Του Παναγιώτη Στέφου,
Είναι ίσως οξύμωρο αλλά συνάμα και ενδιαφέρον πως μια πρώτη ανάλυση της ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας πρέπει να ξεκινήσει με τις απόψεις που είχαν γι’ αυτήν τη χώρα δύο πολύ σημαντικοί Ευρωπαίοι φιλόσοφοι του 19ου αιώνα: Ο Hegel, βασικός εκπρόσωπος του κινήματος του γερμανικού ιδεαλισμού, και ο Karl Marx, μαθητής του παραπάνω και κύριος εισηγητής του διαλεκτικού υλισμού, τη φιλοσοφία στην οποία στηρίζεται ο κομμουνισμός.
Σύμφωνα με τον πρώτο, η ιστορία ακολουθεί την εξέλιξη των εννοιών και των πρακτικών της ελευθερίας ανά τον κόσμο. Η ελευθερία αυτή έβρισκε την ενσάρκωσή της στα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, κατά την άποψη του αισιόδοξου φιλοσόφου. Αυτά τα κράτη είχαν θεωρήσει κατά την εξέλιξή τους αρχικά πως «μερικοί» άνθρωποι είναι ελεύθεροι, ενώ στην εποχή του, οι άνθρωποι είχαν φθάσει στην άποψη πως «όλοι» είναι ελεύθεροι. Αντίθετα, η Κίνα ήταν ένα έθνος στο οποίο μόνο «ένας» είναι ελεύθερος, ο Αυτοκράτορας. Ο Hegel δικαιολογούσε την αντίληψη αυτή λέγοντας πως οι Κινέζοι δεν είχαν αναπτύξει θαλάσσιες δραστηριότητες στο ίδιο επίπεδο με τους Ευρωπαίους, μία δραστηριότητα σύμφωνα με τον οποίον οι λαοί αυτοί κατάφεραν να ανοίξουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες, «πέρα από τους περιορισμένους κύκλους της σκέψης και της πράξης». Ο Hegel προέβλεψε πως η σύνδεση της Κίνας με την ιστορική ανάπτυξη του υπόλοιπου κόσμου θα ξεκινούσε με την αναζήτηση του χαρακτήρα της από ξένες δυνάμεις.
Την ίδια εποχή που ο Hegel διατύπωνε τις απόψεις αυτές, ο παραδοσιακός κινεζικός τρόπος ζωής είχε αρχίσει να αναταράσσεται λόγω της απανταχού αποδυνάμωσης της κυβέρνησης. Η εξουσία της δυναστείας των Qing που διατηρούσε την εσωτερική συνοχή αυτής της τεράστιας χώρας άρχισε να κατακερματίζεται, υπό την επίδραση των χρόνιων ανεπαρκιών της επαρχιακής διοίκησης, και της αδιαλλαξίας της αυλής απέναντι σε κρίσιμα προβλήματα όπως η αδυναμία των λογίων να βρουν εργασία, η αύξηση του πληθυσμού, οι όλο και χειρότερες επιδόσεις του στρατού, τα ανθρώπινα κόστη που δημιουργούσε η ανάγκη να πατάσσωνται οι εξεγέρσεις κατά της εξουσίας των Qing, καθώς και το μείζον πρόβλημα του οπίου, στο οποίο εθιζόταν ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Η δυσαρέσκεια αυτή βρήκε την έκφρασή της σε μια σειρά από ανεπιτυχείς αλλά πέρα για πέρα επιζήμιους ξεσηκωμούς κατά των Μαντζουρίων, κυριότερη από τις οποίες ήταν η εξέγερση των Ταϊπίνγκ (1850-1863), η οποία κόστισε τη ζωή περίπου 20 εκατομμυρίων Κινέζων. Παρά την τελική αποτυχία του κινήματος αυτού, ο Γερμανός Karl Marx μελετούσε τις εξελίξεις της προσεκτικά, θεωρώντας πως οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις της χώρας «έχουν ενωθεί σε μία παντοδύναμη επανάσταση».
