13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΕ.Γ.Ν: Ελληνική Νοηματική Γλώσσα

Ε.Γ.Ν: Ελληνική Νοηματική Γλώσσα


Της Κατερίνας Κάκου, 

Η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα (ΕΝΓ) είναι η επίσημη γλώσσα των κωφών στην Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένη με νομοθετική ρύθμιση του Ελληνικού κοινοβουλίου (ν. 2817/2000), ενώ με τον ν.4488/2017 συντελέστηκε η αναγνώριση της ως ισότιμης με την Ελληνική γλώσσα.

Σε αντίθεση με την εσφαλμένη αντίληψη της πλειονότητας, η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα δεν πρόκειται περί κατασκευάσματος των ακουόντων ούτε περί αναπαραστάσεως της ομιλούμενης γλώσσας με άλλη μορφή, αλλά υφίσταται ως αυτόνομο και αυτοτελές γλωσσικό σύστημα με δικούς της κανόνες και συντακτικό, το οποίο εξυπηρετεί – υπό περιπτώσεις – την κοινότητα των Ελλήνων κωφών και όχι μόνο.

Ειδοποιό στοιχείο της γλώσσας αυτής και παράλληλα κύριο γνώρισμα της αποτελεί ο φυσικός οπτικο-κινησιακός χαρακτήρας της. Βασίζεται δηλαδή στην κίνηση των χεριών, στην στάση ή ακόμη και στην κίνηση του σώματος, καθώς και στις εκφράσεις του προσώπου, με σκοπό την απόδοση ενός νοήματος, ενώ, παράλληλα, για να εκφράσει πιο περίπλοκες και αφηρημένες έννοιες, διαθέτει ιδιόμορφες λεκτικές και συντακτικές δομές. Τα προαναφερθέντα γνωρίσματα σωρευτικά συνθέτουν ένα οργανωμένο σύστημα κανόνων που χρησιμοποιεί σύμβολα, για να αναπαραστήσει έννοιες. Μάλιστα, τα σύμβολα που χρησιμοποιεί η ΕΝΓ, προκειμένου να εκφράσει γλωσσικά σημεία, καλούνται «νοήματα». Σύμφωνα με έναν απλουστευτικό ορισμό, «νόημα» είναι η κίνηση ή η έκφραση που μεταφέρει μια συγκεκριμένη έννοια, ενώ τα «απλά νοήματα» αποτελούν τις βασικές σημασιολογικές μονάδες κάθε νοηματικής γλωσσάς και μπορούν να έχουν λεξική ή γραμματική σημασία. Τα νοήματα συντίθενται από την χειρομορφή, την κίνηση του χεριού, την κατεύθυνση της παλάμης, τη θέση σχηματισμού του νοήματος, τον χώρο νοηματισμού ή στο σώμα του νοηματιστή καθώς και τα εκτός χεριού χαρακτηριστικά, που ολοκληρώνουν την άρθρωση του νοήματος.

Ειδικότερα:

Χειρομορφή ονομάζεται το σχήμα που παίρνει η παλάμη και η θέση στην οποία τοποθετούνται τα δάκτυλα κατά τον σχηματισμό του νοήματος. Παρά το γεγονός ότι η χειρομορφή αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο διακριτικό ενός νοήματος, η ίδια η χειρομορφή δεν είναι φορέας σημασίας όσο δεν συνδυάζεται με τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν το νόημα.

Η κίνηση του χεριού, κατά το σχηματισμό του νοήματος, παρέχει σημαντικό εννοιολογικό περιεχόμενο. Η κίνηση μπορεί να μεταφέρει πληροφορία για τον δράστη ή τον αποδέκτη μιας ενέργειας, ενώ η επανάληψη της κίνησης μπορεί να δηλώνει συχνότητα ή περιοδικότητα μίας ενέργειας, πληθυντικό αριθμό ή τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε γραμματικές κατηγορίες, όπως ρήμα και ρηματικό ουσιαστικό. Το εύρος της κίνησης μπορεί να εκφράζει όγκο ή μέγεθος, ενώ η ταχύτητα της κίνησης, σε συνδυασμό με τα ανάλογα εκτός χεριών σήματα, μπορεί να εκφράζει ποικίλες επιρρηματικές ιδιότητες.

