Της Βάλιας Πλακουδάκη,
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1830, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Άντριου Τζάκσον, διέταξε την αναγκαστική μετεγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων ιθαγενών Αμερικανών από τις πατρογονικές του πατρίδες ανατολικά του ποταμού Μισισίπι. Η επικίνδυνη αυτή αναγκαστική πορεία σε νέα καθορισμένα από την κυβέρνηση εδάφη στα δυτικά, γεμάτη από σκληρούς χειμώνες και ασθένειες, ονομάστηκε «το Μονοπάτι των Δακρύων». Η επιχείρηση περιλάμβανε την υποχρεωτική απομάκρυνση των πέντε φυλών που διέμεναν στις νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες και οδήγησε στο θάνατο χιλιάδων ιθαγενών. Οι πράξεις του Αμερικανού προέδρου θεωρούνται σήμερα ως εθνοκάθαρση.
Για γενεές, τα εδάφη ανατολικά του ποταμού Μισισίπι αποτελούσαν την πατρίδα πέντε φυλών: των Τσερόκι, των Κρίκ και των Σεμινόλ στα νότια και των Τσοκτόου και των Τσικασά στα δυτικά. Από την δεκαετία του 1790, όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι άποικοι εξαπλώθηκαν στην περιοχή και την χρησιμοποίησαν για τις καλλιέργειές τους. Η παρουσία ιθαγενών στις αμερικανικές πολιτείες σύντομα θεωρήθηκε το «πρόβλημα των Ινδιάνων» και οι Ευρωπαίοι άποικοι θεώρησαν ότι θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο μέσω του «εκπολιτισμού» τους. Ο «εκπολιτισμός», όπως πρότεινε ο Τόμας Τζέφερσον, θα μπορούσε να εξαλείψει τον τρόπο ζωής των ιθαγενών Αμερικανών και θα οδηγούσε στην αφομοίωσή τους στην δυτική κουλτούρα. Οι Ευρωπαίοι άποικοι θεωρούσαν πως οι προκάτοχοι τους ήταν βάρβαροι και επιχείρησαν να αλλάξουν την θρησκεία, την ενδυμασία, την γλώσσα και τα έθιμα των ιθαγενών, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα.
Τον Μάιο του 1830, ο πρόεδρος Άντριου Τζάκσον υπέγραψε τη νομοθεσία για την επίσημη υποχρεωτική μετεγκατάσταση των ιθαγενών. Στην πραγματικότητα, ο Αμερικανός πρόεδρος αποσκοπούσε στην εκμετάλλευση των περιοχών που άνηκαν στους ιθαγενείς πληθυσμούς για την καλλιέργεια βαμβακιού. Ο Τζάκσον διεξήγαγε το πρόγραμμα μετατόπισης των πληθυσμών με τον πιο βίαιο τρόπο. Έδωσε στις πολιτείες τη δικαιοδοσία να καταστρέψουν τις κυβερνήσεις των φυλών, να καταστήσουν τις νομοθεσίες τους παράνομες και να τους αφαιρέσουν το δικαίωμα ψήφου.
Αποδυναμωμένοι από τον νόμο, οι αρχηγοί των φυλών εξαναγκάστηκαν να υπογράψουν τις συνθήκες της Αμερικανικής κυβέρνησης. Στις πορείες που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της μετακίνησης των πληθυσμών, οι ιθαγενείς βρέθηκαν να βαδίζουν δεμένοι με αλυσίδες σε άθλιες καιρικές συνθήκες. Περίπου 4000 μέλη της φυλής Τσοκτόου πέθαναν από χολέρα και εκατοντάδες άλλοι από υποσιτισμό. Όταν οι επιζώντες έφτασαν στον καθορισμένο προορισμό τους στην Αλαμπάμα, χαρακτήρισαν το εφιαλτικό ταξίδι ως «ένα μονοπάτι δακρύων και θανάτου». Τα μέλη της φυλής Σεμινόλ αντιστάθηκαν της μετατόπισης τους από την γη των προγόνων τους και συγκρούστηκαν με τις αμερικανικές δυνάμεις. Πολλοί σκοτώθηκαν στη μάχη και όσοι επέζησαν στάλθηκαν στις νέες περιοχές που τους είχαν παραχωρηθεί.
