Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Ινδία και Κίνα· οι δύο γίγαντες της Άπω Ανατολής οδεύουν ξανά προς τη ρήξη. Αφορμή -αυτήν τη φορά- στέκεται, κατά κύριο λόγο, η διαφιλονικούμενη ζώνη του Aksai Chin, μια περιοχή σε σημαντικό βαθμό έρημη και ακατοίκητη, σε εξαιρετικά μεγάλο υψόμετρο. Εντούτοις, δεν είναι η πρώτη φορά που οι δύο χώρες έρχονται σε σύγκρουση σχετικά με την οριοθέτηση της συνοριακής γραμμής τους: το καλοκαίρι του 1962, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου και στη σκιά των συνεπειών από την εισβολή της Κίνας στο Θιβέτ, το 1950, οι εχθροπραξίες εκ μέρους της τελευταίας θα αποκλιμακωθούν μόνο υπό τον φόβο αμερικανικής επέμβασης προς όφελος της Ινδίας. Αν και μ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύχθηκε ευρύτερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή, φαίνεται πως η υποχώρηση της Κίνας στα προ του πολέμου σύνορά της ήταν μόνο προσωρινή, καθώς η συνοριακή διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών αποτελεί έως και σήμερα μια διαχρονική διπλωματική εκκρεμότητα, που επανεμφανίζεται με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα, έτοιμη να πυροδοτήσει συγκρούσεις και να διαταράξει τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ των ασιατικών κρατών.
Το ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα προσφάτως, επ’ αφορμή της είδησης του θανάτου 20 Ινδών στρατιωτών από μονάδες του κινεζικού στρατού σε μάχες σώμα με σώμα, ξεπερνώντας κατά πολύ τις περιστασιακές συγκρούσεις που σημειώνονται τακτικά στη γραμμή πραγματικού ελέγχου -Line of Actual Control στη διεθνή βιβλιογραφία- μεταξύ των συνοριοφυλάκων (εντύπωση παράλληλα προκαλεί το γεγονός ότι οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει σε αλλεπάλληλες διμερείς συμφωνίες σχετικά με τη μείωση των εχθροπραξιών στη de facto συνοριακή γραμμή). Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, η Κίνα έχοντας καταρτίσει ένα αξιοπρόσεκτο οδικό δίκτυο στη δική της γραμμή των συνόρων, εκείνη που συνορεύει με την επαρχία Xinjiang, αντιτίθεται στις αντίστοιχες ενέργειες της ινδικής πλευράς, με το αιτιολογικό ότι παραβιάζεται η εδαφική της ακεραιότητα. Μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν τα έργα στα οποία έχει προβεί την τελευταία εικοσαετία η Ινδία κατά μήκος της συνοριακής γραμμής, τα οποία ενώνουν τις στρατιωτικές της μονάδες και επιτρέπουν στον στρατό της να ελίσσεται με εξαιρετική για την περιοχή ευκολία, ένα επίτευγμα μέχρι πρότινος αδιανόητο, λαμβανομένης υπόψη της εξαιρετικής γεωμορφολογικής ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει τις διαφιλονικούμενες ζώνες. Κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο εκ μέρους της Κίνας, ειδικά στη σκιά των δηλώσεων του Ινδού πρωθυπουργού το περασμένο καλοκαίρι, περί κατάργησης της συνταγματικά κατοχυρωμένης ημιαυτονομίας στην περιοχή του Κασμίρ, μήλον της έριδος μεταξύ Κίνας, Πακιστάν και Ινδίας και της δημοσίευσης των αντίστοιχων χαρτών, λίγους μήνες αργότερα. Όσο κι αν η εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού υποχρέωσε προς ώρας την Κίνα να εγκαταλείψει τις σταθερά επεκτατικές βλέψεις της και να στραφεί στο εσωτερικό, εντούτοις φαίνεται πως επανέρχεται δριμύτερη πριν αλέκτορα φωνήσαι: όταν στις αρχές του περασμένου Μαΐου, εισέβαλε στην ινδική επικράτεια και κατέλαβε περίπου 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε στρατηγικής σημασίας τοποθεσία -επιβλέπουσα τα προαναφερθέντα στρατιωτικά έργα της Ινδίας κατά μήκος της συνοριακής γραμμής- οι διπλωματικές επαφές των δύο χωρών εντατικοποιήθηκαν, με σκοπό την αποκλιμάκωση της κατάστασης. Αν και η διαπραγματευτική οδός φάνηκε προς στιγμήν να αποδίδει καρπούς, με την αρχική προθυμία της Κίνας να εκκενώσει τις καταληφθείσες περιοχές, εντούτοις αποδεικνύεται πως, κατά την προσφιλή της τακτική, δε σκοπεύει να τηρήσει τις υποσχέσεις της.