Προσανατολισμός της παλάμης είναι η κατεύθυνση στην οποία στρέφεται η χειρομορφή κατά το σχηματισμό του νοήματος και μπορεί να λειτουργεί ως το μοναδικό διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό ανάμεσα στις σημασίες ίδιων κατά τα λοιπά συστατικά νοημάτων.

Θέση σχηματισμού του νοήματος είναι η θέση επάνω στο σώμα του νοηματιστή ή στον εμπρός του ουδέτερο χώρο, στην οποία αρθρώνεται το νόημα. Σε κάθε περίπτωση, τα νοήματα παράγονται στον καθορισμένο χώρο που ονομάζεται χώρος νοηματισμού. Ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών σχηματισμού του νοήματος έξω από το χώρο νοηματισμού, σε κανονικές συνθήκες εκφοράς του λόγου, δεν παράγει αναγνωρίσιμα νοήματα.

Εκτός χεριών χαρακτηριστικά είναι η έκφραση του προσώπου, η κίνηση της κεφαλής και η κίνηση του σώματος, που συχνά συμμετέχουν στο σχηματισμό των νοημάτων παράλληλα με τα χέρια. Η στάση (ή κίνηση) του σώματος, η έκφραση του προσώπου και η χρήση του βλέμματος – εκτός από τη συμμετοχή τους στην άρθρωση του νοήματος – μπορούν επιπλέον να είναι φορείς γραμματικής σημασίας που συχνά στις ομιλούμενες γλώσσες δηλώνεται με μορφολογικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα, η έννοια του μέλλοντος που στην ΕΝΓ διατυπώνεται συνδυάζοντας το βασικό νόημα για το κατηγόρημα με μία ελαφρά κλίση του σώματος προς τα εμπρός. Τα εκτός χεριών χαρακτηριστικά λειτουργούν και στο επίπεδο της προτασιακής δομής, προκειμένου να εκφράσουν σημασιολογική πληροφορία, που στις ομιλούμενες γλώσσες μεταφέρεται κυρίως από τον τόνο της φωνής, όπως συμβαίνει με τον επιτονισμό για τη δήλωση ερώτησης, θαυμασμού, απόρριψης κλπ.

Κάθε απλό νόημα συντίθεται από έναν επιτρεπτό συνδυασμό των παραπάνω παραμέτρων, οι οποίες, έτσι, καθορίζουν το σύνολο των φωνολογικών χαρακτηριστικών κάθε νοηματικής γλώσσας. Οι σημασίες των νοημάτων διαφοροποιούνται από τους διαφορετικούς επιτρεπτούς συνδυασμούς αυτών των παραμέτρων, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την γραμματικά αποδεκτή παραγωγή των λεξιλογικών στοιχείων, καθώς και τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου με δυνάμει άπειρα νέα νοήματα.

Για τους αριστερόχειρες νοηματιστές κύριο είναι το αριστερό χέρι, όπως για τους δεξιόχειρες το δεξί.

Παράλληλα, η γλώσσα σχηματίζει και σύνθετα νοήματα, μέσω των διαδικασιών της παραγωγής και της σύνθεσης, ενώ σημαντικό μηχανισμό σχηματισμού σημασιολογικά σύνθετων νοημάτων αποτελούν οι ταξινομητές.

Οι ταξινομητές είναι σταθεροί σημασιολογικοί δείκτες (π.χ. άνθρωπος, ζώο, όχημα, τετράγωνο, στρογγυλό, λεπτό αντικείμενο, κλπ.) που καθορίζουν, διαφοροποιούν ή συμπληρώνουν την έννοια που δηλώνεται με ένα βασικό νόημα. Η χρήση ταξινομητών συνδυάζεται με την κίνηση ως παράμετρο σχηματισμού του νοήματος.

Τα νοήματα σχηματίζονται με ένα ή με δύο χέρια. Όταν χρησιμοποιούνται τα δύο χέρια, διακρίνουμε τρεις δυνατότητες:

α) και τα δύο χέρια σχηματίζουν την ίδια χειρομορφή και κινούνται,

β) και τα δύο χέρια σχηματίζουν την ίδια χειρομορφή, αλλά μόνο το κύριο χέρι κινείται, και

γ) τα δύο χέρια σχηματίζουν διαφορετικές χειρομορφές, αλλά μόνο το κύριο χέρι κινείται, ενώ το παθητικό (δεύτερο) χέρι περιορίζεται σε έναν μικρό αριθμό βασικών χειρομορφών.

