13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΜεσοπόλεμος: «Συμμαχική» μεταφορά των βαρών (Μέρος Β')

Μεσοπόλεμος: «Συμμαχική» μεταφορά των βαρών (Μέρος Β’)


Του Χρήστου Αμανατίδη,

Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στον Μεσοπόλεμο, προσεγγίσαμε τη γερμανική ανασυγκρότηση στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ακολουθεί η ανάλυση των λόγων για τους οποίους οι αντίπαλες δυνάμεις του Άξονα (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Σοβιετική Ένωση) επέτρεψαν σε αυτό το «οικοδόμημα» να ψηλώσει τόσο που χρειάστηκαν 6 χρόνια σκληρού πολέμου για να γκρεμιστεί.

Η Μεγάλη Βρετανία βγήκε από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο με μια αδύναμη οικονομία και μια αποικιακή αυτοκρατορία που κλυδωνιζόταν από σοβαρά προβλήματα. Ένας ακόμα πόλεμος ήταν το τελευταίο που ήθελε· η βρετανική κοινή γνώμη θυμόταν έντονα τη φρίκη των χαρακωμάτων. Υπήρχαν, επίσης, φωνές που κατήγγειλαν τη σκληρότητα των προηγούμενων συνθηκών. Αναγνώριζαν ότι οι Γερμανοί είχαν νόμιμα παράπονα που έπρεπε να επιλυθούν. Εξάλλου, μια ισχυρή Γερμανία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο κυματοθραύστης της Σοβιετικής Ένωσης, της κοιτίδας του κομμουνισμού.

Επιπροσθέτως, η προαναφερθείσα οικονομική αδυναμία της Μεγάλης Βρετανίας δεν της επέτρεπε να ασκήσει δυναμική πολιτική απέναντι σε όλους τους αντιπάλους της: Γερμανία στην Ευρώπη, Ιταλία στη Μεσόγειο και Ιαπωνία στην Άπω Ανατολή. Έτσι, αποφασίστηκε να ασκηθούν πιέσεις μόνο στην Ιαπωνία και να υιοθετηθεί η πολιτική του κατευνασμού απέναντι στη Γερμανία και την Ιταλία. Εξ ου και η βρετανική ανοχή στην προσάρτηση της Αιθιοπίας από την Ιταλία και στη γερμανική καταπάτηση της συνθήκης των Βερσαλλιών. Παράλληλα, η Βρετανία έψαχνε κάποιο άλλο κράτος στο οποίο θα επέρριπτε την ευθύνη ανάσχεσης του Άξονα.

Από το 1918 μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, τα σκήπτρα του ισχυρότερου ευρωπαϊκού κράτους ανήκαν στη Γαλλία. Παρά τις αδυναμίες του (μαζική συνταξιοδότηση αξιωματικών, έμφαση σε στατικές μεθόδους πολέμου, μείωση της στρατιωτικής θητείας από τριετή σε μονοετή, πολιτικός ανταγωνισμός που εκδηλωνόταν με έλεγχο στρατιωτικών και μείωση των αμυντικών δαπανών), ο στρατός της θεωρούνταν ο ισχυρότερος στην Ευρώπη και ήταν αποφασισμένος να υπερασπιστεί τα ανατολικά του σύνορα σε περίπτωση εκδικητικού πολέμου εκ μέρους της Γερμανίας. Μάλιστα, για να διασφαλίσει την περικύκλωση του επικίνδυνου γείτονά της, η Γαλλία είχε φροντίσει από τη δεκαετία του 1920 να συνάψει συμμαχίες με τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης (Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία).

Δεν έκανε, όμως, καμιά κίνηση προς τη Σοβιετική Ένωση. Η γαλλική κοινή γνώμη είχε ακόμα νωπή τη μνήμη του πολέμου των χαρακωμάτων και τρομοκρατείτο και μόνο στην ιδέα ότι ένας νέος πόλεμος μπορούσε να ξεσπάσει τόσο σύντομα. Επιπλέον, η πλειονότητα του γαλλικού πληθυσμού απεχθανόταν τον κομμουνισμό και μια σύμπραξη με τη χώρα που αποτελούσε την κοιτίδα του (ΕΣΣΔ), θα εκλαμβανόταν ως εθνική προδοσία.

