Της Άννας Σπυροπούλου,
Ο κινηματογράφος είναι η γειτονιά μας∙ ανεξάρτητα από το αν αποτελούν οάσεις μέσα στον οικιστικό ιστό ή δίπλα σε παραλίες, οι θερινοί κινηματογράφοι αποτελούν κάτι σαν πεδία διαλόγου με τον περιβάλλοντα χώρο και αντανακλούν με κάποιον μαγικό τρόπο την κουλτούρα και τη συμπεριφορά των ανθρώπων της γειτονιάς τους.
Σε αυτό το άρθρο θέλησα να κάνω μια μικρή ιστορική αναδρομή στους θερινούς κινηματογράφους της γενέθλιας πόλης μου, του Βόλου, και πιο συγκεκριμένα μέσα από τα μάτια του μικρού Χαρίλαου, του πατέρα μου, ο οποίος έζησε την ακμή τους τη δεκαετία του ’65-’75. Γεννημένος στη Νέα Ιωνία Βόλου, τα προσφυγικά των Μικρασιατών, γνώρισε από κοντά τους καλοκαιρινούς παραδείσους της εποχής, που αναδείχθηκαν και αγαπήθηκαν από όλους τους ανθρώπους. Σε όλο τον Βόλο υπήρχαν περίπου 20 θερινοί κινηματογράφοι, μερικοί εξ αυτών η Αργώ με ιδιοκτήτη τον Κώστα Ζάχαρη, το Ηρώδειον στη Ν. Ιωνία επί της οδού Εθν. Αντιστάσεως (σημερινή οδός Εθν. Αγώνων), ιδιοκτησία Αδελφών Παρασκευά, η Νίκη, χειμερινός κινηματογράφος αλλά με δυνατότητα να λειτουργεί και ως θερινός καθώς άνοιγαν τα πλαϊνά παράθυρα, ο Έσπερος επί της οδού Κουταρέλια, το Πανελλήνιον στη συνοικία Αγ. Βασιλείου και η Εξωραϊστική, η οποία λειτουργεί από το 1930 μέχρι και σήμερα. Κινηματογράφοι μεγάλοι σε έκταση, σε μερικές περιπτώσεις και με πατάρι, και με τη δυνατότητα υπόστεγου ή άλλων αφαιρούμενων μερών. Όπως και τα περισσότερα παιδιά, πουλούσε αναψυκτικά με τους ασήκωτους εκείνους μεταλλικούς κουβάδες που ένα αγοράκι με κοντά παντελονάκια και αδύναμα χέρια δυσκολευόταν τόσο να κρατήσει, μοίραζε στην είσοδο τις υποθέσεις των έργων, όπου έβλεπε κάποιος τις προβολές, τους ηθοποιούς και το περιεχόμενο του έργου, και συνάμα, καθώς δεν είχε την οικονομική ευχέρεια, παρακολουθούσε και την προβολή. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι δεκάδες οικογένειες ζούσαν από τον κινηματογράφο, όπου απασχολούνταν ταμίες, ταξιθέτες, υπάλληλοι κυλικείου, αλλά και μηχανικοί προβολής. Αξίζει, ακόμη, να αναλογιστεί κανείς ότι κόβονταν έως και 3.000 εισιτήρια την ημέρα, ιδιαίτερα σε ταινίες του Ξανθόπουλου.
