Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Τον Οκτώβριο του 1081 μ. Χ., μια σφοδρότατη σύγκρουση έλαβε χώρα μπροστά στην πόλη του Δυρραχίου. Ένας ισχυρός και ανερχόμενος ηγέτης ενός πολεμοχαρούς και σκληραγωγημένου λαού εισέβαλε στα εδάφη μιας παραπαίουσας αυτοκρατορίας, τα ηνία της οποίας είχε μόλις αναλάβει ένας ισχυρότατος άνδρας, καλούμενος να την αναστήσει με πενιχρά μέσα. Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ιδρυτής της περίλαμπρης δυναστείας των Κομνηνών, έρχεται αντιμέτωπος με τον Δούκα της Απουλίας και της Καλαβρίας Ροβέρτο Γυισκάρδο, ηγέτη των Νορμανδών και ικανότατο στρατηγό. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης, αν και στο μέλλον θα ανατραπεί, αποτελεί περίτρανη απόδειξη της χαλάρωσης και της νωθρότητας στην οποία είχε περιπέσει η αυτοκρατορία μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου.
Τα προβλήματα για την αυτοκρατορία ξεκίνησαν το 1071 μ. Χ., όταν το Βυζάντιο υφίστατο ήττες τόσο στα Ανατολικά, με τους Σελτζούκους να πλημμυρίζουν τη Μικρά Ασία, κατατροπώνοντας τη στρατιά του Ρωμανού Δ΄ Διογένη (1068–1071 μ. Χ.) και τους Νορμανδούς να εκδιώκουν τους Βυζαντινούς από τις τελευταίες τους κτίσεις στην ιταλική χερσόνησο, τερματίζοντας την παρουσία αιώνων. Προκειμένου να τερματιστούν οι εχθροπραξίες, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας Παραπινάκης (1071–1078 μ. Χ.) ήρθε σε συμφωνία με τον Γυισκάρδο, νυμφεύοντας τον γιο του με την κόρη του Νορμανδού ηγεμόνα, θέτοντας προσωρινά τέλος στις εχθροπραξίες.
Βέβαια, η ειρήνη δεν κράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης (1078–1081 μ. Χ.) ανέτρεψε το 1078 μ. Χ. τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, προσφέροντας μια πρώτης τάξεως αφορμή στον Γυισκάρδο να εισβάλλει στα βυζαντινά εδάφη των Βαλκανίων, τα οποία ορεγόταν για χρόνια. Σε αυτήν την απόφαση συνέβαλε και ένα εξαιρετικά περίεργο γεγονός, σύμφωνα με το οποίο παρουσιάστηκε μπροστά στον Νορμανδό ηγεμόνα ο έκπτωτος αυτοκράτορας, ικετεύοντας για βοήθεια. Το αξιοσημείωτο είναι πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, καθώς ο Μιχαήλ Ζ΄ είχε καρεί μοναχός στη Μονή του Αγίου Ιωάννη στην Κωνσταντινούπολη!
Είτε πρόκειται για φανταστικό γεγονός είτε πρόκειται για τέχνασμα του Γυισκάρδου, το 1080 μ. Χ. ξεκίνησε η πολεμική προπαρασκευή των Νορμανδών, με τις εγκυρότερες των πηγών να αναφέρουν 700 Νορμανδούς Ιππότες και 15.000 πεζούς και ιππείς, με το σύνολο να ανέρχεται περίπου στους 16.000 άνδρες. Ο στρατός αυτός ξεκίνησε την άνοιξη του έτους 1081 μ. Χ. τη διάβαση της Αδριατικής. Ο στόλος αποτελείτο από πλοία παρόμοια με τα βυζαντινά χελάνδια (ή χελανδάρια), πλοία ευκίνητα μέτριας χωρητικότητας, μικρογραφίες του βυζαντινού δρόμωνα.
Η εμπροσθοφυλακή του στρατεύματος με αρχηγό τον γιο του Ροβέρτου Γυισκάρδου Βοημούνδο Α΄ και 15 πλοία απέπλευσε από το λιμάνι του Τάραντα, με σκοπό την κατάληψη των παράκτιων πόλεων Ωρικό και Αυλώνα και της Κέρκυρας. Οι δύο πρώτες καταλήφθηκαν από ένα μέρος του στρατού του, ενώ η Κέρκυρα αν και αρχικά αντιστάθηκε, εν τέλει έπεσε με τη βοήθεια του Γυισκάρδου στις 21 Μαΐου 1081 μ. Χ., ο οποίος έφτασε στην περιοχή με τον κύριο όγκο του στρατού. Έπειτα το μεγαλύτερο μέρος του στρατού συνέχισε από τη στεριά, ενώ ένα μικρό μέρος συνέχισε με τον στόλο. Στόχος ήταν το νευραλγικής σημασίας λιμάνι του Δυρραχίου, στα περίχωρα του οποίου έφτασαν στις 17 Ιουνίου, έχοντας υποστεί την απώλεια ενός μέρους του στόλου σε καταιγίδα.