Η σύμπραξη με τη Σοβιετική Ένωση ήταν αδύνατη και για πρακτικούς λόγους· αντίθετα από την τσαρική Ρωσία, η Σοβιετική Ένωση δεν είχε κοινά σύνορα με τη Γερμανία, επομένως η Γαλλία δε θα μπορούσε να απειλήσει τη Γερμανία με διμέτωπο αγώνα όπως ήταν σε θέση να κάνει από το 1894. Ο «Κόκκινος Στρατός» θα έπρεπε να διασχίσει τα πολωνικά εδάφη για να επιτεθεί στη Γερμανία, κάτι που στα μάτια των Πολωνών ισοδυναμούσε με οικειοθελή υποταγή στον πιο μισητό δυνάστη τους. Άλλωστε, η Σοβιετική Ένωση διέθετε πολύ περισσότερη βιομηχανική και στρατιωτική ισχύ από την τσαρική Ρωσία κι έτσι η Γαλλία δε θα χρειαζόταν να σπεύσει σε βοήθειά της. Επομένως, η Γαλλία μπορούσε να αποποιηθεί την άμεση απόκρουση της Γερμανίας, φορτώνοντάς την στη Σοβιετική Ένωση.

Τέλος, μια γαλλοσοβιετική σύμπραξη θα μπορούσε να προκαλέσει την ολική κατάρρευση του γαλλικού συστήματος συμμαχιών στην ανατολική Ευρώπη, μια και οι προαναφερθέντες εταίροι της Γαλλίας φοβούνταν τη Σοβιετική Ένωση περισσότερο από τη Γερμανία. Αλλά ακόμα κι αυτές οι συμμαχίες στη δεκαετία του 1930 μπορούσαν να θεωρηθούν ημιθανείς, καθώς η Γαλλία ήταν αποφασισμένη να στρέψει τη Γερμανία στην ανατολή, όπως αποδεικνύει η ανοχή της απέναντι στις γερμανικές προκλήσεις και η εγκατάλειψη της Τσεχοσλοβακίας από τη γαλλική πλευρά στο Συνέδριο του Μονάχου.

Την ίδια περίοδο, η Σοβιετική Ένωση είχε να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα· μετά τη συντριβή του τσαρικού στρατού, τη Ρωσική Επανάσταση, τον Εμφύλιο που ακολούθησε και την ήττα στον πόλεμο με την ανεξάρτητη Πολωνία (1919-1921), οι Σοβιετικοί ηγέτες έπρεπε να ανοικοδομήσουν και να εκσυγχρονίσουν τη Ρωσία, αν ήθελαν το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος να έχει πιθανότητες επιβίωσης. Ο κίνδυνος της καταστροφής σε έναν επερχόμενο πόλεμο οδήγησε τον Ιωσήφ Στάλιν σε μια βίαιη αλλά αποτελεσματική εκβιομηχάνιση της σοβιετικής οικονομίας και σε μια μαζική ανάπτυξη του Κόκκινου Στρατού.

Παράλληλα, βλέποντας τη ραγδαία αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, οι Σοβιετικοί αισθάνονταν την ανάγκη να κρατούν ανοικτά όλα τους τα «χαρτιά», με την ελπίδα πως θα βρουν μια λύση που θα τους επιτρέψει να αναβάλλουν ή ακόμα καλύτερα να αποφύγουν τελείως την εμπλοκή τους σε έναν νέο πόλεμο. Από τη στιγμή που η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία τόσο για πρακτικούς όσο και ιδεολογικούς λόγους αρνήθηκαν τη σοβιετική πρόταση περί συλλογικής ασφάλειας, ο Στάλιν προώθησε τα σοβιετικά συμφέροντα μέσω της πολιτικής μεταφοράς των βαρών. Η Σοβιετική Ένωση στη διετία 1938-1939 ερχόταν σε συνοριακές συγκρούσεις με την Ιαπωνία και μια -έστω και προσωρινή- σύμπραξη με τη Γερμανία θα έδινε στη Σοβιετική Ένωση την ευκαιρία να απαντήσει στις ιαπωνικές προκλήσεις χωρίς να ανησυχεί για τη δυτική της πτέρυγα.