Όλα τα παραπάνω σκιαγραφούν τον θερινό κινηματογράφο πολλών χρόνων πριν. Μια ολότελα διαφορετική εικόνα, με έναν κόσμο που είχε ελάχιστες ευκαιρίες για διασκέδαση, με μικρά αγοράκια που μέσω επαγγελμάτων που έχουν πλέον χαθεί έβγαζαν ένα χαρτζιλίκι και ταυτόχρονα περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους, με παραγωγές που σέβονταν την τέχνη και την υπηρετούσαν άξια. Φτώχεια, φυσικά, μα και τέτοια αθωότητα που αλησμόνητα την κουβαλούν όσοι την έζησαν. Ο κινηματογράφος ήταν υπόθεση που αφορούσε όλη την οικογένεια, ένα κοινωνικό φαινόμενο που ενισχύθηκε μετά από δύσκολες περιόδους, δίνοντας στον κόσμο διεξόδους και ανάσες αισιοδοξίας. Οι ατέλειωτες ουρές που σχηματίζονταν έξω από τους κινηματογράφους του Βόλου, εν αναμονή της επόμενης προβολής, είναι ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη αλλά και την καρδιά των παιδιών που βίωσαν το ιδιαίτερο κλίμα εκείνης της εποχής, ακούμπησαν τα όνειρά τους στο πανί της μεγάλης οθόνης, έγιναν συμμέτοχοι της κινηματογραφικής δράσης.
Σήμερα, οι κινηματογράφοι στον βωμό των χρημάτων και εξαιτίας της διαμερισματοποίησης των οικοπέδων, έχουν μειωθεί υπερβολικά σε αριθμό και η «μαγεία» τους έχει εξασθενήσει. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει κιόλας χαθεί. Πολλοί είναι εκείνοι που αντί να μείνουν μόνοι σπίτι και να δουν μια σειρά στο Netflix ή μια ταινία σε κάποιο από τα διάφορα site, θα προτιμήσουν να πάνε στο πιο κοντινό θερινό σινεμά και να παρακολουθήσουν την αγαπημένη τους ταινία με καλή παρέα, και αντί για το κλιματιστικό και την οθόνη μιας ηλεκτρονικής συσκευής, να νιώσουν το καλοκαιρινό αεράκι, να μυρίσουν το άρωμα των λουλουδιών, να αντικρίσουν το καλοκαιρινό ολόγιομο φεγγάρι.
Φυσικά, η ενημέρωση που επιτυγχάνεται μέσα από την τεχνολογία είναι στα plus της εποχής μας, αφού λόγω της πληθώρας επιλογών ο θεατής χρειάζεται να ξέρει από πριν τι θα επιλέξει να δει, ώστε να μείνει και εν τέλει ευχαριστημένος. Ένα ακόμη θετικό αυτό των ποικίλων ταινιών, καθιστά το σινεμά ένα είδος διασκέδασης για κάθε φιλοσοφία και ιδιοσυγκρασία ανθρώπου.
Τέλος, χρήζει ανάγκης να σημειωθεί ότι παρατηρείται μια μικρή στροφή στην ανάδειξη της γοητείας του θερινού σινεμά, με την Αθήνα κυρίως να προσπαθεί να διατηρήσει και να προβάλλει την αξία του καλοκαιρινού σινεμά, του ειδικά διαμορφωμένου μέσα στην καρδιά της πόλης. Καλό είναι αυτή η προσπάθεια να μας βρει όλους συμμάχους, μια και ο θερινός κινηματογράφος είναι ένας χώρος που περικλείει μέσα του μνήμες του παρελθόντος, δίνει το βήμα στην τέχνη να αποτελεί διαχρονικό τρόπο διασκέδασης και συνδέεται με την ομορφότερη και πιο ξέγνοιαστη εποχή του χρόνου, εκείνη που οξύνει όλες τις αισθήσεις και προκαλεί μια μόνιμη ευφορία.
Γεννήθηκε στο Βόλο το 1997. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ειδικεύτηκε στον τομέα της Μεσαιωνικής και Νεότερης Φιλολογίας. Από νεαρή ηλικία είχε αντιληφθεί την αγάπη της για τη λογοτεχνία, διαβάζοντας και αναλύοντας πλήθος λογοτεχνικών κειμένων. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια φιλολογικού ενδιαφέροντος. Στοχεύοντας σε μεταπτυχιακό τίτλο της Ειδικής Αγωγής, έχει παρακολουθήσει σεμινάριο και έχει λάβει πιστοποίηση του συστήματος ανάγνωσης και γραφής Braille. Ενδιαφέροντα της μεταξύ άλλων αποτελούν το κλασικό μπαλέτο, το πιάνο και τα ταξίδια.