Ο Μarx, όπως και ο δάσκαλός του, θεωρούσε πως οι μέθοδοι παραγωγής του ανθρώπινου είδους πέρασαν μέσα από τέσσερις φάσεις: την «ασιατική», την «αρχαία», τη «φεουδαρχική» και την «αστική-bourgeois». Η Κίνα ως χώρα που βρισκόταν στην πιο πρώιμη από αυτές τις φάσεις, έπρεπε να δεχτεί την επιρροή των Δυτικών ώστε να κατακτήσει τις ανώτερες σχέσεις της παραγωγής. Συνεπώς, η καταστροφική επιρροή των ξένων στη χώρα είχε ένα θετικό αποτέλεσμα· στην επιτάχυνση της αποδυνάμωσης των παραδοσιακών κοινωνικών δομών της Κίνας βρισκόταν το μονοπάτι που θα ακολουθούσε η επανάσταση των προλετάριων της χώρας μια ημέρα.
Από τη δεκαετία του 1860 και ύστερα, η χώρα είδε μία όλο και μεγαλύτερη διάχυση δυτικών ιδεών και προτύπων συμπεριφοράς στο εσωτερικό της. Η μακρά διαδικασία αυτή έβρισκε ερείσματα ανάμεσα στους υψηλόβαθμους κρατικούς λειτουργούς των Qing, αλλά παράλληλα είχε δημιουργηθεί και ένα έντονο λαϊκό συναίσθημα που κατέκρινε τους Μαντζούριους για την αδυναμία τους να αντισταθούν στον δυτικό ιμπεριαλισμό. Η αντίθεση αυτή κατέληξε σε μια σειρά από καινούργιες εξεγέρσεις, και τελικά σε επαναστάσεις, οι οποίες αποδυνάμωσαν και στο τέλος αποκαθήλωσαν τη δυναστεία. Τη θέση της πήρε η καινούργια Κινεζική Δημοκρατία, που ανακηρύχθηκε το 1912, αλλά σύντομα ύστερα από την ίδρυσή της βυθίστηκε για άλλη μια φορά στη δίνη πολιτικών εξελίξεων που καθυστέρησαν σημαντικά την πολυπόθητη αλλαγή των κοινωνικών δεδομένων.
Είναι στα στρώματα της νέας κινεζικής αστικής κουλτούρας, όπου προέκυψε από την περίοδο της πτώσης των Qing όπου μπορούν να αναζητηθούν τα πρώτα ψήγματα σοσιαλιστικής και μαρξιστικής παράδοσης στην Κίνα. Οι επαναστατικοί ιδελογικοί ορίζοντες δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο μιας χρόνιας αντίστασης του πληθυσμού απέναντι στον ιμπεριαλισμό των Δυνάμεων και την έκκληση για κοινωνική τάξη και ενότητα. Ο βαθμός της σοσιαλιστικής δράσης και εσωτερικής συνοχής ήταν χαμηλότατος αρχικά. Οι περισσότεροι Κινέζοι Μαρξιστές που είχαν σπουδάσει στην Κίνα και την Ιαπωνία υιοθέτησαν τις αναρχικές ιδεολογίες των Kropotkin, Proudhon και Bakunin, ελπίζοντας στην ουτοπική ιδέα πως η Κίνα μπορούσε θαυματουργώς να ξεφύγει από τον κομφουκιανικό «ζουρλομανδύα» της.
Αυτή η έλλειψη οργάνωσης έπαυσε ύστερα από το 1921, οπότε ιδρύθηκε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο διαχωρίστηκε από τις υπόλοιπες ενεργές σοσιαλιστικές ομάδες στην Κίνα με το να διατρανώσει την πρωταρχική σημασία της ιδέας της ταξικής πάλης και με το να μετατραπεί σε μυστική, μπολσεβικική οργάνωση που αποζητούσε την εξουσία. Η δράση της οργάνωσης αυτής, αν και στην αρχή περιορισμένης εμβέλειας και πολιτικής σημασίας, θα αποτελούσε αργότερα στην ανασύσταση ενός ισχυρού κινεζικού εθνικού κράτους, απαντώντας στις παλαιότατες εκκλήσεις για τον ανασχηματισμό της χώρας.
Βιβλιογραφία
- Jonathan D. Spence: The Search for Modern China, pp. 135-139, 182-184, 216-218
- John King Fairbank & Merle Goldman, China: A New History, pp. 275-278
Γεννήθηκε στις 16-6-1996 στο νησί της Ρόδου. Σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, ακολουθώντας την κατεύθυνση της Ιστορίας. Αγαπημένα θέματά του αποτελούν ο μακρύς 19ος αιώνας και ο Ευρωπαϊκός Μεσαίωνας. Πέραν της ασχολίας του με την Ιστορία ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και τη λογοτεχνία.