Του Ανδρέα-Άγγελου Σκόνδρα,
20 χρόνια μετά το Κοσσυφοπέδιο, ή αλλιώς Κόσοβο, συνεχίζει να κλονίζεται από καταδικαστικές αποφάσεις για τον πόλεμο του 1998, που έληξε με τη συνθήκη του Κουμάνοβο. Η μονομερής ανακήρυξη του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξάρτητου κράτους από τη Σερβία, το 2008, πυροδότησε μια κρίση που μετρά έως σήμερα, με αμφίβολες πιθανότητες ειρηνικής επίλυσης. Το Κόσοβο αποτέλεσε το «λίκνο» της γένεσης των Σέρβων και του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός «καρδία της Σερβίας». Η Νατοϊκή επέμβαση, τα σαθρά κοινωνικοπολιτικά θεμέλια του νεοσυσταθέντος κράτους και η απότομη εναλλαγή κυβερνήσεων δίνουν την εντύπωση ενός κράτους αδύναμου, που έχει περιχαρακωθεί στο status quo. Η κρατική κυριαρχία του έχει αναγνωριστεί από 108 κράτη παγκοσμίως και το επίσημο νόμισμά του είναι το ευρώ, παρόλο που δεν ανήκει στην Ευρωζώνη και -σαφώς- στην ΕΕ. Η ανεργία ανέρχεται στο 55% και οι προσφερόμενες στους νέους επαγγελματικές ευκαιρίες είναι ελάχιστες. Όλα αυτά λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης, σε μια κατάσταση που χρειάζεται άμεση εκτόνωση.
Μία ακόμη, λοιπόν, καταδικαστική απόφαση έρχεται να θυμίσει τις πληγές των ετών 1998 – 1999. Το Δικαστήριο της Χάγης, ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, κατηγόρησε επισήμως τον Πρόεδρο του Κοσόβου και πρώην αρχηγό των αυτονομιστικών ανταρτών, Χασίμ Θάτσι, καθώς και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με συνέργεια σε 100 περίπου δολοφονίες. Αυτή η δήλωση οδήγησε στην ακύρωση της επίσημης επίσκεψης του Θάτσι στις ΗΠΑ, με το Σέρβο ομόλογό του, Αλεξάντερ Βούσιτς, για διαπραγματεύσεις σχετικά με το άλυτο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Βέβαια, η κατηγορία αυτή δε θα πρέπει να αποτέλεσε έκπληξη για την Πριστίνα, καθώς, κατά καιρούς, πολλοί υψηλόβαθμοι, όπως ο Ραμούς Χαραντινάι και ο γνωστός σε όλους Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, είτε έχουν κατηγορηθεί είτε έχουν παραπεμφθεί για τέτοια εγκλήματα. Η χρονική στιγμή της εκδόσεως της απόφασης δε δύναται να είναι τυχαία, καθώς στερεί από τον Θάτσι την ευκαιρία να διαπραγματευτεί μια υποχώρηση εκ μέρους του, με αντάλλαγμα την αποφυγή της ποινικής του παραπομπής ως εγκληματίας πολέμου. Αδιαμφισβήτητα, ακολουθεί και θα ακολουθήσει μία καιροσκοπική πολιτική, ώστε να καταφέρει να αποφύγει -ή έστω να περιορίσει- την ενοχή του, σε μία δίκη που έρχεται να εξετάσει σκοτεινές περιόδους κοσοβάρικης ιστορίας. Το 2018 είχε προταθεί η εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης μέσω της διχοτόμησης του βόρειου μέρους του Κοσόβου, που θα παραχωρείτο στη Σερβία και την ταυτόχρονη παραχώρηση πυκνού αλβανικού πληθυσμού στο Κοσσυφοπέδιο. Το σχέδιο αυτό, ωστόσο, ναυάγησε, ύστερα από αμοιβαία δυσαρέσκεια. Σήμερα, οι εκ νέου διαπραγματεύσεις μετά από προτροπή των ΗΠΑ, η οποία ήταν μια από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν το Κόσοβο και έχουν συμβάλει καθοριστικά στην ενδυνάμωσή του, κυρίως με οικονομική βοήθεια, αναμένεται να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατά συνέπεια, η συμβολή της ως διαμεσολαβήτριας δύναμης θα είναι καθοριστική για τις διαπραγματεύσεις Κοσόβου – Σερβίας.
Όλες αυτές οι ενέργειες γίνονται στα πλαίσια μιας απόπειρας της Χάγης, αλλά και της διεθνούς κοινότητας να ξεκαθαρίσει το πολιτικό προσκήνιο από πρόσωπα, τα οποία έχουν προβεί σε πράξεις καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρέπει να προηγηθεί αυτή η διαδικασία και, στη συνέχεια, να ξεκινήσουν γόνιμες διαπραγματεύσεις, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Μέχρι σήμερα, η πολιτική ηγεσία του Κοσσυφοπεδίου κρατάει «όμηρο» τη χώρα και τους κατοίκους, προκειμένου να συγκαλύψει σκοτεινές πτυχές των δράσεών της. Συνεπώς, απαιτείται μια κυβέρνηση νομιμότητας, στελεχωμένη με πρόσωπα αδιάβλητα και αξιόπιστα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2001 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει παρακολουθήσει δεκάδες σεμινάρια, ημερίδες και συνέδρια συναφή με τις σπουδές του. Παράλληλα, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις του ΟΗΕ (MUN) και σε κοινωνικές δράσεις. Τέλος, ενδιαφέρεται για την μουσική και την ανάγνωση βιβλίων, κυρίως πολιτικών δοκιμίων.