Του Βασίλη Λ. Παπαγιαννιδη,
Ένας και πλέον μήνας έχει περάσει από την 5η Μαΐου, όταν το δεύτερο Τμήμα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Καρλσρούης εξέδωσε μία απόφασή-σταθμό.
Επρόκειτο για μία ιστορική στιγμή στην εβδομηκονταετή ιστορία του σπουδαίου αυτού θεσμικού οργάνου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά την οποία η σύνθεση έκρινε ότι τόσο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδρασαν καθ’ υπέρβαση αρμοδιοτήτων (ultra vires) σχετικά με το πρόγραμμα εξαγοράς κρατικών ομολόγων που ήδη από το 2015 αποφασίστηκε και εκπονήθηκε από την πρώτη σε μία εποχή που η θεσμική παρέμβαση στην κρίση ήταν αναγκαία προκειμένω να διασφαλισθεί το minimum της σταθερότητας των αγορών.
Ήταν η πρώτη φορά που το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε μία απόφαση προερχόμενη από το ΔΕΕ (υπόθεση Weiss του 2018) ως ανεφάρμοστη στη Γερμανία και διαφύλαξε στη δικαιοδοσία του την κρίση επί της ισχύος της απόφασης της ΕΚΤ περί του προγράμματος εξαγοράς ομολόγων εντός της γερμανικής έννομης τάξης.
Μολονότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται για μία διαφορά τεχνικής φύσεως που συνοψίζει τον αγώνα για κυριαρχία μεταξύ δύο κορυφαίων δικαιοδοτικών οργάνων στην Ευρώπη, εντούτοις πρόκειται για μία δικανική κρίση εμπεριέχουσα εντόνως χαρακτηριστικά συνταγματικού ακτιβισμού από πλευράς Γερμανικού Ομοσπονδιακού με πολλαπλές πιθανές βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες συνέπειες.
Η πλήρης κατανόηση, ωστόσο, των παρελκομένων και των επιπτώσεών της απαιτεί την προσέγγισή της ως μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου, καθώς ακόμα και την προσεκτική ανάλυση του περιεχομένου της.
Η Αρχή του Κράτους Δικαίου είναι από τα θεμελιώδη εργαλεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήδη από τη δεκαετία του ’50. Η εγκαθίδρυση και λειτουργία μίας κοινής, έννομης τάξης υπερέχουσας των αντίστοιχων εθνικών βασίστηκε πρωτίστως σε δύο πυλώνες, στην Αρχή της Υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου σε σχέση με εκείνα των Κρατών-Μελών και στη στενή συνεργασία μεταξύ εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και ΔΕΕ.
Αυτό, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την τυφλή και άνευ όρων αποδοχή εκ μέρους των εθνικών δικαστών της υπεροχής του Δικαίου της ΕΕ. Εδώ και αρκετά χρόνια ένας σημαντικός αριθμός εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων έχει θέσει συγκεκριμένα όρια στην αποδοχή της Αρχής της Υπεροχής και στη συνακόλουθη εξουσία του Ευρωπαίου δικαστή να έχει τον τελευταίο λόγο σε ό,τι αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων.
Αυτή ακριβώς η προσέγγιση ήταν που σταδιακά ενσωματώθηκε στη νομολογία της Καρλσρούης με αποδέκτη το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου. Συγκεκριμένα, το Γερμανικό Συνταγματικό είχε επανειλημμένα αποφανθεί ότι διατηρεί την εξουσία κρίσης περί της μη υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου σε τρεις περιπτώσεις: πρώτον, στην παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεύτερον, στην δράση καθ’ υπέρβαση αρμοδιοτήτων της ΕΕ και τρίτον, στην παραβίαση του πυρήνα της αρχής της Γερμανικής Συνταγματικής Ταυτότητας. Ποτέ βέβαια έως σήμερα το Δικαστήριο δεν ενεργοποίησε πλήρως κανέναν από τους εξαιρετικούς μηχανισμούς διατήρησης δικαιοδοσίας κατ’ αποκλεισμό του ΔΕΕ.
Η υπό συζήτηση απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου εκκινεί από την προσφυγή εναντίον θεσμών της Γερμανίας για την ενεργό εμπλοκή τους δια της παροχής εγγυήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος εξαγοράς κρατικών ομολόγων που εκπόνησε η ΕΚΤ το 2015 κατόπιν πρωτοβουλιών του τότε Προέδρου της, Μάριο Ντράγκι. Επρόκειτο για μία ιστορική θεσμική παρέμβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008, που αποσκοπούσε στην αποφυγή της αδυναμίας δανεισμού των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης και κατά τούτο στην εξασφάλιση ενός πλέγματος ασφαλείας που θα επιτύγχανε την μακροπρόθεσμη επάνοδο των αγορών στην σταθερότητα.