H υπογραφή του Συμφώνου μη Επιθέσεως μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ

Για να καταστεί, όμως, δυνατή αυτή η σύμπραξη, οι Σοβιετικοί έπρεπε να δημιουργήσουν στους Γερμανούς την προδιάθεση να επιτεθούν πρώτα στη δύση. Ο Στάλιν ήλπιζε ότι όταν αυτό συνέβαινε η Γερμανία θα αναλωνόταν σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς με τις άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις, γεγονός που θα επέτρεπε στις ακέραιες σοβιετικές δυνάμεις να δράσουν ανενόχλητες στο όνομα της διάδοσης του σοσιαλισμού και της παγκόσμιας επανάστασης. Γι’ αυτό ο Μολότοφ υπέγραψε στις 23 Αυγούστου του 1939 το Σύμφωνο μη Επιθέσεως με τον Ρίμπεντροπ, προσφέροντας στους Σοβιετικούς τη δυνατότητα να αποκρούσουν την ιαπωνική επίθεση, να αποκτήσουν εδάφη με στρατηγική σημασία και να ξαναστήσουν τον στρατό που οι μαζικές εκκαθαρίσεις του 1937-1938 είχαν «σακατέψει», αποκρούοντας εν τέλει τη γερμανική «επιχείρηση Μπαρμπαρόσα».

Οι δεκαετίες του 1920 και του 1930 ήταν δύο δεκαετίες κρίσιμης σημασίας. Στη διάρκεια αυτών, οι αδυναμίες των συνθηκών που τερμάτισαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εκδηλώθηκαν στο μέγιστο. Ακόμα και σε αυτό το κλίμα όμως, μια αποφασιστική σύμπραξη των νικητών θα μπορούσε να επιλύσει αυτά τα προβλήματα και να αποτρέψει έναν νέο πόλεμο πριν ξεκινήσει. Καθώς, όμως, οι νικητές απέφευγαν να αναλάβουν την ευθύνη και προσπαθούσαν απλά να την επιρρίψουν σε κάποιον άλλον, το πρόβλημα διογκώθηκε τόσο που χρειάστηκαν 6 χρόνια μαχών και 50.000.000 ζωές για να επιλυθεί.


Ενδεικτικές Πηγές

  • E.M. Burns: Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, σελίδες: 912-921
  • John E. Mearsheimer: Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, σελίδες: 600-621
  • Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Αθανάσιο Σφήκα, για τις πληροφορίες που άντλησα από τις διαλέξεις που έδωσε στις 13 Νοεμβρίου του 2019, με θέμα το διπλωματικό επίπεδο και τη στρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στο πλαίσιο του μαθήματος-ειδίκευσης στον 20ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας

Χρήστος Αμανατίδης

Γεννημένος το 1999 και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, είναι απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Ασχολείται με τον εθελοντισμό, συμμετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια, ενώ σε μικρότερη ηλικία είχε κάνει και μαθήματα σε θεατρική ομάδα. Ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για την σύγχρονη ιστορία και τη ζωολογία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χρήστος Αμανατίδης
Χρήστος Αμανατίδης
Γεννημένος το 1999 και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, είναι απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Ασχολείται με τον εθελοντισμό, συμμετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια, ενώ σε μικρότερη ηλικία είχε κάνει και μαθήματα σε θεατρική ομάδα. Ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για την σύγχρονη ιστορία και τη ζωολογία.