12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΑνατομία μιας θρησκείας: Σουνίτες εναντίον Σιιτών

Ανατομία μιας θρησκείας: Σουνίτες εναντίον Σιιτών


Της Εύας Δημητρίου,

Το Ισλάμ αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκεία στον κόσμο, απαριθμώντας πάνω από 1,5 δισεκατομμύριο πιστούς. Διαιρείται κυρίως σε δύο δόγματα, τον σουνιτισμό και τον σιιτισμό. Το 85-90% της μουσουλμανικής κοινότητας είναι Σουνίτες, ενώ μόλις το 10-15% Σιίτες. Οι τελευταίοι αποτελούν την πλειοψηφία σε 4 κράτη (Ιράν, Ιράκ, Μπαχρέιν και Αζερμπαϊτζάν), ενώ μεγάλες σιιτικές κοινότητες εντοπίζονται και σε άλλα κράτη, όπως την Υεμένη, τον Λίβανο, το Κουβέιτ και το Αφγανιστάν. Το σχίσμα μεταξύ των δύο ξεκινάει τον 7ο αιώνα και μέχρι σήμερα ταλανίζει την περιοχή της Μέσης Ανατολής, οξύνοντας τις ήδη υπάρχουσες εντάσεις.

Το 632, μετά τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, οι διαμάχες σχετικά με το ζήτημα της διαδοχής του δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Η πλειονότητα των ακολούθων του επέλεξε τον Abu Bakr, πεθερό και στενό φίλο του Προφήτη, να ηγηθεί της ισλαμικής κοινότητας. Αντίθετα, αρκετοί υποστήριξαν τον Ali, ξάδερφο και γαμπρό του Μωάμεθ, λόγω της συγγένειάς τους εξ αίματος. Ο όρος Σουνίτες προέρχεται από τη φράση «Ahl al-Sunnah», δηλαδή άνθρωποι της παράδοσης (εννοώντας τα κηρύγματα του Μωάμεθ), ενώ αντίστοιχα ο όρος Σιίτες πηγάζει από τη φράση «Shiat Ali», δηλαδή υποστηρικτές του Ali. Τελικώς, ως πρώτος χαλίφης μετά τον θάνατο που «αγγελιοφόρου του Θεού» ορίστηκε ο Abu Bakr, ενώ ο Ali είχε μια σύντομη θητεία ως τέταρτος χαλίφης, μεταξύ 656 και 661. To σχίσμα κλιμακώθηκε το 680, όταν σουνιτικά στρατεύματα του κυβερνώντος χαλίφη σκότωσαν τον γιο του Ali, Husayn. Με το πέρασμα του χρόνου, το χάσμα μεταξύ των δύο θρησκευτικών ομάδων διευρύνθηκε, με αποτέλεσμα σήμερα να διαφέρουν αρκετά, ακόμα και σε θρησκευτικές πρακτικές.

Ανεξαρτήτως δόγματος, όλοι οι μουσουλμάνοι ακολουθούν τις βασικές αρχές του Ισλάμ: δήλωση της πίστης στον έναν και μοναδικό Θεό, καθημερινές προσευχές, νηστεία κατά τον μήνα του Ραμαζανιού, προσκυνηματικό ταξίδι στη Μέκκα και ελεημοσύνη στους φτωχούς. Το μήλο της έριδος είναι η ερμηνεία της εξουσίας. Οι Σιίτες μουσουλμάνοι πιστεύουν πως οι Αγιατολάχ (θρησκευτικοί ηγέτες) είναι μια αντανάκλαση του Θεού στη γη και αποτελούν τη συνέχεια των Ιμάμηδων, οι οποίοι ήταν απόγονοι του Μωάμεθ. Τους αντιμετωπίζουν, λοιπόν, ως φορείς εξουσίας και τους ακολουθούν πιστά. Αντίθετα, για τους Σουνίτες μουσουλμάνους, η εξουσία βασίζεται στο Κοράνι, στη διδασκαλία και στα κηρύγματα του Προφήτη («Σούνα») και όσοι ασπάζονται το εν λόγω δόγμα του ισλαμισμού πράττουν σύμφωνα με αυτά. Ακόμα, για τους Σουνίτες ο όρος «Ιμάμης» δεν έχει ιδιαίτερο θρησκευτικό βάρος, καθώς έτσι αποκαλούν όλους τους πνευματικούς ηγέτες τους. Το σχίσμα πλέον είναι τόσο βαθύ, που μια μελέτη του 2012 έδειξε πως τουλάχιστον το 40% των Σουνιτών της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής δε θεωρούν πως οι Σιίτες είναι μουσουλμάνοι. Αντίθετα, οι Σιίτες θεωρούν πως ο δογματισμός των Σουνιτών τους οδηγεί στον εξτρεμισμό.Σε αρκετές χώρες, οι σιιτικές μειονότητες έχουν περιθωριοποιηθεί, έως και διωχθεί. Ωστόσο, κατά τους προηγούμενους αιώνες, η συνύπαρξη Σιιτών και Σουνιτών ήταν «αθόρυβη», χωρίς εκτεταμένες συγκρούσεις. Αυτό που άλλαξε ριζικά τα δεδομένα και οδήγησε στην κλιμάκωση των μεταξύ τους σχέσεων ήταν η Ιρανική επανάσταση του 1979. Η άνοδος του Αγιατολάχ Χομεϊνί στην ηγεσία του Ιράν, την καρδιά της σιιτικής κοινότητας, με τον σιιτικό πληθυσμό να ξεπερνάει το 90%, επιδοκιμάστηκε καθώς κατάφερε να ιδρύσει ένα πρότυπο ισλαμικού κράτους, αλλά γέννησε σοβαρές ανησυχίες για την εξάπλωση της επιρροής του. Ο Χομεϊνί υποστήριξε σιιτικές ομάδες σε Λίβανο, Ιράκ, Αφγανιστάν, Μπαχρέιν και Πακιστάν, ενώ η Σαουδική Αραβία, προστάτιδα των Σουνιτών -και σε μια προσπάθειά της να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην άνοδο του Σουνιτισμού- προέβη σε αντίστοιχες ενέργειες, όπως για παράδειγμα στην υποστήριξη του Σουνίτη Saddam Hussein στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-1988). Η αντιπαλότητα των δύο αυτών χωρών, όχι μόνο συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αλλά είναι ίσως και πιο έντονη από ποτέ. Ακόμα ένα γεγονός που αναζωπύρωσε τη διαμάχη ήταν η Αραβική Άνοιξη. Τα γεγονότα του 2011 έδωσαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα στους καταπιεσμένους λαούς του αραβικού κόσμου να ξεσηκωθούν προς το κατεστημένο. Ωστόσο, αυτά τα αυταρχικά καθεστώτα ήταν η «κόλλα» που συγκρατούσε τα κράτη ενωμένα και εμπόδιζε τις εσωτερικές -πολιτικές και θρησκευτικές- διαμάχες να έρθουν στην επιφάνεια. Οι εξεγέρσεις σε άλλα κράτη κατεστάλησαν, σε άλλα οδήγησαν στην αλλαγή καθεστώτων, ενώ σε άλλα στο ξέσπασμα εμφυλίων πολέμων.