Το βασικό ζήτημα που τέθηκε από τους προσφεύγοντες ήταν κατά πόσον η γερμανική ανάμειξη ήταν σύμφωνη τόσο με την Αρχή της απαγόρευσης των πιστωτικών διευκολύνσεων, που θεσπίζεται ρητά στο Άρθρο 123 ΣΛΕΕ, όσο και με τη βασική αρχή της δοτής αρμοδιότητας επί της οποίας ερείδεται το όλο σύστημα του Δικαίου της ΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό οι Δικαστές της Καρλσρούης απηύθυναν προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ στη βάση του Άρθρου 267 ΣΛΕΕ σχετικά με τη δυνατότητα της ΕΚΤ να προβαίνει σε μείζονος κλίμακας εξαγορές κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά. Το δε τελευταίο απάντησε καταφατικά μέσω της απόφασης Weiss.
Οι Γερμανοί, ωστόσο, δικαστές έκριναν στη συνέχεια την απόφαση του ΔΕΕ ως «αντικειμενικά αυθαίρετη» και εξ αυτού του λόγου ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση αρμοδιοτήτων (ultra vires) και επομένως μη δυνάμενη να εφαρμοστεί εντός γερμανικής έννομης τάξης, ερειδόμενη σε χαμηλό επίπεδο δικαστικής αξιολόγησης. Ως αποτέλεσμα, το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο υποκαταστάθηκε defactoστη θέση του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου και έκρινε επί της ισχύος απόφασης της ΕΚΤ, καταλήγοντας ότι εξέλιπε επαρκής αιτιολόγηση και συνακόλουθα ότι μόνο κατόπιν δομικής τροποποίησης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράγουσα έννομα αποτελέσματα εντός Γερμανίας.
Παραδόξως, το Δικαστήριο δεν διαφώνησε με την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου της ΕΕ στην υπόθεση Weiss. Ουσιαστικά αποδέχεται και αυτό ότι το πρόγραμμα εξαγοράς ομολόγων της ΕΚΤ δεν παραβιάζει σε καμία περίπτωση την Αρχή της απαγόρευσης των πιστωτικών διευκολύνσεων, όπως η τελευταία διαρθρώνεται στο Άρθρο 123 ΣΛΕΕ. Διαχωρίζει όμως τη θέση του από το ΔΕΕ επί τη βάσει μεθοδολογικών σκοπών, αναδεικνύοντας κατά τούτο τη φύση της δικανικής του κρίσης επί της υπόθεσης αυτής ως μίας τεχνικής εποπτικής εξέτασης των συλλογισμών του τελευταίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τον θόρυβο που προκλήθηκε η υπό συζήτηση απόφαση δεν επηρεάζει ουσιαστικά την ισχύ και εγκυρότητα των αποφάσεων τόσο του ΔΕΕ στην υπόθεση Weiss όσο και της ΕΚΤ επί της εκτεταμένης εξαγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, η οποία και θα συνεχιστεί ως έχει. Αντιθέτως, η σημασία της εντοπίζεται στο ότι απευθύνεται ευθέως προς τη Γερμανική Κυβέρνηση, τη Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, καθώς και το Κοινοβούλιο εγείροντας ζητήματα ευθυνών τους για την πολιτική διαχείριση της τότε κατάστασης.
