Του Στέφανου Κωστούρου,
Είναι γνωστό ότι το Ναύπλιο (Napoli di Romania, για τους Ενετούς) υπήρξε ιστορικώς σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο τόσο για την Πελοπόννησο όσο και γενικότερα για ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Ήταν ένας «διαχρονικός» στόχος και ήταν φυσικό σε κάθε περίοδο κυρίευσής του να υπήρχαν οχυρωματικά και αμυντικά έργα. Φρούριο του Παλαμηδίου, Μπούρτζι, Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία) είναι τα κυριότερα. Καθένα από αυτά είναι και ένα κομμάτι της ιστορίας αλλά και του πολιτισμού μας. Μιας ιστορίας που περνά μέσα στους αιώνες με διαφορετικό μανδύα και ενός πολιτισμού πολύπλευρου και συνάμα μοναδικού. Το κάστρο του Παλαμηδίου αποτελεί οπωσδήποτε ένα τεράστιο οχυρωματικό δημιούργημα, το οποίο στέκεται επιβλητικότατα «σαν ίσκιος» πάνω από την πόλη του Ναυπλίου.
Το κάστρο είναι χτισμένο σε ύψωμα 216 μ., που βρίσκεται ανατολικά απ’ την πόλη. Πήρε την ονομασία του από τον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη, γιο του Ναυπλίου και της Κλυμένης. Το ύψωμα αυτό είναι απόκρημνο απ’ όλες τις πλευρές εκτός από την ανατολική, που είναι και η κύρια πρόσβαση του κάστρου. Το κάστρο σχεδίασε ο Zιαξίχ (Giaxich) και κατασκεύασε ο Γάλλος Λασάλ (La Salle). Ειδικότερα, πρώτος οχύρωσε συστηματικά (το 1687) το Παλαμήδι ο Φραγκίσκος Μοροζίνης (ο οποίος πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 1694 στο Ναύπλιο και τάφηκε στη Βενετία), το έργο συνέχισε το 1690 ο Ιάκωβος Κορνέρ και, τέλος, το 1712 ο Ενετός προβλεπτής Αυγουστίνος Σαγρέδος ολοκλήρωσε το συγκρότημα και λάξευσε τη θολωτή κλίμακα επικοινωνίας με την πόλη. Το φρουριακό συγκρότημα αποτελείται από 8 προμαχώνες, που καθένας τους περιβάλλεται από τείχος και σε περίπτωση ανάγκης μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνος του για άμυνα ή επίθεση. Τα ονόματά τους, αρχικά τούρκικα και μετά ελληνικά, είναι:
Τζιδάρ Τάπια ή Προμαχώνας του Αγίου Ανδρέου ή Φρουραρχείον (επειδή εκεί ήταν το φρουραρχείο). Ο Ναός Αγίου Ανδρέα βρίσκεται μέσα στον ομώνυμο προμαχώνα. Στεγάζεται με ημικυλινδρικό θόλο και εισχωρεί κατά το ανατολικό μισό μέρος μέσα σε μία από τις καμάρες που στηρίζουν τον περίπατο των τειχών. Το ελεύθερο μέρος του είναι δίκλιτο. Τάβελ Τάπια ή Φωκίων (κατ’ άλλους Φωκιανός). Καρά Τάπια ή Θεμιστοκλής. Μπαζιριάν Τάπια ή Μιλτιάδης (είναι ο ψηλότερος προμαχώνας, ύψους 22 μ., και έχει αποθήκες). Χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή του ήρωα της Επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Σεϊτάν Τάπια ή Επαμεινώνδας (κοντά του έχει εντοιχιστεί λίθινη πλάκα με τα σύμβολα της τουρκικής κατακτήσεως). Τομπράκ Τάπια ή Λεωνίδας. Γιουρούς Τάπια ή Αχιλλεύς (είναι ο χαμηλότερος από όλους, ύψους 6 μ. και ονομάστηκε Γιουρούς Τάπια γιατί από εκεί μπήκαν μετά από έφοδο, στα τούρκικα «γιουρούς», στο φρούριο οι Τούρκοι και το κατέλαβαν από τους Ενετούς το 1715· από τον ίδιο προμαχώνα μπήκαν το 1822 και οι Έλληνες και κατέλαβαν το Παλαμήδι). Δενίζ Καπού ή Ρομπέρ (προς τιμήν του Γάλλου φιλέλληνα Φραγκίσκου Ρομπέρ που πέθανε το 1826 από τα τραύματά του κατά την πολιορκία της Ακροπόλεως των Αθηνών).
Παρά την ταχύτατη κατασκευή του, το Παλαμήδι γρήγορα βίωσε την πολιορκία και την αλλαγή φρουράς του. Το 1714 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κηρύττει τον πόλεμο στη Βενετία (7ος Βενετοτουρκικός Πόλεμος). Στα πλαίσια των συγκρούσεων, οι Οθωμανοί πολιορκούν το Ναύπλιο και το Παλαμήδι. Ο θρύλος αναφέρει πως το φρούριο έπεσε κατόπιν προδοσίας του κατασκευαστή του κάστρου και μηχανικού Λασάλ. Έτσι, από το 1718 (επίσημη χρονιά της έναρξης της Οθωμανικής κατοχής στην Πελοπόννησο) μέχρι και το 1821, το Ναύπλιο και το Παλαμήδι αποτελούν κτήσεις του Σουλτάνου. Με την έναρξη της επανάστασης, το Ναύπλιο αποτέλεσε απ’ τους πρώτους στόχους των επαναστατών. Τη νύχτα της 29/30 Νοεμβρίου 1822, ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης με 350 (ή κατ’ άλλους 280) επίλεκτα παλληκάρια απελευθέρωσαν το Παλαμήδι και την επομένη το πρωί, 30 Νοεμβρίου, τελέστηκε δοξολογία στον εκεί μικρό ναό του Αγίου Ανδρέα. Στα μετέπειτα χρόνια, το Παλαμήδι μετατράπηκε σε φυλακή και συγκεκριμένα ο προμαχώνας Μιλτιάδης για τους ισοβίτες ή θανατοποινίτες κατάδικους και οι λεγόμενες φυλακές του «Αγιαντρέα» ή «Κατάστημα» γι’ αυτούς που είχαν ελαφρότερες ποινές. Σήμερα αποτελεί έναν από τους επισκεψιμότερους και επιβλητικότερους χώρους της Αργολίδας για τους τουρίστες.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Ιωάννης Θ. Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μοριά, 1968
- Ντιάνα Αντωνακάτου, Ναύπλιο ’88, Αθήνα 1988