Του Ευθυμίου Αθανασίου,
«Θέλω να σας διαβεβαιώσω, πως θα εργαστούμε από κοινού για να τερματίσουμε τα βάσανά σας», δήλωσε ο αντιπρόεδρος του Νοτίου Σουδάν, Riek Machar, απευθυνόμενος στο λαό του, στα πλαίσια της δημιουργίας κυβέρνησης εθνικής ενότητας με καταμερισμό των εξουσιών, που ξεκίνησε το Φεβρουάριο. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του κράτους, Salva Kiir, προσκάλεσε τους πολίτες της χώρας να συγχωρέσουν αλλήλους, όπως έκαναν και οι ηγετικές φυσιογνωμίες των αντίπαλων -ως τότε- μετώπων του εμφυλίου πολέμου. Οι δύο πολιτικές προσωπικότητες που κατέχουν τα ηνία του κράτους έστειλαν ένα αισιόδοξο μήνυμα ελπίδας για «μη αναστρέψιμη ειρήνη», ενώ οι κάμερες απαθανάτισαν τους εναγκαλισμούς και τις χειραψίες τους. Πόσο ανακουφιστικές είναι, όμως, οι δηλώσεις αυτές για τους 6,5 εκατομμύρια κατοίκους που επιβιώνουν σε συνθήκες πείνας, για τους 3,6 εκατομμύρια πρόσφυγες και εσωτερικά εκτοπισμένους και, κυρίως, για τα 19.000 παιδιά που αναγκάστηκαν να σηκώσουν το βάρος του πολέμου;
Στη βραχύβια ιστορική παρουσία του, που ξεκίνησε το 2011, ύστερα από την ανεξαρτητοποίησή του από το Σουδάν, το πιο νεοσύστατο κράτος του κόσμου έχει απολαύσει εξαιρετικά σύντομες περιόδους ειρήνης, που παρεμβάλλονται στον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο. «Το κουτί της Πανδώρας» άνοιξε το 2013, όταν ο πρόεδρος Kiir έδιωξε τον αντιπρόεδρο Machar από το αξίωμά του, κατηγορώντας τον, πως σχεδίαζε πραξικόπημα εις βάρους του. Έδωσε, έτσι, το έναυσμα των εχθροπραξιών μεταξύ των φυλών Ντίνκα και Νυέρ, οι οποίες κλιμακώθηκαν και εξελίχθηκαν σε βιαιότητες και καταστροφές μεγάλου βεληνεκούς. Ένα από τα πιο δυσάρεστα χαρακτηριστικά του εμφυλίου στο Νότιο Σουδάν είναι η στρατολόγηση μεγάλου αριθμού ανηλίκων, σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών.
Από την έναρξη της εμφύλιας διαμάχης, οι εμπλεκόμενες πλευρές έσπευσαν να αυξήσουν αριθμητικά τους στρατούς τους, διεξάγοντας ένα κυνήγι παιδιών και εφήβων. Οι άτυχοι ανήλικοι δεν είχαν περιθώρια αντίστασης, αφού όσοι εξέφραζαν αντίρρηση, είτε εξαναγκάζονταν με βίαια μέσα να ακολουθήσουν, είτε κατέληγαν νεκροί. Πολλές φορές, μάλιστα, η στρατολόγηση ορφανών ή παιδιών, που ζούσαν σε συνθήκες εξαθλίωσης, φάνταζε ίσως ελκυστική πρόταση, γιατί κάλυπτε τις ανεκπλήρωτες, ως τότε, ανάγκες σίτισης και στέγασής τους και έτσι δεν υπήρχε πρόθεση αντίστασης. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η στρατολόγηση ήταν οικειοθελής για λόγους εκδίκησης, συνήθως από ορφανούς ανήλικους, των οποίων η οικογένεια ήταν θύμα του εμφυλίου.
Οι μαρτυρίες παιδιών, ύστερα από την απελευθέρωσή τους, για τα δεινά που βίωσαν, περιγράφουν έναν εφιάλτη. Τα καθήκοντά τους κατά τη διάρκεια του πολέμου διακρίνονταν με βάση το φύλο. Τα αγόρια μάχονταν στην πρώτη γραμμή ή εξυπηρετούσαν ως κατάσκοποι λόγω του μικρού τους μεγέθους και του αθώου τους παρουσιαστικού. Τα κορίτσια ήταν θύματα βιασμών, συχνά ομαδικών, κατέληγαν σύζυγοι χωρίς τη συγκατάθεσή τους και μητέρες ως απόρροια περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης. Ο διαχωρισμός αυτός με βάση το φύλο δεν είναι απόλυτος, περιγράφει, ωστόσο, την επικρατούσα τάση.
Η ελκυστικότητα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας προς στρατολόγηση έγκειται στο πειθήνιο του χαρακτήρα της. Υπό τον τρόμο των όπλων και των απειλών κατά της σωματικής τους ακεραιότητας, το έργο της χειραγώγησης των ανηλίκων γίνεται αβίαστα. Χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και, φυσικά, χωρίς να μισθώνονται, τα ανήλικα «θύματα» του εμφυλίου εξυπηρετούσαν τις εκάστοτε στρατιωτικές σκοπιμότητες, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα ένα γεύμα. Συχνά, το αλκοόλ και οι ναρκωτικές ουσίες αποτελούσαν αρωγό, προκειμένου τα παιδιά να μην έχουν αίσθηση των πράξεων τους και να μπορούν ευκολότερα να υπακούν σε εντολές. Η εξέλιξη της τεχνολογίας των όπλων, εξάλλου, έχει καταστήσει τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς διαχειρίσιμους, ανεξαρτήτου σωματικής διάπλασης.