Μετά την κατασκευή στρατοπέδου οι Νορμανδοί κύκλωσαν την οχυροτάτη πόλη, της οποίας η γεωγραφική θέση ευνοούσε τους αμυνόμενους. Οι νορμανδικές δυνάμεις ξεκίνησαν τις επιθέσεις από Βόρεια και Ανατολικά, ενώ το ναυτικό είχε αποκλείσει κάθε θαλάσσια οδό. Παρά την ασφυκτική πίεση από στεριά και την κατασκευή ελεπόλεων, πολιορκητικών μηχανών ψηλότερων από τα τείχη με καταπέλτες στην κορυφή τους, οι αμυνόμενοι κατάφεραν να τους απωθήσουν, με τον δούκα του Δυρραχίου Γεώργιο Παλαιολόγο να αμύνεται με λιθοβόλες μηχανές και με ξαφνικές εξόδους.
Παράλληλα, ο Αλέξιος Α΄ προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που έζωναν το κράτος του από παντού, επιχείρησε να κλείσει πρώτα το Ανατολικό μέτωπο, συνάπτοντας συνθήκη ειρήνης με τον εμίρη της Νίκαιας Σουλεϊμάν Ιμπν Κοτλουμούς Α΄, στις 17 Ιουνίου. Την ίδια στιγμή είχε διπλωματικές επαφές με άρχοντες της Δύσης, ζητώντας στρατιωτική βοήθεια, με ελάχιστη όμως ανταπόκριση. Κάλεσε, επίσης, την τυπικά υποτελή στο Βυζάντιο Βενετία να συμβάλει με τις ναυτικές της δυνάμεις στην πάταξη του εισβολέα. Τα πλούσια ανταλλάγματα που υποσχέθηκε στον δόγη Ντομίνικο Σίλβιο, έμελλε να «στραγγαλίσουν» την οικονομία και την αυτονομία της αυτοκρατορίας έναν χρόνο αργότερα.
Οι δυνάμεις που ο Αλέξιος κατάφερε να συγκεντρώσει αναδεικνύουν την παρακμή της πάλαι ποτέ κραταιής βυζαντινής πολεμικής μηχανής. Με την απώλεια των θεμάτων της Μικράς Ασίας, απ’ όπου παραδοσιακά προερχόταν η πλειοψηφία του βυζαντινού στρατού, οι μοναδικές διαθέσιμες βυζαντινές δυνάμεις ήταν αυτές των θεμάτων Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας, οι οποίες ανέρχονταν περίπου στις 10.000 άνδρες, και οι δυνάμεις της πρωτεύουσας, οι οποίες αποτελούνταν από 1.000 ιππείς της Σχολής των Εξκουιβίτων και την αυτοκρατορική φρουρά, με 1.000 κατάφρακτους ιππείς και 1.700 Βαράγγους μισθοφόρους. Το υπόλοιπο στράτευμα αποτελείτο από Φράγκους, Σελτζούκους, Πετσενέγκους, Σέρβους και άλλους μισθοφόρους, οι οποίοι αποτελούσαν κάτι λιγότερο από το 50% του βυζαντινού στρατού, με το σύνολό του να ανέρχεται στους 25.000 άνδρες.
Στα τέλη Ιουλίου, το ναυτικό των Βενετών έφτασε έξω από το Δυρράχιο, αποτελούμενο από 14 πολεμικά πλοία και 45 συνοδευτικά, πιθανότατα μεταγωγικά. Μετά από απόρριψη των νορμανδικών αιτημάτων για παράδοση, οι έμπειροι στις ναυμαχίες Βενετοί προετοιμάστηκαν για την επικείμενη μάχη, σχηματίζοντας «πελαγολιμένα» με τα βαριά πλοία τους, δένοντάς τα μεταξύ τους και σχηματίζοντας ένα αδιάσπαστο πλωτό φρούριο. Μέσα σε καταιγισμό υγρού πυρός και βελών, οι Νορμανδοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αποβιβαζόμενοι στη στεριά κοντά στο Δυρράχιο. Εκεί υποχρεώθηκαν σε νέα ήττα στην πεζομαχία που ακολούθησε, με τις δυνάμεις της φρουράς του Δυρραχίου να ενώνονται με τους Βενετούς που τους κατεδίωξαν. Παρά την καταστροφική ήττα που υπέστη ο Γυισκάρδος συνέχισε την πολιορκία, με το πρόβλημα ενισχύσεων και επισιτισμού να μεγαλώνει, έχοντας χάσει τον έλεγχο της Αδριατικής.