Σε αυτό το ειδυλλιακό διπλωματικά τοπίο, με την κινεζική πλευρά να τηρεί αδιάλλακτη στάση και το φάντασμα των αδικοχαμένων στρατιωτών του να βαραίνει από πάνω του, ο Ινδός πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της χώρας του ισχυρές αντιπολιτευτικές φωνές που τον κατηγορούν ότι δεν επιδεικνύει αρκετή πυγμή, ειδικά συγκρίνοντας τους λεονταρισμούς του έναντι του Πακιστάν με την αμήχανη στάση του, όταν απαιτείται να υψώσει ανάστημα απέναντι στο ολοκληρωτικό κινεζικό καθεστώς. Ο Ινδός πρωθυπουργός έχοντας επενδύσει αξιοσημείωτο πολιτικό κεφάλαιο στην εξομάλυνση των διμερών σχέσεων με την Κίνα, από τότε που ανέλαβε τα ηνία της χώρας, το 2014, έχει αρκετές φορές καταπιεί την κάμηλο σχετικά με τις μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της Κίνας στις διαχρονικά νευραλγικές περιοχές της Ταϊβάν και του Χονγκ Κονγκ, αλλά και την προκλητική επιθετικότητά της εις βάρος του έτερου πυλώνα της ασιατικής ηπείρου, της Ιαπωνίας. Όσο οι τραμπουκισμοί της κινεζικής πλευράς στρέφονται πια εις βάρος των ινδικών συμφερόντων, ο Ναρέντρα Μόντι πιέζεται από τις συνθήκες να εγκαταλείψει την τρόπον τινά «αδέσμευτη» στάση της Ινδίας στη διεθνή δικαιοπολιτική σκακιέρα, μια κληρονομιά της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Στον βαθμό που η ανταγωνιστικότητα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών προσιδιάζει στην ψυχροπολεμική δυναμική, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η Ινδία θα έχει την πολυτέλεια να απορρίψει την αμερικανική υποστήριξη, ενόψει του ολοένα αυξανόμενου γεωπολιτικού θράσους εκ μέρους του βόρειου γείτονά της. Αν και τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ έχουν πολλάκις καταβάλει επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να προσεγγίσουν την Ινδία ως αντίβαρο στη ραγδαία κινεζική οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξη, η πολιτική κυκλοθυμία του ανερμάτιστου προέδρου τους ίσως να αποτελεί πηγή ανασφάλειας για την πάλαι ποτέ βρετανική αποικία: με τη δαμόκλειο σπάθη των προεδρικών εκλογών τον ερχόμενο Νοέμβριο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του, τη λαϊκή αγανάκτηση για τα περιστατικά αστυνομικής βίας και την ευθύνη του θανάτου εκατοντάδων χιλιάδων Αμερικανών στον βωμό της πανδημίας, ο Ντόναλντ Τραμπ επιδίδεται σε ολοένα πιο σπασμωδικές κινήσεις προκειμένου να βρει υλικό για εσωτερική κατανάλωση και να εξασφαλίσει την, προς το παρόν εξαιρετικά αβέβαιη, επανεκλογή του τον προσεχή Νοέμβριο. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αμφίβολο αν θα είναι πρόθυμος να αξιοποιήσει την ευκαιρία και να συναινέσει στην επέκταση του αμερικανικού υπόστεγου ασφαλείας και στην Ινδία, στην περίπτωση κλιμάκωσης της κινεζικής προκλητικότητας. Το ερώτημα είναι, θα μπορούσε μια κυβέρνηση υπό τον Τζο Μπάιντεν να εξετάσει σοβαρά μια τέτοια προοπτική;