Του Αθανάσιου Μαντζώλα,
Πριν από λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών. Από τότε έχουν μεσολαβήσει σημαντικές αλλαγές. Σήμερα, μπορούμε να δούμε από απόσταση και να κρίνουμε (με μεγαλύτερη νηφαλιότητα ενδεχομένως) τα αποτελέσματα των γεγονότων εκείνης της περιόδου και τις επιπτώσεις τους στις πολιτικές εξελίξεις.
Αναμφίβολα, το πολιτικό κόστος των Πρεσπών ήταν μεγάλο. Οι Έλληνες στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν αντίθετοι στην εκχώρηση του ονόματος. Φάνηκε από την μαζικότητα των συγκεντρώσεων στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Επικυρώθηκε με τον πλέον σαφή τρόπο στις εκλογές. Οι Πρέσπες αποτέλεσαν την πολιτική ταφόπλακα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι των 54 μηνών διακυβέρνησης. Τον οδήγησαν σε ποσοστά χαμηλά, σε ήττα μη διαχειρίσιμη. Ο Ν. Κοτζιάς δεν επανεξελέγη βουλευτής, όπως άλλωστε και το μισό σχεδόν υπουργικό συμβούλιο της προηγούμενης κυβέρνησης. Από τις ευρωεκλογές η δημοτικότητα του κόμματος βαίνει συνεχώς μειωμένη. Σήμερα, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο 3% απ’ ότι στην εξουσία.
Τα (από) κόμματα που στήριξαν την συμφωνία εξαϋλώθηκαν πολιτικά. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ο Γ. Μαυρωτάς (η ψήφος του οποίου υπήρξε καθοριστική για την επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική βουλή) διορίστηκε ως Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού στην σημερινή Κυβέρνηση. Αν σχετίζεται αυτός ο διορισμός, όπως και πολλοί άλλοι, με την υπερψήφιση των Πρεσπών δεν μπορούμε να ξέρουμε. Μόνο να εικάζουμε.
Η Ν.Δ. διαδραμάτισε έναν άκρως λαϊκίστικο ρόλο. Ως αντιπολίτευση τάχθηκε κατά της συμφωνίας. Αντέδρασε φυσικά τόσο, όσο χρειαζόταν για να περάσει η συμφωνία με το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και να μην έρθει στα χέρια της η καυτή πατάτα. Από την πρώτη μέρα ως κυβέρνηση εφαρμόζει τέλεια («τηρεί και τιμά») την συμφωνία. Την ίδια συμφωνία που ονόμαζε «προδοτική», «επαίσχυντη», «κατάπτυστη», «εθνικά επιζήμια», την ίδια συμφωνία τις αρνητικές συνέπειες της οποίας υποτίθεται ότι θα αντιμετώπιζε ως κυβέρνηση. Στις 8 Φεβρουαρίου 2019 ο Κ. Μητσοτάκης έγραφε στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter: «Καταψηφίζουμε το πρωτόκολλο ένταξης (ενν.: των Σκοπίων στο NATO) γιατί είναι η τελική πράξη μιας εθνικά επιζήμιας συμφωνίας». Στις 27 Μαρτίου 2020 στην ίδια εφαρμογή διαβάζουμε: «Συγχαίρουμε τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας για την ένταξή της στο NATO ως 30ο μέλος της Συμμαχίας. Καλωσορίζουμε τους γείτονές μας στην οικογένεια του NATO & προσβλέπουμε στην εποικοδομητική μας συνεργασία στο πλαίσιο της Συμμαχίας». Προσφάτως, με αφορμή την μήνυση για εσχάτη προδοσία και κατάχρηση εξουσίας που κατατέθηκε στη βουλή εναντίον των βουλευτών της προηγούμενης κυβέρνησης, οι βουλευτές της Ν.Δ. καταψήφισαν την άρση της ασυλίας τους. Αν η συμφωνία ήταν «προδοτική» τότε αυτοί που την ψήφισαν δεν είναι «προδότες»; Κόραξ μάτι κόρακος δεν βγάζει. «Σήμερα εσύ, αύριο εγώ».