Πρέπει, ωστόσο, να γίνει αποδεκτό πλέον ότι η εν λόγω απόφαση θα έχει σημαντικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Η Ενωμένη Ευρώπη βρίσκεται απέναντι σε μία ιστορική συγκυρία, έχοντας μόλις συμφωνήσει για την παροχή κολοσσιαίας οικονομικής στήριξης στο σύνολο των κρατών για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Ταυτόχρονα δεν ελλείπουν κατά τα τελευταία έτη ευθείες αμφισβητήσεις της Αρχής της Υπεροχής σε συνδυασμό με συστηματικές κατά πώς φαίνεται παραβιάσεις της Αρχής του κράτους Δικαίου από πλευράς πληθώρας εθνικών κυβερνήσεων, και όλα αυτά στον απόηχο του Brexit. Είναι πλέον φανερό ότι η σύγκρουση μεταξύ Ενωσιακού και Εθνικών Δικαίων των Κρατών-Μελών θα λάβει ευρείες διαστάσεις, με την ενοποιητική διαδικασία μέσω της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής των κοινών κανόνων να καθίσταται ολοένα και δυσκολότερη. Εξάλλου, εφόσον η Καρλσρούη αμφισβητεί ευθέως την Αρχή της Υπεροχής, ποιος ο λόγος να μην μπορούν να πράξουν το ίδιο η Βαρσοβία ή η Βουδαπέστη;
Τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης ακολούθησε σειρά επίσημων ανακοινώσεων της Κομισιόν, της ΕΚΤ και του ΔΕΕ που τόνιζαν την υπεροχή του Δικαίου της ΕΕ έναντι των κανόνων των εθνικών δικαίων, καθώς και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ένωσης για όλα τα εθνικά δικαστήρια. Εν συνεχεία οι Πολωνικές αρχές σχεδόν αμέσως διόρισαν τέσσερις νέους δικαστές στο Συνταγματικό Δικαστήριο, οι οποίοι επικαλούμενοι το νομολογιακό προηγούμενο από την υπόθεση Weiss αποφάνθηκαν ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΔΕΕ επί του ζητήματος των μεταρρυθμίσεων στην Πολωνική Δικαιοσύνη εκδόθηκαν καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας (ultra vires).
Το ερώτημα επομένως που τίθεται είναι πώς η ΕΕ πρόκειται να αντιδράσει από εδώ και πέρα έναντι ενός κύματος εθνικού συνταγματικού ακτιβισμού που μόλις ξεκίνησε. Δεδομένων και των σχετικών αναφορών της Προέδρου της Κομισιόν, Ursula von der Leyen, η έναρξη διαδικασιών παραβίασης του Ενωσιακού Δικαίου εκ μέρους των Κρατών-Μελών φαίνεται αναπόφευκτη. Και αυτό παρά τις όποιες τεχνικές δυσκολίες θεμελίωσης κρατικών παραβιάσεων απορρέουσες σε πράξεις της δικαστικής εξουσίας.
Σε κάθε περίπτωση η εκκίνηση διαδικασιών επί τη βάσει του Άρθρου 258 ΣΛΕΕ είναι ένα χρήσιμο μεν εργαλείο, αλλά δεν αποτελεί οριστική λύση. Δεδομένου ότι θα χρειαστούν μακροπρόθεσμα μέτρα αναδόμησης του ευρωπαϊκού δικαστηριακού διαλόγου, η συγκρότηση ενός συνταγματικού τμήματος του ΔΕΕ, απαρτιζόμενο από ευρωπαϊκούς και εθνικούς δικαστές, που θα κρίνει ad hoc κάθε φορά που ανακύπτει ζήτημα υπέρβασης αρμοδιοτήτων εκ μέρους της ΕΕ στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος τεθειμένου από το εκάστοτε Ανώτατο Δικαστήριο Κράτους-Μέλους, θα ήταν μία ενδεδειγμένη λύση. Πρόκειται για μία πρόταση προερχόμενη από τους νομομαθείς Joseph Weiler και José Luis Requejo, η οποία θα αποτελέσει κατά πάσα πιθανότητα τη βάση ενός ευρέος διαλόγου σχετικά με το μέλλον της δικαιοσύνης στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Εν κατακλείδι, το μέλλον μόνο πρόκειται να δείξει τις πραγματικές συνέπειες της τελευταίας απόφασης του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στη διαδικασία της ενοποίησης. Μέχρι τότε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί οφείλουν να εκπληρώνουν το καθήκον τους με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια, όπως μέχρι σήμερα πράττουν.
Πηγές
- Υπόθεση C-493/17 Weiss.
- Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
- https://www.eliamep.gr/en/publication/%CE%B7-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B7-weiss-%CF%89%CF%82-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%84%CF%85%CF%87%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D/
Είναι νέος δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Την παρούσα περίοδο πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Πανεπιστήμιο του Leiden της Ολλανδίας. Η εξελισσόμενη σχέση μεταξύ του Ενωσιακού και των εθνικών δικαίων, η οικονομική κρίση και η συμβολή της στην ολοκλήρωση της Νομισματικής Ένωσης ως σταδίου πλήρους επίτευξης της Κοινής Αγοράς αποτελούν τον πυρήνα των ενδιαφερόντων του. Η αντανάκλαση των παραπάνω παραγόντων στην έκταση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην καθημερινότητα του Ευρωπαίου πολίτη τα καθιστούν μείζονος σημασίας ζητήματα τα οποία εξετάζει υπό την προσωπική του οπτική.