13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά Θέματα26 Ιουνίου: Παγκόσμια Ημέρα κατά των Βασανιστηρίων

26 Ιουνίου: Παγκόσμια Ημέρα κατά των Βασανιστηρίων


Της Μαρίας Μπουλιέρη,

Σαν σήμερα, 22 χρόνια πριν, στις 26 Ιουνίου 1998 καθιερώθηκε η Παγκόσμια Ημέρα κατά των Βασανιστηρίων. Η ημερομηνία αυτή επιλέχθηκε συμβολικά, καθώς εκείνη την ημέρα το έτος 1987 υπεγράφη η Διεθνής Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων. Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα τι ορίζεται ως βασανιστήριο και ποια είναι ιστορικά η στάση της κοινωνίας και της νομοθεσίας απέναντι στο φαινόμενο αυτό.

Βασανιστήριο ορίζεται ο σοβαρός πόνος, είτε σωματικός είτε ψυχικός, μια μέθοδος που χρησιμοποιείται για την εκμαίευση πληροφοριών ή ομολογίας σχετικά με μια πολιτική ή άλλη πράξη, όπου, κατά την άποψή τους, δε μπορούν να φτάσουν μ’ άλλον τρόπο. Εναλλακτικά, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 137Α του Ποινικού Κώδικα, βασανιστήριο είναι κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος.

Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι υπάρχει η κλιμάκωση μεταξύ απάνθρωπης μεταχείρισης > ποινής, εξευτελιστικής μεταχείρισης > ποινής, όπως διαφαίνεται από το κείμενο της ΕΣ∆Α. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μάλιστα, έχει κρίνει ότι το ειδικό στίγμα των βασανιστηρίων συντρέχει μόνο στην περίπτωση της ηθελημένης απάνθρωπης μεταχείρισης, η οποία προκαλεί «πολύ σοβαρό και βάναυσο πόνο». Οι άλλες δύο περιπτώσεις είναι επιτρεπτές εφόσον πληρούν τις αντίστοιχες προϋποθέσεις.

Η πρώτη ένδειξη νομιμοποίησης του βασανισμού στην ιστορία φαίνεται να βρίσκεται στον Κώδικα Ουρ Ναμμού των Σουμέριων, τον 21ο αιώνα π.Χ και στον Κώδικα του Χαμουραμπί στη Βαβυλώνα, τον 18ο αιώνα π.Χ. Εκεί τα βασανιστήρια αποκαλούνται «θεία δίκη» και έχουν σαν σκοπό την απόδειξη της αθωότητας ή της ενοχής του θύματος. Στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, ο φυσικός βασανισμός ήταν κάτι απολύτως νόμιμο ως κύριο μέσο απόσπασης πληροφοριών ή ομολογίας, κυρίως των σκλάβων, καθώς ο λόγος τους δεν είχε αξία και μόνο έτσι μπορούσαν να «πουν την αλήθεια». Στην πορεία και προχωρώντας προς την Ευρώπη του Μεσαίωνα, τα βασανιστήρια είχαν αποκτήσει κύρος ανάλογο της δίκης, καθώς το γεγονός ότι κάποιος θα υπομείνει και θα αντέξει τελικά τον βασανισμό του ή όχι αποδείκνυε τελικά και την αθωότητα ή την ενοχή του αντίστοιχα. Στα τέλη του Μεσαίωνα, και ενώ είχαν αρχίσει να τοποθετούνται κάποια συγκεκριμένα πλαίσια και προϋποθέσεις, τα βασανιστήρια συνεχίζονταν υπό το πέπλο της νομιμότητας, για να εξασφαλίσουν την ομολογία του θύματος, όταν αυτό κατηγορούταν για κάποιο πολύ σοβαρό αδίκημα. Η ομολογία υπό τον βασανισμό, μάλιστα, ονομαζόταν «η βασίλισσα των αποδείξεων».

