Του Θάνου Κουλουβάκη,
Η απολυτότητα είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο αρκετών ανθρώπων και είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχουμε κληθεί –κάποια στιγμή στη ζωή μας– να τη διαχειριστούμε. Ενδεχομένως, έχουμε κληθεί να διαχειριστούμε όχι μόνο την απολυτότητα των άλλων, αλλά και τη δική μας. Σε αυτή την περίπτωση, τα πράγματα περιπλέκονται, διότι συνειδητοποιούμε ότι η στάση μας αυτή –η οποία είναι συχνά αμφίδρομη– δυσκολεύει την επικοινωνία και πολλές φορές έχει ως αποτέλεσμα τη βίαιη διακοπή μίας –κατά τα άλλα– άκρως ενδιαφέρουσας συζήτησης.
Ιδίως όταν προσπαθούμε να επιλύσουμε ένα ζήτημα, ατομικό ή συλλογικό, και η απολυτότητα εμφανίζεται στην κουβέντα, συνήθως το ζήτημα του οποίου τη λύση αναζητούσαμε, παραμένει άλυτο. Αυτό δεν συμβαίνει διότι οι προτάσεις που έπεσαν στο τραπέζι ήταν αναγκαστικά λανθασμένες, αλλά διότι τα άτομα που κλήθηκαν να τις επεξεργαστούν δεν ήταν σε θέση να το κάνουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξάγουν ένα κοινό συμπέρασμα ή μία κοινή λύση. Για να είμαστε ειλικρινείς, η προσαρμοστικότητα και η διαχείριση τέτοιων καταστάσεων απαιτεί υπομονή, ψυχραιμία και σαφώς σεβασμό. Όπως αντιλαμβανόμαστε, όμως, το «τρίπτυχο της επιτυχίας» δεν είναι εύκολο να το ενστερνιστούν όλοι.
Αν υποθέσουμε, εντούτοις, ότι όλοι οι άνθρωποι διέθεταν αυτά τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να τους θεωρήσουμε προσαρμοστικούς. Συνεπώς, ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε ένα κόσμο, στον οποίο ζουν μονάχα άνθρωποι οι οποίοι λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Με σιγουριά θα μπορούσα να πω ότι αρκετοί και αρκετές από εσάς θα έβρισκαν έναν τέτοιο κόσμο ανιαρό. Ενδεχομένως στην αρχή να είχε ενδιαφέρον η συνύπαρξη με άτομα που προσπαθούν να βρουν μία συμβιβαστική λύση για τα πάντα. Ωστόσο, θεωρώ ότι –σε βάθος χρόνου– η όλη κατάσταση θα κατέληγε να είναι πληκτική και κουραστική.
Τι μας δείχνει αυτό; Ότι η απολυτότητα έχει γίνει δεύτερη φύση μας· ή –για να το θέσω πιο ορθά– είμαστε πλήρως εξοικειωμένοι μαζί της. Σίγουρα, δεν επιδιώκουμε να είμαστε απόλυτοι σε όλα τα θέματα και σαφώς δεν θέλουμε και οι άλλοι να είναι εξίσου απόλυτοι στα πάντα – αυτό θα ήταν μονάχα κουραστικό και καθόλου ενδιαφέρον. Εντούτοις, παρατηρώ ότι οι άνθρωποι αρέσκονται να κοντράρουν την απολυτότητα των άλλων. Αντίστοιχα, επιδιώκουν και οι άλλοι να κοντράρουν τη δική τους απολυτότητα. Δεν μπορώ να ξέρω αν εν τέλει –μέσα από όλες αυτές τις συγκρούσεις– η κουβέντα μπορεί να είναι ευεργετική. Το δεδομένο, όμως, είναι ότι αρκετοί άνθρωποι επιδιώκουν τέτοιου είδους συζητήσεις.
Ενδιαφέρον, επίσης, είναι το γεγονός ότι αρκετές σχέσεις δομούνται πάνω στην προσπάθεια κατάρριψης της απολυτότητας του άλλου. Σίγουρα έχετε γνωρίσει ανθρώπους που έχουν αναπτύξει μία τέτοια σχέση – συχνά τη βαπτίζουμε σχέση «αγάπης και μίσους». Αντιλαμβάνομαι ότι αυτά τα αντιδιαμετρικά αντίθετα συναισθήματα με κάποιον παράξενο τρόπο μπορούν να δημιουργήσουν έναν ισχυρό δεσμό. Αυτό που με απασχολεί, εντούτοις, είναι αν αυτός ο δεσμός μπορεί να διατηρηθεί, να κρατήσει στον χρόνο και να γίνει πιο δυνατός.
Σε κάθε περίπτωση, είναι άκρως ενδιαφέρον να παρατηρούμε την απολυτότητα των άλλων. Μπορεί να μας εκνευρίσει. Όμως, αν βάλουμε στην άκρη τον εκνευρισμό και τα αρνητικά συναισθήματα, θα διακρίνουμε εντός της πτυχές του ίδιου μας του εαυτού. Διότι όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν είμαστε απόλυτοι, αν παρατηρήσουμε τις δράσεις μας, θα καταλάβουμε ότι συχνά γινόμαστε.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.