Όπως ορθά μπορεί κανείς να συνάγει από τα παραπάνω, η ΕΝΓ πρόκειται για μια δύσκολη και από πολλούς ιδιαίτερα πολύπλοκη γλώσσα τόσο στην εκμάθηση, πόσο μάλλον στην κατανόηση. Η ΕΝΓ όμως δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο ως νοηματική γλώσσα, ούτε απηχεί διεθνώς. Η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών ανά τον κόσμο νοηματικών γλωσσών είναι γεγονός, αν και ουκ ολίγοι είναι εκείνοι που θεωρούν τη νοηματική γλώσσα ως μια κοινή διεθνή γλώσσα, λόγω της κοινής τους οπτικής και κινησιακής δομής. Αδιαμφισβήτητα, σχεδόν κάθε ομιλούμενη γλώσσα έχει και την αντίστοιχη νοηματική της και παρόλο που οι περισσότερες βασίζονται στις ίδιες αρχές δεν είναι αμοιβαία κατανοητές μεταξύ τους. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι, όπως και οι ομιλούμενες, έτσι και οι νοηματικές γλώσσες δημιουργούνται και εξελίσσονται, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μίας κοινωνίας. Για να γίνει αντιληπτή η ποικιλία νοηματικών γλωσσών, το 2013 κι όλας η έκδοση του Εθνολόγου απαριθμεί μόλις 137 νοηματικές γλώσσες, εκ των οποίων μερικές έχουν λάβει κάποια μορφή νομικής αναγνώρισης (όπως η ΕΝΓ) και άλλες δεν έχουν κάποιο καθεστώς.

Η νοηματική αυτή καθ’ αυτή σαν ξεχωριστή γλώσσα έχει ιδιαίτερες χρησιμότητες. Το να γνωρίζει κάποιος τη νοηματική δεν σημαίνει απαραίτητα πως αυτός ο ίδιος έχει περιορισμένη έως και ελάχιστη δυνατότητα ακοής. Η νοηματική γλώσσα μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί από άτομα τα οποία έχουν στο στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο ανθρώπους με περιορισμένη ικανότητα ακοής, από άτομα των οποίων η εργασία απαιτεί την χρήση της ή τέλος από άτομα τα οποία εντρυφούν στο χώρο των ξένων γλωσσών και ελκύονται από διαφορετικές κουλτούρες. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι με την πάροδο του χρόνου λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι χρησιμοποιούν τη νοηματική γλώσσα ως αποκλειστικό μέσο επικοινωνίας, καθώς η τεχνολογία έχει εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιτρέπει σε άτομα με προβλήματα στην ακοή να χρησιμοποιούν ενεργά την ομιλούμενη γλώσσα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.

Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως η ΕΝΓ και η ΝΓ εν γένει αποτελεί έναν μοναδικό και πολυαισθητηριακό τρόπο επικοινωνίας, ο οποίος, βασιζόμενος μόνο σε κινήσεις του σώματος, έχει καταφέρει να συμπεριλάβει όλο το νοηματικό πλαίσιο των ομιλούμενων γλωσσών, τόσο δηλαδή την περιγραφή λέξεων όσο και την απόδοση συναισθημάτων, υλοποιώντας και νοηματοδοτώντας κυριολεκτικά την φράση «όταν το στόμα σιωπά το σώμα μιλά!»


Κατερίνα Κάκου

Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα και σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά και Πορτογαλικά, ενώ έχει εντρυφήσει στον μουσικό χώρο καθώς είναι αρπίστρια. Παράλληλα ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με τις πολεμικές τέχνες. Δύο πράγματα που δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την ζωή της είναι η λογοτεχνία και η ποίηση.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κατερίνα Κάκου
Κατερίνα Κάκου
Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα και σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά και Πορτογαλικά, ενώ έχει εντρυφήσει στον μουσικό χώρο καθώς είναι αρπίστρια. Παράλληλα ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με τις πολεμικές τέχνες. Δύο πράγματα που δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την ζωή της είναι η λογοτεχνία και η ποίηση.