Τον Αύγουστο του 1081 μ. Χ., έχοντας μάθει την έκβαση της ναυμαχίας, ο Αλέξιος Α΄ ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, αναθέτοντας τη διοίκηση του κράτους στη μητέρα του Άννα Δαλασσηνή. Κατευθυνόμενος μέσω της Εγνατίας οδού στη Θεσσαλονίκη καλούσε τους συμμάχους του να ενωθούν μαζί του, συγκεντρώνοντας σταδιακά το προαναφερθέν στράτευμα. Πλησιάζοντας στην περιοχή του Δυρραχίου, στέλνει τον στρατηγό του Βασίλειο Μεσοποταμίτη με τους Σελτζούκους ιπποτοξότες να κατασκοπεύσουν τις δυνάμεις του Γυισκάρδου. Αυτοί συνάντησαν ένα τμήμα Νορμανδών ιππέων, από τους οποίους ηττήθηκαν, με τον Μεσοποταμίτη να αιχμαλωτίζεται. Μετά από ανάκριση, ο Γυισκάρδος μαθαίνει για τις βυζαντινές δυνάμεις και καλεί πολεμικό συμβούλιο, αφαιρώντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού από τον Αλέξιο.
Μετά την άφιξη του Αλέξιου Α΄ στις 15 Οκτωβρίου ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο, με τη συμμετοχή του Γεωργίου Παλαιολόγου. Σε αυτό προτάθηκαν δύο απόψεις, με τους παλαιότερους στρατηγούς και τον Γεώργιο, ο οποίος γνώριζε τη δύναμη των Νορμανδών, να συμβουλεύουν αμυντική τακτική και πόλεμο φθοράς, ενώ οι νεότεροι και πιο θερμόαιμοι στρατηγοί υποστήριζαν άμεση εμπλοκή και διεξαγωγή μιας έντιμης και ένδοξης μάχης. Η υιοθέτηση από τον αυτοκράτορα της δεύτερης άποψης ήταν καθοριστική για την εξέλιξη του πολέμου. Μετά από τρεις μέρες, στις 18 Οκτωβρίου 1081 μ. Χ., οι δύο στρατοί παρατάχθηκαν στο πεδίο της μάχης.
Το σχέδιο του Αλεξίου προέβλεπε την κύκλωση του νορμανδικού στρατοπέδου με την κάλυψη της νύχτας, το οποίο όμως με κάποιο τρόπο γνωστοποιήθηκε στον Γυισκάρδο. Αυτός έχοντας στρατοπεδεύσει στις ακτές της λιμνοθάλασσας της περιοχής, μόλις έμαθε τον κίνδυνο που διέτρεχε, εγκατέλειψε το στρατόπεδό του και παρατάχθηκε στην πεδιάδα ανατολικά. Εκεί χώρισε τον στρατό του σε τρία μέρη, με το αριστερό να διοικείται από τον γιο του Βοημούνδο, το δεξί από έναν ιππότη με το όνομα Αμικέτης, ενώ στο κέντρο τη διοίκηση ανέλαβε ο ίδιος ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, έχοντας μαζί του την πλειοψηφία του βαρέως ιππικού των Ιπποτών. Απέναντί του, ο Αλέξιος προσάρμοσε τον σχηματισμό του, θέτοντας ως εμπροσθοφυλακή τις δυνάμεις των Βαράγγων υπό τον Ναμπίτη με κάλυψη πελταστών και τοξοτών πίσω τους, τοποθετώντας στο αριστερό πλευρό τον στρατηγό Νικηφόρο Μελισσηνό και στο δεξί τον στρατηγό Πακουριανό, με τον ίδιο να αναλαμβάνει τη διοίκηση του κέντρου. Στην εφεδρεία έμειναν οι αμφίβολοι για την πίστη τους Σέρβοι και Σελτζούκοι, καθώς δεν ήθελαν να εμπλακούν πριν καθοριστεί η έκβαση της μάχης.
