Του Πέτρου-Ορέστη Κατσούλα,
Στις 14 Μαΐου 2020, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας (Courde Cassation) παρέπεμψε ερώτημα συνταγματικότητας στο Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel) αναφορικά με τη συμμόρφωση με το Σύνταγμα των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου L 3136-1 του κώδικα δημόσιας υγείας (Code de la santé publique), που ποινικοποιούν την παραβίαση απαγορεύσεων ή υποχρεώσεων που τέθηκαν σε εφαρμογή για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης του ιού SARS-CoV-2. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο αυτό τιμωρείται με χρηματική ποινή η παραβίαση των απαγορεύσεων εξόδου ή των έτερων υποχρεώσεων που έχουν θεσπιστεί κατά την εφαρμογή των άρθρων Ν. 3131-1 και Ν. 3131-15 έως Ν. 3131-17 του κώδικα δημόσιας υγείας. Μεταξύ αυτών των απαγορεύσεων περιλαμβάνεται η απαγόρευση εξόδου από τον τόπο κατοικίας, η οποία δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση μετακίνησης που είναι απολύτως απαραίτητη για οικογενειακούς ή υγειονομικούς λόγους και η οποία μπορεί να επιτραπεί με πρωθυπουργικό διάταγμα. Οι αμφισβητούμενες διατάξεις τιμωρούν την παραβίαση αυτής της απαγόρευσης εξόδου με φυλάκιση έξι μηνών και πρόστιμο 3.750 ευρώ.
Κριτική κατά αυτών των διατάξεων
Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις παραβιάζουν την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών, θεωρώντας πως ο νομοθέτης ανέθεσε στην κανονιστική εξουσία της Διοίκησης τον ορισμό των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, υπό την έννοια ότι η κανονιστική Διοίκηση μπορούσε να προσδιορίσει τους όρους υπό τους οποίους παρακολουθείται η συμμόρφωση με αυτήν την απαγόρευση, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα επιτρεπόταν μια σχετική άρση των περιορισμών. Ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι οι όροι «οικογενειακές ή υγειονομικές ανάγκες» είναι αόριστες και προφέρουν μια ευρεία διακριτική ενέργεια στις διοικητικές και αστυνομικές αρχές.
Το συνταγματικό πλαίσιο
Με απόφασή του, το Συνταγματικό Συμβούλιο υπενθύμισε ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789: «Ο νόμος πρέπει να θεσπίζει μόνο κυρώσεις αυστηρά και προφανώς αναγκαίες και κανείς δε μπορεί να τιμωρηθεί παρά μόνο βάσει νόμου που έχει θεσπιστεί και εκδοθεί πριν από το αδίκημα». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του γαλλικού Συντάγματος: «Ο νόμος θεσπίζει τους κανόνες που αφορούν […] τον προσδιορισμό των εγκλημάτων και των παραβάσεων καθώς και τις κυρώσεις που τους επιβάλλονται», από το οποίο απορρέει ρητώς ότι ο νομοθέτης έχει την υποχρέωση να καθορίσει το πεδίο εφαρμογής μίας ποινικής διάταξης δικαίου και τον ορισμό ενός εγκλήματος με επαρκώς σαφή και ακριβή τρόπο, ώστε να αποκλείεται η αυθαιρεσία.
Έλεγχος των νομοθετικών διατάξεων που αποτελούν αντικείμενο του ερωτήματος συνταγματικότητας
Λαμβάνοντας υπόψη τις συνταγματικές απαιτήσεις που μόλις αναφέρθηκαν, το Συνταγματικό Συμβούλιο υπογράμμισε ότι ούτε η έννοια της «προφορικής διαδικασίας» στον σχετικό νόμο (η οποία συνίσταται στη σύνταξη ενός πρακτικού διαπίστωσης της παράβασης εξόδου από τις αρχές) ούτε η αναφορά σε «μετακίνηση που είναι απολύτως απαραίτητη για οικογενειακές και υγειονομικές ανάγκες» δε μπορούν να θεωρηθούν ασαφείς ή διφορούμενες. Το Συνταγματικό Συμβούλιο έκρινε, επίσης, ότι με την ψήφιση των προσβαλλομένων διατάξεων, ο νομοθέτης ποινικοποίησε την παραβίαση της απαγόρευσης εξόδου από τον τόπο κατοικίας, η οποία μπορεί να επιβληθεί όταν κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης υγειονομικής ανάγκης, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται τα βασικά στοιχεία αυτής της απαγόρευσης στον νόμο. Ο συνταγματικός δικαστής προέβαλε ότι προβλέφθηκαν δύο ρητές εξαιρέσεις αυτής της απαγόρευσης, ενώ τόνισε ότι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες φαίνεται ότι ο νομοθέτης δεν απέκλεισε ότι η κανονιστική εξουσία μπορούσε να προβλέψει και άλλες εξαιρέσεις, εφόσον όμως διασφαλιζόταν ότι η απαγόρευση είναι αυστηρά ανάλογη τόσο με τους κινδύνους για την υγεία που υφίστανται όσο και με τις συνθήκες του χρόνου και του τόπου.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Συνταγματικό Συμβούλιο θεώρησε ότι η διαπίστωση τριών συνεχόμενων προηγούμενων παραβάσεων ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος παραβίασης της απαγόρευσης εξόδου από τον τόπο κατοικίας δεν παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας, καθώς η συλλογή του αποδεικτικού υλικού ρυθμίζεται αναλυτικά από τις σχετικές διατάξεις, ενώ σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος διαθέτει όλες τις εγγυήσεις της ποινικής δίκης, χωρίς σε καμία περίπτωση οι παραβιάσεις αυτές να μπορούν να στοιχειοθετήσουν αφ’ εαυτές τεκμήριο ενοχής.