Όπως ήταν αναμενόμενο το «Βόρεια» εξαφανίστηκε. Μακεδονία σκέτο πλέον. Ο σωβινισμός των σκοπιανών όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε, αλλά αντιθέτως ενισχύθηκε. Πολλά τα παραδείγματα. Χαρακτηριστικότερο, η πρόσφατη δήλωση του Ζ. Ζάεφ (στις 18 Ιουνίου 2020): «Όπως ήμουν υπερήφανος πέρυσι, όταν ηγήθηκα της κυβέρνησης που καθιέρωσε την 5η Μαϊου ως Ημέρα Μακεδονικής Γλώσσας, έτσι ήμουν υπερήφανος για την υπέροχη εκδήλωση στο Ljubojno (μάλλον πρόκειται για αρχαία μακεδονική επαρχία), ως υποστηρικτής της πρωτοβουλίας για ίδρυση Κέντρου για την Προώθηση του Κέντρου η Μακεδονική Γλώσσα. Η Μακεδονική Γλώσσα είναι το παρελθόν μας, το παρόν μας και το μέλλον μας. Όσο υπάρχουν Μακεδόνες που περπατούν σε αυτή τη χώρα και σε άλλες χώρες του κόσμου, η μακεδονική γλώσσα θα υπάρχει. Όσο υπάρχει μακεδονική γλώσσα, οι Μακεδόνες θα υπάρχουν.»
«Τα Σκόπια είναι πολύ μικρό κράτος για να απειλήσει την Ελλάδα», λένε ορισμένοι. Είναι μη ρεαλιστικό. Δεν πρέπει να δίνουμε σημασία, να δίνουμε τόπο στην οργή και να υποχωρούμε γιατί εμείς είμαστε πολύ δυνατοί. Όταν απ’ την άλλη μας απειλεί η Τουρκία μας λένε ότι πρέπει να υποχωρούμε γιατί η Τουρκία είναι πολύ ισχυρή. Είναι το επιχείρημα βάσει του οποίου η Ελλάδα πρέπει πάντα να υποχωρεί. Αυτό δε λέγεται ρεαλισμός. Είναι ο ορισμός της υποχωρητικότητας. Υπάρχει μια ισχυρή τάση στην Ελλάδα που αυτά περίπου λέει συνεχώς. Τα ίδια επιχειρήματα. Επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία ρεπουσικά (συνωστισμός στη Σμύρνη, Μακεδονία τα Σκόπια, φασίστας ο Καποδίστριας, «αλητάκος» ο Καραϊσκάκης, κτλ).
Και τίθεται το ερώτημα αν οδηγούμαστε σήμερα σε νέες Πρέσπες. Τις παλιές τις ξεχάσαμε. Ο «νέος πατριωτισμός» (τον όρο χρησιμοποιούν συστηματικά όσοι -στη ουσία- αρνούνται τον πατριωτισμό) επιβάλλει να επαναληφθούν τα αμήχανα, αλλά αυτάρεσκα γλυκοχαμόγελα τύπου Κοτζιά. Ήδη, άρχισαν να ακούγονται φωνές που μιλούν για «το κόστος του μαξιμαλισμού» (Στέφανος Κασιμάτης, Καθημερινή, 14.06.20). Φυσικά, ενδεχόμενες Πρέσπες με την Τουρκία, θα είναι εντελώς διαφορετικές. Δεν θα υποκινούνται από ιδεοληπτικά κίνητρα της ελληνικής πλευράς (θα εξαναγκαστούμε), θα υπογραφούν ίσως σε κάποιο μακρινό νησάκι του Αιγαίου (στα Ίμια ή και στο Καστελόριζο), εκτός και αν έχουμε καραντίνα όποτε θα μπορούν να λάβουν χώρα και στην Αθήνα (ο κόσμος θα φοβάται να βγει στους δρόμους). Σίγουρα, πάντως, θα είναι πιο επώδυνες.
Γεννήθηκε το 1999 στην Βέροια Ημαθίας. Αποφοίτησε το 2017 από το Γενικό Λύκειο Μελίκης και έκτοτε φοιτά στην Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.