Οι πρώτες παρενοχλήσεις ξεκίνησαν από τους Νορμανδούς, οι οποίοι με μικρά τμήματα επιχειρούσαν να διασπάσουν τη συνοχή των Βυζαντινών γραμμών ανεπιτυχώς. Τις επιθέσεις αυτές διαδέχτηκε ένα τμήμα Νορμανδών ιππέων της πτέρυγας του Αμικέτη, οι οποίοι επιχείρησαν να διασπάσουν την εμπροσθοφυλακή των Βαράγγων, όμως αποκρούσθηκαν, με τη βοήθεια των ακροβολιστών που τους κάλυπταν και των γειτονικών δυνάμεων του στρατηγού Πακουριανού. Εν συνεχεία, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που επήλθε στη Νορμανδική πλευρά, οι Βαράγγοι αποσπάστηκαν από τον κύριο όγκο του Βυζαντινού στρατού και ξεκίνησαν να καταδιώκουν τους υποχωρούντες Νορμανδούς, απομακρυνόμενοι από τις δυνάμεις του Αλεξίου Α΄, οι οποίες λαφυραγωγούσαν τα άλογα των ηττημένων Νορμανδών.
Τότε ο Γυισκάρδος, με δύο διαδοχικές κινήσεις, εξουδετέρωσε τον αντίπαλό του. Αρχικά κατεδίωξε τους εξαντλημένους Βαράγγους με ένα ισχυρό σώμα βαρέως πεζικού, συγκεντρώνοντας παράλληλα το ισχυρό βαρύ ιππικό του για μια εφόρμηση εναντίον του αποδιοργανωμένου Βυζαντινού στρατού. Η διάσπαση των γραμμών επήλθε μοιραία, καθώς οι δυνάμεις του Αλεξίου είτε ανασυντάσσονταν (Πακουριανός) είτε είχαν εξουδετερωθεί (Βαράγγοι) είτε είχαν επιδοθεί σε λαφυραγωγία. Αξίζει σε αυτό το σημείο να ειπωθεί ότι όσοι από τους εξαντλημένους Βαράγγους κατάφεραν να ξεφύγουν της σφαγής των Νορμανδών, κατέφυγαν σε μια παρακείμενη εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, την οποία οι διώκτες τους παρέδωσαν στις φλόγες, οδηγώντας τους σε τραγικό θάνατο.
Η μοίρα του υπόλοιπου Βυζαντινού στρατού ήταν ελάχιστα καλύτερη, με την ήττα να αποτελεί γεγονός. Τη διάσπαση των Βυζαντινών γραμμών διαδέχθηκε η υποχώρηση, με τις παραδόπιστες εφεδρείες να τρέπονται σε φυγή. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας καταδιώχθηκε από Νορμανδούς ιππότες, σωζόμενος χάρη στη γενναιότητά του, καθώς λέγεται πως εξουδετέρωσε μόνος του δύο Νορμανδούς ιππότες.
Η ήττα αυτή υπήρξε καταστροφική για την αυτοκρατορία καθώς ο στρατός που με τόσο κόπο συγκροτήθηκε διαλύθηκε. Η ήττα αυτή πιστώνεται κατά ένα μέρος στον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος παρασύρθηκε από τις ακραίες απόψεις ορισμένων στρατηγών του, επιδιώκοντας μάχη σε ανοιχτό πεδίο, αντί της άμυνας και της σταδιακής φθοράς του αντιπάλου. Μερίδιο φέρει και ο διοικητής των Βαράγγων, ο οποίος δεν κατάφερε να συγκρατήσει την ορμή των δυνάμεών του, οι οποίες εξέθεσαν ανεπανόρθωτα τον υπόλοιπο στρατό. Αν και οι συνέπειες της ήττας αυτής θα είναι βραχυπρόθεσμες, φάνηκαν αναμφίβολα οι συνέπειες της χαλάρωσης των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ το επόμενο έτος, ένα χρυσόβουλο θα κοστίσει στην αυτοκρατορία την ανεξαρτησία της.
Ενδεικτικές Πηγές
- Άννας Κομνηνής, Αλεξιάδα βιβλία III – IV
- Heath I., McBride A. (s. d.) Men-at-arms series 89 Byzantine Armies 886 – 1118 Oxford: Osprey Publishing σ. 30
- Haldon, Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565-1204, London 1999 σσ. 200 – 230
- Μωυσείδου Γ. ‘Βυζάντιο και Δυτικός κόσμος 7ος – 11ος αιώνας’ . Σε Ιστορία των Ελλήνων τόμος 7 Βυζαντινός Ελληνισμός Μεσοβυζαντινοί χρόνοι (s. d.) Αθήνα: Εκδόσεις Δομή σσ. 540 – 546
- Birkenmeier J. V. (2002) The Development of the Comnenian Army USA: Brill σσ. 56 – 85
- Kings and Generals (2018) Normans against Romans Battle of Dyrrhachium 1081 Wars Documentary (διαθέσιμο στο Youtube)