Της Ελευθερίας-Μαρίας Γκίκα,
Παρόλο που η τεχνολογία προσφέρει σήμερα τέτοια πληθώρα συσκευών και gadget, ώστε πλέον να τη θεωρούμε ως και ξεπερασμένη, η τηλεόραση στην Ελλάδα ξεκίνησε τακτικές εκπομπές μόλις το Φεβρουάριο του 1966 από δύο μόνο σταθμούς. Ο κρατικός έλεγχος βέβαια της Χούντας των Συνταγματαρχών περιόρισε ασφυκτικά το είδος και τον χαρακτήρα των εκπομπών αυτών. Ο περιορισμένος χαρακτήρας τους βέβαια φέρεται να διατηρείται και στη μεταπολίτευση, γεγονός που γεννά αμφιβολίες ως προς την αντικειμενικότητα της ενημέρωσης την εποχή εκείνη.
Το 1989 επιτρέπεται πια η λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι επεκτάθηκαν και τελικά επικράτησαν στο τηλεοπτικό κοινό, με συντριπτική συχνά, διαφορά από τους δημόσιους. Η διείσδυση της ιδιωτικής τηλεόρασης υπήρξε τέτοια, ώστε να καλύπτει κατά καιρούς το 90% του συνολικού τηλεοπτικού κοινού, παραγκωνίζοντας τη δημόσια σε ποσοστά της τάξεως του 10%. Πάντως, παρά το μεγάλο αριθμό καναλιών που λειτούργησαν στη χώρα μας, είναι ευρέως γνωστό ότι πρόκειται για έναν άναρχο τηλεοπτικό χώρο, λόγω της κρατικής κωλυσιεργίας σε χορηγίες αδειών για μόνιμες άδειες.
Διαμορφωμένης της κατάστασης, μέχρι το 2013 υπάρχουν τρία δημόσια κανάλια : ΕΤ1, ΝΕΤ, και ΕΤ3. Φυσικά ούτε και ο κλάδος των τηλεοπτικών σταθμών έμεινε αλώβητος από την οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα κι έτσι στις εκπομπές των σταθμών σημειώθηκε έντονη κάμψη πρωτότυπου προγράμματος, με τις ίδιες να αποτελούνται ως επί το πλείστον από ξένες σειρές και επαναλήψεις ελληνικών τηλεοπτικών σίριαλ.
Στο ερώτημα αν η ύπαρξη δημόσιας τηλεόρασης κρίνεται απαραίτητη, λαμβάνοντας υπόψη τις κατά καιρούς κατηγορίες που έχει δεχθεί – έλλειψη αντικειμενικότητας από μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, αναχρονισμένο προβαλλόμενο οπτικοακουστικό υλικό – ίσως να μη βιαζόταν κανείς να απαντήσει καταφατικά. Βέβαια, κατηγορίες προβολής χαμηλής ποιότητας ψυχαγωγικού κι ενημερωτικού υλικού ή προώθησης πολιτικών κι επιχειρηματικών συμφερόντων, έχουν αντίστοιχα επιρριφθεί και σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα «περιττότητας» της ύπαρξής τους. Οπότε καλό είναι να μη βιαζόμαστε να «ξεριζώσουμε» κάτι, λόγω της προβληματικής ενδεχομένως λειτουργίας του, αλλά να εξετάζουμε ενδελεχέστερα τρόπους που μπορούν να το εξυγιάνουν.
Η δημόσια τηλεόραση αποτελεί βασικό πυλώνα κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, καθώς πρόκειται για πρωτοβουλία του κράτους να ενημερώνει και να ψυχαγωγεί δωρεάν και αντικειμενικά, χωρίς τον απώτερο σκοπό του κέρδους, τους πολίτες που την απαρτίζουν. Η σημασία της απουσίας επιδίωξης κέρδους του εκάστοτε οπτικοακουστικού σταθμού, είναι ένα πολύ βασικό ζήτημα, στο οποίο θα ήθελα αργότερα να επανέλθω. Εμφανώς, δεν υπάρχει τίποτα λάθος με την επιδίωξη προσκόμισης εσόδων από τον «χ» κάτοχο ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού. Μιλώντας για ιδιοκτήτη καναλιού, σε απλά ελληνικά μιλάμε πλέον για μια μορφή επιχείρησης. Κι εφόσον μιλάμε για επιχείρηση, μιλάμε και για επιδίωξη κέρδους, μιλάμε για ύπαρξη φυσικών προσώπων τα οποία αν μη τι άλλο, διαθέτουν κάποια προσωπική γνώμη και στάση απέναντι σε πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά ζητήματα. Πού θέλω να καταλήξω: το πρόσωπο του επιχειρηματία, έχει σαφώς υποκειμενικότερη υπόσταση από αυτή του κράτους. Το κράτος, όντας απρόσωπο, ουδέτερο αποτελεί – ή θα έπρεπε να αποτελεί – αντικειμενική οντότητα και άρα η οικονομική και κοινωνικοπολιτική του στάση οφείλουν να διατηρούν την ανάλογη αντικειμενικότητα στη μετάδοση πληροφοριών πάσης φύσεως.
Επανερχόμενη στην απουσία επιδίωξης κέρδους των δημοσίων οπτικοακουστικών σταθμών, νομίζω σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σχολιάσουμε τον αντίκτυπό της στην ποιότητα του προβαλλόμενου – ψυχαγωγικού κυρίως – υλικού. Είναι φυσικό, ο ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός να προσπαθεί εντονότερα να έχει απήχηση στο τηλεοπτικό κοινό – καθώς αυτός είναι και ο σκοπός ύπαρξής του – και αυτό είναι κάτι που σίγουρα «κολακεύει» το κοινό. Βέβαια, ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε μια τέτοια προσπάθεια απήχησης είναι πως εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε μια προβολή εύπεπτου θεάματος, χαμηλής συχνά ποιότητας ώστε να καλύπτει ακόμη και το αμαθέστερο κοινό. Φυσικά, αυτός είναι ένας κίνδυνος με τον οποίο η δημόσια τηλεόραση, σίγουρα δεν θα βρεθεί αντιμέτωπη, καθώς μια μεγαλύτερη απήχηση στο τηλεοπτικό κοινό δεν έχει τόσο άμεση επίδραση πάνω της, όσο στην ιδιωτική. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν συνεπάγεται ότι όλα τα ιδιωτικά κανάλια προβάλλουν θέαμα χαμηλότερης ποιότητας από τα δημόσια, ούτε και ότι όλα τα δημόσια εκπέμπουν μόνο αξιόλογο οπτικοακουστικό υλικό.
Εν ολίγοις, χωρίς διάθεση αντιπαραβολής ή σύγκρισης, δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση επιτελούν η κάθε μια τον δικό τους ρόλο στην κοινωνία. Η απουσία της μιας εκ των δύο συνεπάγεται – κατ’ εμέ – παραγκωνισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η διαφανής, υπεύθυνη συνύπαρξή τους δημιουργεί αυτό που θα λέγαμε «ισορροπία» στην ενημέρωση και τη ψυχαγωγία των πολιτών, καθώς δεν πρόκειται για μονοπώλιο του χώρου της οπτικοακουστικής, αλλά για ελεύθερη και παραγωγική αλληλεπίδραση.