Στο Μπαχρέιν, όπου το 70% του πληθυσμού είναι Σιίτες, οι εξεγέρσεις κατεστάλησαν από το σουνιτικό καθεστώς, το οποίο κυβερνά μέχρι σήμερα, με τη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας. H Συρία το 2011, μετά από την επανάσταση της σουνιτικής κοινότητας, η οποία αποτελεί το 85% του πληθυσμού, κατά του αλαουίτικου (υποδιαίρεση του σιιτισμού, με αρκετά διαφορετικό δόγμα) καθεστώτος Assad, βυθίστηκε σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Η κυβέρνηση Assad υποστηρίζεται από το Ιράν, το Ιράκ και τη σιιτική Hezbollah, ενώ στο αντίθετο στρατόπεδο η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η Τουρκία υποστηρίζουν τους αντάρτες. Δεκάδες χιλιάδες Σύριοι Σουνίτες έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με αντάρτικες ομάδες (Ahrar al-Sham, Islamic Front, al-Qaeda’s Nusra Front), οι οποίες έχουν ξεκάθαρη αντι-σιιτική ατζέντα. Παράλληλα, ο πόλεμος έχει προσελκύσει και πλήθος σιιτών μαχητών από διάφορα αραβικά κράτη, στηρίζοντας τις δυνάμεις του καθεστώτος. Άλλη μια ένοπλη σύγκρουση θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα είναι αυτή της Υεμένης. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη είναι ο ορισμός του «proxy war». Η σιιτική ομάδα (και μειονότητα) των Houthis, όταν κατέλαβε την πρωτεύουσα Σαναά και εκθρόνισε τον πρόεδρο Hadi, προκάλεσε την ανησυχία της γειτονικής Σαουδικής Αραβίας για πιθανό ενδεχόμενο μιας «σιιτικής Υεμένης». Έτσι, η Σαουδική Αραβία τάχθηκε αμέσως στο πλευρό της κυβέρνησης και μάχεται μέχρι σήμερα, ενώ το Ιράν -κατά τα φαινόμενα- χρηματοδοτεί οικονομικά και στρατιωτικά τους Σιίτες «αδελφούς τους». Και ο πόλεμος για την ηγεμονία στην περιοχή συνεχίζεται.

Το ρήγμα στις σχέσεις Σουνιτών-Σιιτών είναι βαθύτερο απ’ όσο φαίνεται. Και, συνήθως, έρχεται στην επιφάνεια όταν το πολιτικό κλίμα το «ευνοεί». Ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο, η δημοκρατία δε μπορεί να «σταθεί» στον αραβικό κόσμο. Γιατί στη δημοκρατία αυτός που κυβερνά είναι η πλειοψηφία. Και όταν μεταξύ πλειοψηφίας-μειοψηφίας υπάρχει ένα ευρύ θρησκευτικό χάσμα (έως και έχθρα), που δεν αφήνει κανένα περιθώριο κατανόησης και συνεργασίας, μια δημοκρατία δεν έχει καμία ελπίδα να επιβιώσει. Αυτό που προηγείται δεν είναι τόσο η γεφύρωση του χάσματος, η οποία είναι σχεδόν απίθανη, όσο η αποτροπή μιας γενικευμένης σύγκρουσης, που μπορεί να ξεχυθεί από το καζάνι που ήδη βράζει στην περιοχή.


Εύα Δημητρίου

Είναι δευτεροετής φοιτήτρια του τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες προσομοιώσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και άλλων περιφερειακών οργανισμών. Μιλάει αγγλικά και γαλλικά και ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εύα Δημητρίου
Εύα Δημητρίου
Είναι δευτεροετής φοιτήτρια του τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες προσομοιώσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και άλλων περιφερειακών οργανισμών. Μιλάει αγγλικά και γαλλικά και ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό.