Της Δέσποινας Άλβα,
Η εκλογική αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής στη Σερβία, αποδείχθηκε μάλλον εύκολη νίκη για τον επικεφαλής της χώρας Aleksandar Vučić. Παρότι οι διπλές εκλογές -κοινοβουλευτικές και δημοτικές- πραγματοποιήθηκαν εν εξελίξει της πανδημίας Covid-19 και εν μέσω πολιτικού μποϊκοτάζ από την αντιπολίτευση, το σερβικό προοδευτικό κόμμα SNS επικράτησε στις εκλογές με πλειοψηφία άνω του 60%, ενώ ο πρόεδρος Vučić θα εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή της χώρας. Το αποτέλεσμα των εκλογών, αδιαμφισβήτητα αποτελεί θρίαμβο για τον Σέρβο ηγέτη, αφού είναι μόλις η δεύτερη φορά στη νεότερη πολιτική ιστορία της Σερβίας, που ένα κόμμα αποκτά πλειοψηφία 2/3 στο Κοινοβούλιο. Ακόμη, η νέα Βουλή θα συνίσταται και από το Σοσιαλιστικό Κόμμα με ποσοστό περίπου 10%, τη Σερβική Πατριωτική Κίνηση με ποσοστό κοντά στο 4%, που κατάφεραν να περάσουν το κατώφλι του 3% και να βρεθούν στα βουλευτικά έδρανα. Τις υπόλοιπες 14 έδρες θα μοιραστούν τα μειονοτικά κόμματα των Ούγγρων, των Αλβανών και των Βόσνιων για τα οποία δεν ισχύει όριο για την είσοδο στη Βουλή.
Παρόλο το υψηλό ποσοστό που έλαβε το Προοδευτικό κόμμα, η προσέλευση στις κάλπες σε σύγκριση με τις περασμένες βουλευτικές εκλογές, ήταν μειωμένη κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες. Η μικρή συμμετοχή αποδίδεται στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης για ολοκληρωτικό έλεγχο της κυβέρνησης και μη διεξαγωγή των εκλογών σε ελεύθερες και δίκαιες συνθήκες, αλλά σε μια περίοδο απειλής για τη δημόσια υγεία. Η εσωτερική πολιτική διαμάχη κορυφώθηκε με την απουσία του συνασπισμού της αντιπολίτευσης «Συμμαχία για τη Σερβία» από τα ψηφοδέλτια. Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που το σερβικό πολιτικό σύστημα έχει χαρακτηρισθεί ανελεύθερο ή «Ορμπανικού τύπου δημοκρατία».
Οι σερβικές εκλογές μπορεί να μην αποτελούσαν φλέγον πολιτικό ζήτημα, δεδομένου ότι το αποτέλεσμά τους θεωρούνταν μάλλον προκαθορισμένο, ωστόσο έχουν ρόλο «κλειδί» για την εξέλιξη μιας σειράς εθνικών ζητημάτων για τη Σερβία. Μετά το πέρας των εκλογών, ο Vučić απερίσπαστος από το εσωτερικό του μέτωπο κι έχοντας στα χέρια του την εσωτερική νομιμοποίηση, μπορεί να προχωρήσει στην επίλυση ενός πολιτικού ζητήματος-«αγκάθι» για τη Σερβία, αυτό του Κοσόβου.
Οι εθνοτικές συγκρούσεις και φυλετικές διακρίσεις εις βάρος του αλβανικού πληθυσμού του Κοσόβου τη δεκαετία του 1990, οδήγησαν στην επέμβαση του ΝΑΤΟ και τον βομβαρδισμό της Σερβίας. Έκτοτε, επικράτησε ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς συνδιοίκησης στην περιοχή από τα Η.Ε., το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Το 2008, το Κόσοβο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο, ενώ έχει αναγνωρισθεί διεθνώς από περισσότερες από 100 χώρες. Το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου αποτελεί μείζον ζήτημα για την εθνική ασφάλεια της Σερβίας, η οποία επιζητεί την ανάκληση της αναγνώρισής του και τάσσεται κατά της ένταξής του, στα Ηνωμένα Έθνη ή άλλους Διεθνείς Οργανισμούς.
Το γεγονός ότι πρωταρχικός στόχος στην πολιτική ατζέντα της Σερβίας είναι η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με το ότι η ευρωπαϊκή της πορεία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επίλυση του ζητήματος του Κοσόβου, καθιστούν τις επιλογές του Vučić βαρύνουσας σημασίας για το πολιτικό μέλλον της χώρας. Ήδη από το 2013, υπό την αιγίδα της Ε.Ε. και με διαμεσολαβητή την ίδια, είχε ξεκινήσει ένας διάλογος μεταξύ των δύο μερών με σκοπό την εξεύρεση μιας αμοιβαίας επωφελούς λύσης. Ωστόσο, η επιβολή δασμών 100% από το Κόσοβο στα σερβικά προϊόντα το 2018, δυσχέρανε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις των δύο πλευρών. Σταδιακά, οι συνομιλίες μεταξύ των εμπλεκόμενων εκκινήθηκαν εκ νέου, με διαμεσολαβητές τόσο την Ε.Ε., όσο και τις ΗΠΑ. Μάλιστα, στις 27 του τρέχοντος μήνα, οι πολιτικοί ηγέτες Vučić και Tači θα ταξιδέψουν στις ΗΠΑ, προκειμένου να βρεθεί μια λύση για το θέμα του Κοσόβου. Είναι έκδηλο ότι ΗΠΑ και Ε.Ε. επιδιώκουν να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα ζητήματα του Κοσόβου, προκειμένου να περιορίσουν την επιρροή της Ρωσίας τόσο στη Σερβία όσο και στο υποσύστημα των Βαλκανίων εν γένει.
Ο Vučić προεκλογικά δήλωσε ότι πρόκειται να τερματίσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., αν το Βελιγράδι δε λάβει παραχωρήσεις από την Ένωση ως αντάλλαγμα της αναγνώρισης του Κοσόβου από την πλειονότητα των κρατών. Από την άλλη, η Μόσχα αποτελώντας υπερασπιστή των σερβικών συμφερόντων, αφού δεν αναγνωρίζει την ανεξαρτησία του Κοσόβου και με βέτο της στο Συμβούλιο της Ασφαλείας έχει παρεμποδίσει την είσοδό του στα ΗΕ, φαίνεται ότι εργαλειοποιεί πολιτικά το ευαίσθητο εθνικό ζήτημα του Κοσόβου, προκειμένου να θέσει τη Σερβία υπό τη δική της σφαίρα επιρροής. Οι διμερείς επισκέψεις Βελιγραδίου-Μόσχας τόσο πριν όσο και μετά την εκλογική αναμέτρηση, μαρτυρούν ότι η διπλωματική στήριξη μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης σε συνδυασμό με το αφήγημα περί σλαβικής αδερφοσύνης, δύνανται να μεταβάλλουν πλήρως τη γεωπολιτική ισορροπία στην περιοχή.
Προς το παρόν φαίνεται ότι το Βελιγράδι επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, ευρωπαϊκής πορείας και εξεύρεσης λύσης στο μείζον εθνικό του ζήτημα. Μετά την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση, ο Vučić επιδιώκει να ταυτίσει με το όνομά του, αλλά και να κατοχυρώσει τόσο την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας, όσο και μια επωφελή πολιτική λύση για το ζήτημα του Κοσόβου. Ωστόσο, με γνώμονα τη θεωρητική παραδοχή ότι ο ύψιστος σκοπός για κάθε δρώντα στο διεθνές σύστημα είναι η επιβίωση, κι ως εκ τούτου η εξυπηρέτηση των θεμελιωδών συμφερόντων του, μένει να δούμε αν η αδυναμία εξεύρεσης πολιτικής λύσης θα στρέψει ολοκληρωτικά τη Σερβία προς Ανατολάς.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.