Της Δήμητρας Μοσχολέα,
Μια ενδιαφέρουσα και γοητευτική προσωπικότητα της τέχνης, την οποία αξίζει να μνημονεύσουμε, καθώς η σύγχρονη έρευνα τείνει ίσως να παραγνωρίζει την πολύ σημαντική συνεισφορά της στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το γεγονός αυτό συνδέεται και με τη σχετική απουσία της από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου (πραγματικό όνομα Μαρία-Λουκία Χατζηλαζάρου) γεννιέται στα 1914 στη Θεσσαλονίκη και κατάγεται από μεγαλοαστική οικογένεια. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία, μεταβαίνει για πρώτη φορά μαζί με την οικογένειά της στη Γαλλία. Το 1921 η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στα 1945 λαμβάνει υποτροφία στο Παρίσι και φεύγει και πάλι για τη Γαλλία. Για αρκετά χρόνια ζει και δραστηριοποιείται εκεί, όπου εντάσσεται στους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, δημοσιεύοντας ποιήματά της στα γαλλικά. Ανά διαστήματα επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου εγκαθίσταται πλέον μόνιμα το 1973 και εργάζεται στη Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων της Εμπορικής Τράπεζας. Ο θάνατός της ανακοινώθηκε από τις σελίδες του περιοδικού Αντί, το 1987.
Στα ελληνικά γράμματα, πρωτοεμφανίζεται το 1944 με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου και την ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης, από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Λίγο αργότερα εμφανίζεται με το ίδιο ψευδώνυμο στο περιοδικό Τετράδιο, ενώ συνδέεται και με το περιοδικό Νέα Γράμματα. Η συνεργασία της με τα έντυπα αυτά σε συνδυασμό με τις ευρύτερες λογοτεχνικές αξιώσεις της, την εντάσσουν στον κύκλο των λογοτεχνών της μεταπολεμικής εποχής και τη συνδέουν με καταξιωμένους λογοτέχνες που, την ίδια εποχή, επιδίδονταν σε ανάλογες πρωτοποριακές δημοσιεύσεις στις σελίδες των ίδιων περιοδικών.
Η δεύτερη εμφάνιση σημειώνεται αρκετά αργότερα, το 1979, με την ποιητική συλλογή Έρως Μελαχρινός. Η συλλογή αυτή συνοψίζει το προγενέστερο έργο της και αποτελεί μια συνολική παρουσίασή του προς το εγχώριο κοινό.
To όνομά της συνδέθηκε εξαρχής με τον ελληνικό υπερρεαλισμό. Φαίνεται ωστόσο δύσκολο να την εντάξουμε στον στενότατο αυτόν κύκλο των κατ’ εξοχήν Ελλήνων υπερρεαλιστών ποιητών (Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος). Παρότι φαίνεται πράγματι να αξιοποιεί ορισμένα στοιχεία της υπερρεαλιστικής γραφής, η μόνη ομάδα στην οποία θα μπορούσαμε να την εντάξουμε με βεβαιότητα είναι στην ομάδα της «πρωτοποριακής» ποίησης της μεταπολεμικής γενιάς.
Οι ποιητικές καταθέσεις της διαπνέονται εξ ολοκλήρου από βιωματικό και προσωπικό τόνο. Ποίηση «αντικομφορμιστική», με κυρίαρχα στοιχεία τον έρωτα, τη φύση καθώς και μια εντονότατη και ολοφάνερη αισθαντικότητα και ελευθερία του λόγου. Η ιστορία την αναδεικνύει ως την πρώτη Ελληνίδα ποιήτρια που εντάχθηκε με δυναμισμό στον χώρο της τέχνης, καταφέρνοντας να σπάσει τους παραδεδομένους κανόνες και τα στερεότυπα, συζητώντας για πρώτη φορά χωρίς αναστολές για τον γυναικείο έρωτα και τη ζωή, με διάθεση λυρική και στοχαστική.
Παρότι συνδέθηκε συζυγικά και ερωτικά με προσωπικότητες όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Αντρέας Καμπάς και ο ζωγράφος Χαβιέρ Βιλατό, οι οποίοι επηρέασαν την κατοπινή της πορεία, το έργο της δεν προσέχθηκε όσο και όπως θα έπρεπε από την κριτική και η ίδια παρέμεινε στην αφάνεια. Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στην ιδιοτυπία της – σε επίπεδο γλώσσας και ποιητικής έκφρασης – αλλά και στη συντηρητική στάση ορισμένων συγχρόνων της, που επέμεναν να υπονομεύουν τις καλλιτεχνικές αξιώσεις μιας τόσο τολμηρής για την εποχή γυναικείας έκφρασης.
Η σχετικά πρόσφατη κυκλοφορία του λευκώματος του Χρήστου Δανιήλ το 2012, αναφορικά με την περιπετειώδη ζωή και το έργο της ποιήτριας, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον της έρευνας και προσέφερε επιπλέον κίνητρα για τη διεξοδικότερη μελέτη αυτής της ιδιάζουσας ποιητικής προσωπικότητας. Το πρωταρχικό έρεισμα δόθηκε από την Άντεια Φραντζή, που είναι επίσης ποιήτρια και μία από τους πρώτους πανεπιστημιακούς που περιέλαβαν το έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου στις παραδόσεις τους, επιχειρώντας ταυτόχρονα μία ερμηνευτική και κριτική προσέγγισή του.
Τα δεδομένα του 21ου αι. παρέχουν άλλωστε ολοένα και ευνοϊκότερες συνθήκες για την εξέλιξη των εργασιών που συζητούνται. Η επανεστίαση στη μελέτη τέτοιων ζητημάτων, που στοχεύουν στην πληρέστερη ανάδειξη μεγάλων προσωπικοτήτων της ελληνικής πνευματικής κίνησης, οι οποίες για καιρό παρέμειναν στο περιθώριο εξαιτίας διαφόρων επιμέρους δυσχερειών, κρίνεται ίσως αναγκαία στην τρέχουσα εποχή. Εργασίες τέτοιου είδους αξιώνουν να συμβάλουν στην πληρέστερη γνώση και στη δημιουργία μιας ευρύτερης αντίληψης για τη νεότερη ελληνική παράδοση.