Του Βασίλη Τρικούπη,
Τη Δευτέρα συνομίλησαν, μέσω τηλεδιάσκεψης, ο αρχηγός του Πολιτικού Γραφείου των Ταλιμπάν στη Ντόχα, Mullah Baradar, και ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, σχετικά με τη διαδικασία ειρήνευσης στο Αφγανιστάν. Κατά τις δηλώσεις του εκπροσώπου Tύπου των Ταλιμπάν, Suhail Shaheen, κεντρικά ζητήματα της συζήτησης ήταν η απελευθέρωση φυλακισμένων, η ενδο-αφγανικές συζητήσεις, η μείωση στις συγκρούσεις και, ιδιαίτερα, η πλήρης εφαρμογή του Συμφώνου της Ντόχα.
Το τελευταίο υπογράφηκε το Φεβρουάριο, ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους Ταλιμπάν, προβλέποντας την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, με αντάλλαγμα την παροχή εγγυήσεων ασφαλείας από τους αντάρτες. Η συμφωνία και το συνεργατικό κλίμα που διαφάνηκε στην αρχή, ωστόσο, μόνο φρούδες ελπίδες δημιούργησαν για την επί εικοσαετία κατεστραμμένη χώρα. Το γεγονός πως η αφγανική κυβέρνηση του Ghani δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας, η έλλειψη εμπιστοσύνης και οι υψηλές απαιτήσεις των Ταλιμπάν για την ανταλλαγή φυλακισμένων, καθώς και η πραγματική πρόθεση των ΗΠΑ να μην αποχωρήσουν εντελώς από τη χώρα, όπως αποκαλύφθηκε, ήταν αρκετά για να ναυαγήσει πρακτικά το Σύμφωνο.
Ο κύριος Pompeo αναγνώρισε κατά την τηλεδιάσκεψη πως, στατιστικά, οι επιθέσεις των Ταλιμπάν σε πόλεις και στρατιωτικές βάσεις έχουν μειωθεί, ωστόσο δήλωσε καθαρά πως η αμερικανική πλευρά αναμένει από τους Ταλιμπάν να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, μεταξύ των οποίων η μη επίθεση σε αμερικανικούς στόχους. Η ένοπλη δραστηριότητα τους, άλλωστε, συνεχίζει, καθώς, από την υπογραφή του Συμφώνου κι έπειτα, έχουν σημειωθεί 44 επιθέσεις, με μέσο αριθμό 24 νεκρών ή τραυματιών καθημερινά.
Αμηχανία προκάλεσαν, δεδομένων των εξελίξεων, αναφορές των αμερικανικών μέσων πως ο Πρόεδρος Trump ενημερώθηκε από τις υπηρεσίες πληροφοριών για ρωσικές αμοιβές προς μαχητές των Ταλιμπάν για να επιτεθούν κατά ξένων στόχων σε χρόνο που συνέπιπτε με αυτόν της υπογραφής του Συμφώνου. Ο Λευκός Οίκος απεφάνθη πως ο Πρόεδρος δεν έλαβε κάποια προσωπική ενημέρωση, ενώ δεν κατέστη σαφές κατά πόσο έλαβε κάποια γραπτή αναφορά, αν τη διάβασε και, εφόσον αυτό έγινε, γιατί δεν αντέδρασε πολύ πιο επιθετικά. Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των υψηλά ιστάμενων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και η προσωπική ιδιομορφία του Προέδρου Trump μπορούν να θίξουν περαιτέρω τη διαπραγματευτική εικόνα των ΗΠΑ ως υπεύθυνη και ισχυρή δύναμη.
Από την εξίσωση, όμως, δεν μπορεί να λείπει ο ρωσικός παράγοντας, ο οποίος έχει άμεσα οφέλη από κάθε κίνηση αποχώρησης των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν. Οικονομικοί, στρατηγικοί, ηθικοί και ψυχολογικοί λόγοι περιπλέκονται και επιτρέπουν στη – φανερή και κρυφή – δράση της Ρωσίας στη χώρα, που σημάδεψε τα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Η δράση της, με αποστολή στρατιωτικού υλικού και χρηματικών πόρων, εκπαίδευση ανταρτών και υπόθαλψη λαθρεμπορίου πετρελαίου της Κεντρικής Ασίας φανερώνουν πως η πουτινική Ρωσία αντιλαμβάνεται το Αφγανιστάν, ως τη γειτονιά του “εγγύς εξωτερικού” της, όπως συνηθίζεται να αποκαλεί τις κεντρο-ασιατικές δημοκρατίες με τις οποίες συνορεύει και μοιράζεται κοινό πολιτικό παρελθόν. Καθώς, επίσης, ουδέποτε η Ρωσία επέδειξε δημοκρατικές ανησυχίες, η επικράτηση των Ταλιμπάν και η εκδίωξη ενός στηριζόμενου από τη Δύση καθεστώτος, όπως αυτό του προέδρου Ghani, θα απάλλασσε από ένα σημαντικό «βραχνά» στα νότια της Ρωσίας, που κυριαρχείται από φίλια προς τη χώρα καθεστώτα. Η αποσόβηση του κινδύνου του ISIS από ένα νέο ταλιμπανικό καθεστώς αποτελεί κρίσιμο ζήτημα ασφαλείας για την επικράτεια και την άμεση σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, λόγω του τσετσενικού και των τρομοκρατών της Κεντρικής Ασίας.
Επομένως, οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί και τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα δίνουν το πάνω χέρι στη Ρωσία, η οποία, ούσα συνεχόμενα αναθεωρητική, δε θα διστάσει να επαναλάβει ένα παρόμοιο σκηνικό με αυτό της Συρίας. Την ίδια στιγμή, ο αμερικανικός παράγοντας, αφενός αναδιπλώνεται και αδυνατεί να δράσει αποφασιστικά με σκληρούς όρους, ενώ ούτε η εσωτερική πολιτική σκηνή θα μπορούσε να αποδεχτεί μια περαιτέρω σοβαρή ανάμειξη και νεκρούς σε αυτή την πλευρά του κόσμου. Αφετέρου, δε, δεν παρουσιάζει μια συνεκτική και συνεπή στάση που δυσχεραίνεται από την ιδιομορφία της Προεδρίας και την ευαίσθητη συγκυρία των επικείμενων αμερικανικών εκλογών.
Τέλος, ως μια μικρή αποτίμηση της έως τώρα ειρηνευτικής πορείας, δε γίνεται να εξασφαλιστεί μια βιώσιμη συνθήκη ειρήνευσης της περιοχής χωρίς να λαμβάνονται υπόψη σοβαρά όλα τα μέρη και, βεβαίως, η κυβέρνηση της χώρας και ο ρωσικός παράγοντας. Ακόμα, οι Ταλιμπάν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σοβαρός σταθμιστής, που μπορεί να αλλάξει καθοριστικά τις ισορροπίες κατά των αμερικανικών συμφερόντων. Οποιαδήποτε υπερφίαλη ή κακοσχεδιασμένη κίνηση δύναται να φέρει καταιγιστικές αλλαγές, όπως δείχνουν, εξάλλου, και οι ρωσικές προθέσεις.
Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και εργάζεται στον χώρο της εστίασης. Ασχολείται ερευνητικά με την Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία και την Ανατολική Μεσόγειο στο Εργαστήριο Τουρκικών και Ευρασιατικών Μελετών του Πανεπιστημίου. Είναι ενεργός πολιτικά στα τοπικά της Ηλιούπολης στην οποία και μεγάλωσε και συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγής Erasmus+. Μιλάει Αγγλικά και Τουρκικά.