Είναι έκδηλο, πως όλες οι παραπάνω επονείδιστες ενέργειες επιβαρύνουν το κράτος του Νοτίου Σουδάν ηθικά και παράλληλα, εναντιώνονται στο διεθνές δίκαιο. Η σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, εγκεκριμένη από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1989, μεταξύ άλλων, έχει ρητές αναφορές, στα άρθρα της 2-41, στο δικαίωμα των παιδιών στη ζωή, στην εκπαίδευση, στην αποχή από εχθροπραξίες και στην προστασία από κάθε μορφή άσκησης βίας, συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής. Τα άρθρα αυτά καταπατήθηκαν και συνεχίζουν να καταπατούνται απροκάλυπτα, από όσους συντηρούν τις βίαιες διενέξεις στη χώρα.
Δυστυχώς, οι υποσχέσεις εκ μέρους των ηγετών, για οριστικό τερματισμό των συγκρούσεων, δεν εγγυώνται πως το κεφάλαιο της στρατολόγησης ανηλίκων αποτελεί παρελθόν. Μία ανασκόπηση στην εμπόλεμη ιστορία της χώρας, υπενθυμίζει την αποτυχημένη ειρηνευτική συμφωνία του 2015 και τις παρατάσεις για την υλοποίηση των συμφωνηθέντων της ειρηνευτικής συμφωνίας του 2018. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας, μάλιστα, σημειώθηκε μια παράδοξη αύξηση στη στρατολόγηση ανηλίκων, όταν οι αντιμαχόμενες πλευρές είδαν την κατάπαυση του πυρός ως ευκαιρία για να ανασυνταχθούν και να επανεμφανιστούν ισχυρότερες στο μέτωπο. Εξάλλου, οι εχθροπραξίες δεν έχουν εκλείψει, όπως μαρτυρούν οι εντάσεις του Μαΐου στην περιοχή Τζονγκλέι που επέφεραν περίπου 300 νεκρούς, ανάμεσα τους προσωπικό από τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα».
Σίγουρα, η απελευθέρωση 900 ανηλίκων που ήταν κρατούμενοι πολέμου το Φεβρουάριο, ελαφρύνει τον πόνο των παιδιών και των οικογενειών τους, δεν λύνει όμως το πρόβλημα σε βάθος. Το χάσμα ανάμεσα στην απελευθέρωσή τους και την επανένταξή τους στην κοινωνία είναι μεγάλο και η γεφύρωσή του απαιτεί μεθοδευμένη προσπάθεια και οικονομική στήριξη. Η UNICEF και η αποστολή του ΟΗΕ στη χώρα διαθέτουν έμπειρο προσωπικό, πρόθυμο να προσφέρει ψυχολογική υποστήριξη στους ανήλικους και στις οικογένειες τους, μέσω ενός σχεδίου δράσης διάρκειας τριών χρόνων για την αποκατάσταση των ψυχικών τους τραυμάτων. Τέτοια προγράμματα, όμως, κινδυνεύουν να σταματήσουν λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης, στα πλαίσια της γενικότερης υποχώρησης των δωρεών από τη διεθνή κοινότητα, αλλά και της κυβερνητικής διαφθοράς που εμποδίζει την ορθολογική αξιοποίηση των φυσικών πόρων της χώρας. Η θανάσιμη κατάληξη ορισμένων εντάσεων το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, οδήγησε σε αποχώρηση προσωπικού και εθελοντών από τις πιο επικίνδυνες περιοχές.
Παραλείποντας την επούλωση των ψυχικών τραυμάτων των παιδιών που στρατολογήθηκαν, ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταστεί το βίαιο παρελθόν που αναγκάστηκαν να ζήσουν αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την ειρήνη στη χώρα. Η καταπολέμηση της διαφθοράς, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η δημιουργία κοινού στρατού που θα συμπεριλάβει όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές και η πρόσβαση στο αγαθό της εκπαίδευσης αποτελούν αναγκαία μέτρα για την ανάρρωση του Νότιου Σουδάν από τη γενικευμένη κρίση. Χωρίς τις παραπάνω απαραίτητες ενέργειες, λοιπόν, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος βίας, που υπογραμμίζει το διηνεκώς επίκαιρο ζήτημα της ελλείψεως αποτελεσματικών θεσμών και οργανισμών στο διεθνές σύστημα, ικανών να νικήσουν την αναρχία και να επιφέρουν ειρήνη για τους πολίτες του «ενιαίου πλανητικού χωριού».
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Σπούδασε στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Έχει υπάρξει μέλος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, όπου διεξήγαγε έρευνα σε ζητήματα που αφορούν την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Πραγματοποίησε την πρακτική του άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών, στη Διεύθυνση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Μετανάστευσης. Ομιλεί την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα και έχει συμμετάσχει σε προγράμματα Erasmus+ σχετικά με τη μετανάστευση και την Ευρωπαϊκή Ένωση.