Στον μακρύ δρόμο της απαγόρευσης, τελικά, των βασανιστηρίων, μία από τις πρώτες ιστορικές αναφορές εντοπίζεται ήδη στη φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη και του Αντιφώντα, που υποστήριζαν ότι «καμιά ομολογία – απόρροια βασανιστηρίων δε μπορεί να έχει αξία στο δικαστήριο, καθώς ο βασανιζόμενος λέει αυτά που θέλει ν’ ακούσει ο βασανιστής του». Πολύ σημαντική ήταν, επίσης, η συμβολή του Cesare Beccaria. Το 1764 στο βιβλίο του “On Crimes and Punishments” αναφέρει πώς το ποινικό μας σύστημα θα έπρεπε να στοχεύει στην πρόληψη και όχι στην καταστολή των εγκλημάτων και ότι η βελτίωση της ποιότητας της ζωής του κοινωνικού συνόλου θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της εγκληματικότητας εν γένει. Σε αυτό το πλαίσιο, τάσσεται ξεκάθαρα κατά των βασανιστηρίων. Πρώτη χώρα – περιοχή που κήρυξε επίσημα την απαγόρευσή τους ήταν η Πρωσία το 1740 και ακολούθησε η Αυστρία το 1776 και η Γαλλία το 1789.

Με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Εθνών, το 1984 υπογράφηκε και το 1987 τέθηκε σε ισχύ, η Διεθνής Σύμβαση για την άμεση κατάργηση των βασανιστηρίων σ’ όλον τον κόσμο, επίτευγμα στο οποίο η χώρα μας έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Ο Γ. Α. Μαγκάκης, το 1983, ήταν ο κύριος εισηγητής του νόμου κατά των βασανιστηρίων, που ψηφίστηκε εκείνη τη χρονιά ενόψει των βασανιστηρίων των πολιτών κατά την περίοδο της Χούντας. Στον νόμο Μαγκάκη, οι βασανισμοί πολιτών χαρακτηρίζονται ειδεχθές έγκλημα που πρέπει να τιμωρείται δεόντως.

Στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας του 1987, πιο συγκεκριμένα ορίζεται ότι κάθε κράτος – μέρος λαμβάνει αποτελεσματικά μέτρα για να προλαμβάνει πράξεις βασανιστηρίων σε κάθε εδαφική περιοχή που υπάγεται στη δικαιοδοσία του, καθώς και ότι καμιά απολύτως εξαιρετική περίσταση δε μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογία για βασανιστήρια. Προβλέπει, επιπλέον, ότι κάθε κράτος – μέρος πρέπει να μεριμνά, ώστε όλες οι πράξεις βασανιστηρίων να αποτελούν εγκλήματα σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο.

Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι τα βασανιστήρια απαγορεύονται απολύτως, χωρίς να χωρεί η παραμικρή εξαίρεση για την ανοχή τους. Ούτε εάν γίνονται κατ’ εντολή προϊσταμένου ή δημόσιας αρχής, ούτε σε περίπτωση κατάστασης πολέμου ή απειλής πολέμου, εσωτερικής πολιτικής αστάθειας ή κάθε άλλης κατάστασης ανάγκης. Εάν, όμως, πρόκειται να σωθούν πολλές ανθρώπινες ζωές; Ας πάρουμε το παράδειγμα του βομβιστή. Μια βόμβα έχει προγραμματιστεί να εκραγεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κι αυτό θα επιφέρει -με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα- τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων. Ο Χ, ο οποίος τοποθέτησε τη βόμβα, είναι ο μόνος που ξέρει την ακριβή τοποθεσία της, καθώς και τον τρόπο εξουδετέρωσής της. Είναι επιτρεπτός σε αυτήν την περίπτωση ο βασανισμός του για την αποκάλυψη της αλήθειας; Αυτό είναι ένα αρκετά αμφιλεγόμενο παράδειγμα και η θετική απάντηση έχει υποστηριχθεί από αρκετούς, ωστόσο η απαγόρευση των βασανιστηρίων δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα λιγότερο  από απόλυτη, παγκόσμια και παντοτινή.


Πηγές

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Μπουλιέρη
Μαρία Μπουλιέρη
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου και ζει μόνιμα. Είναι ασκούμενη δικηγόρος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΠΜΣ «International & European Legal Studies» με ειδίκευση «Private Law & Business Transactions» στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ, όπου ολοκλήρωσε και τις προπτυχιακές της σπουδές. Τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εμπορικό δίκαιο και συγκεκριμένα το δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Σε προπτυχιακό επίπεδο φοίτησε για ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο της Λιμόζ στη Γαλλία. Εκεί, σε ακαδημαϊκό επίπεδο εστίασε στο δίκαιο του περιβάλλοντος και πήρε μέρος σε πολλές εθελοντικές δράσεις.