Μια διαφορετική προσέγγιση ακολούθησαν οι Τσερόκι, οι οποίοι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το σύστημα των αποικιοκρατών εναντίον τους. Όταν η πολιτεία της Γεωργίας επεκτάθηκε στη γη των Τσερόκι και λεηλάτησε τις πηγές χρυσού, ο εκλεγμένος επικεφαλής της φυλής, Τζον Ρος, αποφάσισε να οδηγήσει την πολιτεία στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο Ρος ήταν μέλος μια νέας γενιάς υψηλού μορφωτικού επιπέδου, που είχε ενσωματώσει τις πολιτικές «εκπολιτισμού», περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φυλή. Είχαν δημιουργήσει το δικό τους πολιτικό και δικαστικό σύστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Ρος είχε πάνω από τρεις δεκαετίες εμπειρία στον ομοσπονδιακό νόμο ως πρωταρχικός διαπραγματευτής της Συνθήκης της Τσερόκι στην Ουάσινγκτον. Στην αρχή, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία επί των Τσερόκι και απέρριψε την υπόθεση. Ένα χρόνο αργότερα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Τζον Μάρσαλ, αποφάσισε ότι μόνο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβάλλει νόμους για τα εδάφη των Τσερόκι και όχι μια κυβέρνηση πολιτείας, όπως η Γεωργία. Ο πρόεδρος Τζάκσον αρνήθηκε να υποχωρήσει. Μετά την αποτυχία να δελεάσει τον Ρος με 3 εκατομμύρια δολάρια για τη μετεγκατάσταση των Τσερόκι, ο Τζάκσον προσέφερε 5 εκατομμύρια δολάρια στους πολιτικούς αντιπάλους του Ρος. Αν και τα περισσότερα μέλη της φυλής δεν επιθυμούσαν τη μετεγκατάσταση, μια μικρή ομάδα ελίτ Τσερόκι υπέγραψε τη Συνθήκη με την Αμερικανική κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 1835.
Ο νέος πρόεδρος Μάρτιν Βαν Μπουρέν διέταξε τη μεταφορά 16.000 Τσερόκι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όποιος προσπάθησε να δραπετεύσει πυροβολήθηκε, ενώ άλλοι υπέφεραν από ασθένειες και σεξουαλικές επιθέσεις από τους φρουρούς. Μετά από ένα μήνα στο «Μονοπάτι των Δακρύων», χιλιάδες πέθαναν λόγω του σκληρού χειμώνα, του υποσιτισμού και των ασθενειών. Οι Τσερόκι δεν έλαβαν τα 5 εκατομμύρια που τους υποσχέθηκε η κυβέρνηση, μέχρι 2 δεκαετίες αργότερα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, έως 100.000 ιθαγενείς Αμερικανοί μετακινήθηκαν και πάνω από 15.000 έχασαν τη ζωή τους στις εξουθενωτικές πορείες θανάτου. Η εθνοκάθαρση των πέντε φυλών του Μισισίπι ήταν μέρος μιας ευρύτερης γενοκτονίας των ιθαγενών από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες. Από τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι έπιασαν στεριά στις Αμερικανικές ακτές, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενέκρινε πάνω από 1.500 επιθέσεις και επιδρομές κατά των ιθαγενών. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, παρέμειναν λιγότεροι από 24.000 ιθαγενείς, σε σύγκριση με τα εκατομμύρια που ζούσαν στη Βόρεια Αμερική πριν την απόβαση του Κολόμβου το 1492.
Βιβλιογραφία
- Smithers, G. D. (2015). The Cherokee Diaspora (The Lamar Series in Western History). GB: Yale University Press.
- Minges, P. (2001). Beneath the Underdog: Race, Religion and the Trail of Tears. The American Indian Quarterly, 25(3), 453-479.
- Carson, J. (2017). Ethnic Cleansing and the Trail of Tears: Cherokee Pasts, Places, and Identities. Southern Spaces, Southern Spaces.