Του Άγγελου Μεταλλίδη,
Η Σίμον Βέιλ ήταν Γαλλίδα πολιτικός και υπήρξε η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε καθήκοντα υπουργού στη Γαλλία, καθώς και η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου. Γεννήθηκε στη Γαλλία, ήταν κόρη της Υβόν Στάινμετζ και του Αντρέ Ζακόμπ. Λόγω καταγωγής, η οικογένειά της φυλακίστηκε και πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουτσβιτς, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αρχικά, συνελήφθη και η ίδια, αλλά εν τέλει, αφέθηκε ελεύθερη. Μετά την απελευθέρωσή της, ξεκίνησε να σπουδάζει νομική και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου και γνώρισε τον σύζυγό της, Αντουάν Βέιλ. Μόλις πήρε πτυχίο, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου και αργότερα έγινε δικαστής. Ήταν υπεύθυνη για τις δικαστικές υποθέσεις και τις συνθήκες διαβίωσης στις γυναικείες φυλακές, μεριμνώντας και για την ιατρική θεραπεία των φυλακισμένων γυναικών. Το 1970 έγινε γενική γραμματέας του Συμβουλίου του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Η υπουργική της καριέρα ξεκίνησε το 1974, όταν η Σιμόν Βέιλ έγινε Υπουργός Υγείας με πρωθυπουργό τον Ζακ Σιράκ. Όταν ανέλαβε αυτή τη θέση, ήταν άγνωστη στη γαλλική και στη διεθνή πολιτική σκηνή και ήταν επίσης η πρώτη γυναικά με αυτό το αξίωμα. Από το 1974 έως το 1979, η Βέιλ ήταν Υπουργός Υγείας, στις κυβερνήσεις του Ζακ Σιράκ και του Ρεμόντ Μπαρέ. Από τις 28 Μαΐου 1974 έως τις 29 Μαρτίου 1977 ήταν Υπουργός Υγείας. Το διάστημα από τις 29 Μαρτίου 1977 έως τις 3 Απριλίου 1978 ήταν Υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και από τις 3 Απριλίου 1978 έως τις 4 Ιουλίου 1979 ήταν Υπουργός Υγείας και Οικογένειας.
Όσο ήταν η ίδια σε αυτή τη θέση, η Γαλλία έκανε σημαντικά βήματα όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Κατάφερε να καθιερώσει μία πιο φιλελεύθερη πολιτική για τις αντισυλληπτικές μεθόδους και πέτυχε τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Αυτά τα δύο αποτελούν πολύ σημαντικά επιτεύγματα, αν αναλογιστούμε το κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή μια ρωμαιοκαθολική κοινωνία. Η Σιμόν Βέιλ παρέμεινε επικεφαλής του Υπουργείου Υγείας έως τις 4 Ιουλίου 1979, οπότε και παραιτήθηκε, λόγω της εκλογής της στο ευρωκοινοβούλιο, με τη σημαία της Κεντροδεξιάς Ένωσης για τη Γαλλική Δημοκρατία του Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Τον Ιουλίου 1979, εξελέγη πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ήταν η πρώτη φορά που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε γυναίκα πρόεδρο.
Από το 1993 έως και το 1995, η Βέιλ κατείχε ξανά υπουργικό αξίωμα, αφού διετέλεσε Υπουργός Εσωτερικών και Υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, εργάστηκε για να παρέχει βοήθεια στις μητέρες που είχαν μικρά παιδιά, στα άτομα με ειδικές ανάγκες και στους ασθενείς που ήταν θετικοί στον HIV. Από το 1998 έως το 2007, υπήρξε μέλος του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου. Η Σίμον Βέιλ μέσα από την πολιτική της καριέρα απέκτησε και σημαντικούς τίτλους και διακρίσεις. Το 1998, της απονεμήθηκε ο τίτλος της Επίτιμης Κυρίας του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το 2008, η Βέιλ έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Αυτό, δεν αποτέλεσε ένα ασήμαντο κατόρθωμα, καθώς ήταν μόλις η έκτη γυναίκα που το έκανε αυτό. Το 2008, κέρδισε το βραβείο Κάρολος V για τα προσόντα της στον αγώνα της για την προώθηση της ισότητας των γυναικών. Το 2012, της απονεμήθηκε το τελευταίο της βραβείο, αυτό της Λεγεώνας της Τιμής.
Η Σιμόν Βέιλ έφυγε από τη ζωή στις 30 Ιουνίου 2017 σε ηλικία 89 ετών, ενώ βρισκόταν στο Παρίσι.