Ωστόσο, η κριτική περί άμβλυνσης του τεκμηρίου αθωότητας δε θα πρέπει να θεωρηθεί εντελώς ανυπόστατη. Στον σύγχρονο χώρο του ποινικού δικαίου έχει παρατηρηθεί η τάση για ορισμένα εγκλήματα να αρκεί η ύπαρξη απλών ενδείξεων ή η προηγούμενη γενική παραβατική συμπεριφορά για τη στοιχειοθέτηση της ενοχής, ακόμη και όταν δε διαπιστώνεται ισχυρός ψυχικός δεσμός του δράστη με την πράξη που του αποδίδεται, όταν δηλαδή δεν καταγιγνώσκεται «ενοχή» υπό την κλασική της μορφή. Όπως επισημαίνει ο Xavier Pin, η νομολογία έχει πολλές φορές αμβλύνει τις κλασικές διατυπώσεις της αρχής της ενοχής, αρκούμενη σε τεκμήρια τα οποία προκύπτουν ακόμη και έμμεσα από προηγούμενες συμπεριφορές οι οποίες δε σχετίζονται άμεσα με την επίδικη πράξη. Η τάση αυτή είναι έντονη στον χώρο του οικονομικού ποινικού δικαίου, καθώς και σε εγκλήματα που σχετίζονται με την πρόληψη υπαρκτών και σοβαρών συλλογικών κινδύνων της νέας εποχής, όπως η τρομοκρατία ή οι υγειονομικοί κίνδυνοι. Υπό την έννοια αυτή, η «επικινδυνότητα» καθίσταται ένας νέος πόλος στον χώρο του ποινικού δικαίου, που ευνοεί την ποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς στη βάση μιας οιονεί προληπτικής ποινικής δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτόν, το ποινικό δίκαιο υιοθετεί τη λογική της πρόληψης προκειμένου να περιορίσει σε έναν προγενέστερο χρόνο κινδύνους που ενδέχεται να εκδηλωθούν.
Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ξεκάθαρα η σύγχυση των ορίων μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής κύρωσης και το «ευέλικτο» πέρασμα από τη μία μορφή κύρωσης στην άλλη. Η τάση αυτή, η οποία κορυφώθηκε στη Γαλλία με την κήρυξη της κατάστασης ανάγκης ένεκα των τρομοκρατικών χτυπημάτων μεταξύ 2015 και 2017, άφησε ένα ισχυρό αποτύπωμα στον χώρο της ποινικής δογματικής, αφού όχι μόνο ο προληπτικός χαρακτήρας κατέστη βασική συνισταμένη πολλών εγκλημάτων που προστέθηκαν στον ποινικό κώδικα, αλλά επέτρεψε την ποινικοποίηση συμπεριφορών που δεν έχουν έντονη ποινική απαξία, χωρίς μάλιστα αυτό να συνδυάζεται με ισχυρές εγγυήσεις, αφού αφενός εναπόκειται στην κανονιστική εξουσία να ρυθμίσει τις εν λόγω νομικές καταστάσεις (οι οποίες παρέμεναν τυπικά στο στάδιο της πρόληψης και όχι της καταστολής) αφετέρου η παρουσία των δικαστικών αρχών ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη και εντοπισμένη χρονικά στο απώτερο στάδιο, όταν δηλαδή επίσημα μια συμπεριφορά έπαιρνε τον δρόμο της ποινικής δικαιοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, το Συνταγματικό Συμβούλιο ακολούθησε μια ορθολογική και προβλεπόμενη στάση, συνυπολογίζοντας την αναγκαιότητα λήψης των μέτρων καθώς και τον περιορισμένο χρονικά χαρακτήρα τους. Ωστόσο, είναι φανερό ότι το Συμβούλιο εισήλθε σε μια νέα φάση άμβλυνσης των κλασικών θέσεων του περί νομιμότητας των ποινών και αναγκαιότητας αναλυτικής ρύθμισης μιας ποινικής διάταξης από τον νομοθέτη, αποδεχόμενο εμμέσως ότι η κανονιστική εξουσία μπορεί να προβαίνει σε μια περαιτέρω εξειδίκευση των προϋποθέσεων εφαρμογής μιας ποινικής διάταξης, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Πηγές
- M.DELMAS-MARTY, “Vers une justice pénale prédictive” σε Mélanges G.Giudicelli-Delage, Dalloz, 2016, σ. 57.
- Χavier Pin, Droit pénal général, Dalloz, σ. 26-27.
- S.HENNETTE-VAUCHEZ και D. ROMAN, Droits de l’homme et libertés fondamenatales, Dalloz, 4η έκδοση, 2020. (Για τη μετάβαση από την κλασική ατομική ασφάλεια που συνίσταται στο δικαίωμα του κάθε πολίτη να μη συλλαμβάνεται αυθαίρετα στη συλλογική ασφάλεια, που συνδέεται με εξωτερικούς κινδύνους και που θεωρεί τον πολίτη οιονεί απειλή).
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.