Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Ο Αιμίλιος Βεάκης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του περασμένου αιώνα, που αναδείχθηκε μέσα από δραματικούς, τραγικούς, αλλά και κωμικούς ρόλους.
Γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1884 στον Πειραιά και ήταν εγγονός του συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη. Έχασε από πολύ μικρή ηλικία και τους δύο του γονείς και μεγάλωσε με συγγενικά πρόσωπα. Θα ασχοληθεί με την υποκριτική από τα 16 του χρόνια, χωρίς ωστόσο να έχει τη συγκατάθεση των κηδεμόνων του. Εγγράφηκε στη Βασιλική Δραματική Σχολή, χωρίς να καταφέρει όμως να την ολοκληρώσει, καθώς μετά από λίγο η σχολή έκλεισε. Έπειτα εντάσσεται στην Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά το 1901 με την εμφάνισή του στο θέατρο εγκαταλείπει τις σπουδές του.
Πραγματοποιεί μαζί με άλλους ηθοποιούς περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Θα συμμετάσχει στους Βαλκανικούς Πολέμους και θα λάβει τον τίτλο του λοχία επ’ ανδραγαθία. Με το πέρας των πολέμων θα τυπώσει το 1914 τις εμπειρίες του από το μέτωπο, με τίτλο «Πολεμικαί Εντυπώσεις».
Αρχίζει από το 1914, μια περίοδος μεγάλων συνεργασιών, καθώς συνδέεται με τους θιάσους της Κοτοπούλη, της Κυβέλης, του Τηλέμαχου Λεπενιώτη και άλλους. Θα ερμηνεύσει πολλούς και σημαντικούς ρόλους από έργα των Πιραντέλο, Ευριπίδη, Σαίξπιρ κ.α., ενώ το 1919 θα υποδυθεί με μεγάλη επιτυχία τον Οιδίποδα Τύραννο και θα καθιερωθεί στον χώρο του θεάτρου.
Το 1921 δημιουργεί δικό του θίασο μαζί με τους Νέζερ και Ιατρίδου και περιοδεύουν σε όλη την Ελλάδα, ωστόσο συμμετέχει παράλληλα σε παραστάσεις με τις Κοτοπούλη και Κυβέλη. Το 1932 εντάσσεται στους κόλπους του νεοσύστατου Εθνικού Θεάτρου, μαζί με άλλους κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής. Το 1938 ακολουθεί η επόμενη μεγάλη του επιτυχία με τον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπιρ.
Το διάστημα της Γερμανικής Κατοχής προσχώρησε στις τάξεις του ΕΑΜ. Ο Βεάκης ακολουθεί την υποχώρηση των δυνάμεων στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και μαζί με άλλους ηθοποιούς οργανώνουν παραστάσεις εκεί. Ύστερα από τη Συμφωνία της Βάρκιζας επιστρέφει στην Αθήνα, αλλά διώκεται για τη δράση του.
Πήρε μέρος και σε λίγες κινηματογραφικές ταινίες όπως στη Μαρία Πενταγιώτισσα (1926), την Αστέρω (1929), Η Φωνή της Καρδιάς (1943) κ.α. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή ποιημάτων, πρωτότυπων θεατρικών έργων, αλλά και διασκευών.
Η τελευταία σκηνή της ζωής του παίχτηκε στις 29 Ιουνίου 1951. Έχουν καθιερωθεί δυο βραβεία που φέρουν το όνομά του, όπως και το θερινό θέατρο του Δήμου Πειραιά, ενώ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς υπάρχει η προτομή του.