταλάκου, 2016), το οποίο παραμένει καλά κλειδωμένο.
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ έχει φοιτήσει και για ένα έτος στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι λάτρης της πολιτικής ιστορικής ανάλυσης και έρευνας. Ασχολείται με την ανίχνευση της διαδικασίας διάδοσης και τις επιδράσεις των πολιτικών ιδεών στην κοινωνία τόσο στο παρελθόν όσο και φυσικά στο σήμερα.