Της Έφης Βούζιου,
Την Πέμπτη 18 Ιουνίου, το δικαστήριο της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης επτά ετών την πρώην επικεφαλής της Ειδικής Εισαγγελίας της χώρας, Κάτιτσα Γιάνεβα, για κατάχρηση εξουσίας σχετικά με υπόθεση εκβιασμού γνωστού επιχειρηματία της χώρας. Η Κάτιτσα Γιάνεβα, η οποία κρίθηκε ένοχη στην υπόθεση Reket, κρατείται ήδη από τις 21 Αυγούστου του 2019, καθώς είχε συλληφθεί με την υποψία ότι εκβίασε τον γνωστό επιχειρηματία Όρτσε Κάμτσεφ, ζητώντας του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να δείξει επιείκεια, μιας και το γραφείο της ήταν αυτό που του είχε ασκήσει δίωξη για διαφθορά.
Για την ίδια υπόθεση, το δικαστήριο καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης εννέα ετών ιδιοκτήτη τηλεοπτικού σταθμού της χώρας, ο οποίος κατηγορήθηκε και για ξέπλυμα χρήματος. Ο ιδιοκτήτης του φιλοκυβερνητικού, ομολογουμένως, τηλεοπτικού σταθμού, ο οποίος μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου έκλεισε, και η Γιάνεβα κατηγορήθηκαν ότι ζητούσαν από τον επιχειρηματία το ποσό των 8 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να τον «βοηθήσουν» να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε για σοβαρά ποινικά αδικήματα. Ο ιδιοκτήτης του τηλεοπτικού σταθμού και ένας συνεργάτης του κατάφεραν με περίτεχνο τρόπο να του αποσπάσουν 1,5 εκατομμύριο ευρώ. Ο συνεργάτης του δεν είναι άλλος από τον πρώην πρωταγωνιστή ριάλιτι, Μπόγιαν Γιοβανόφσκι, ο οποίος απέκτησε δεσμούς με κορυφαίους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένης της Γιάνεβα και του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ. Αναρτήσεις σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, με φωτογραφίες του που τον έδειχναν μαζί τους, επιβεβαίωναν τις επαφές τους. Από τα χρήματα αυτά φαίνεται, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, να έλαβε και η Γιάνεβα το ποσό των 50.000 ευρώ.
Η ίδια, μετά την αποκάλυψη της φερόμενης ανάμειξής της στον εκβιασμό του Όρτσε Κάτσεφ από τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης, υπέβαλε την παραίτησή της τον περασμένο Ιούλιο, καθώς το σκάνδαλο που συνδέθηκε με το όνομά της, στιγμάτισε ανεπιστρεπτί την επαγγελματική της πορεία. Η ίδια επιδιώκοντας να «σώσει» το όνομά της, αρνείται κάθε εμπλοκή της. Ο Όρτσε Κάμτσεφ δεν είναι απλά ένας ταπεινός επιχειρηματίας, αλλά θεωρείται ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Βόρεια Μακεδονία, ο οποίος φέρεται να πλούτισε ιδιαίτερα τα περασμένα χρόνια, λόγω των στενών δεσμών και φιλικών σχέσεων που διατηρούσε με την κυβέρνηση του Νίκολα Γκρούεφσκι.
Ο Εισαγγελέας Λιούμπομιρ Γιοβέσκι δήλωσε πως τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η Γιάνεβα διέπραξε «εγκληματική ενέργεια», καθώς καταχράστηκε την εξουσία της. Η Ειδική Εισαγγελία είχε σχηματιστεί τον Σεπτέμβριο του 2015, με διακομματική συμφωνία και με τη μεσολάβηση της Ε.Ε., με σκοπό τη διερεύνηση των υποθέσεων που προκύπτουν από το περιεχόμενο των τηλεφωνικών υποκλοπών και τα σκάνδαλα που αφορούν τις κυβερνήσεις του Νίκολα Γκρούεφσκι. Τόσο η σύσταση όσο και η δράση της βοήθησαν στο να τεθεί ένα τέλος στην υπάρχουσα πολιτική αστάθεια της χώρας. Η Κάτιτσα Γιάνεβα τέθηκε επικεφαλής της ομάδας αυτής και χειρίστηκε τις υποθέσεις διαφθοράς του πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι, στέλνοντάς τον ως κατηγορούμενο αυτόν και πολλούς υπουργούς του για βαριά κακουργήματα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι καταγγελίες και η σύλληψή της θορύβησαν και μονοπώλησαν το ενδιαφέρον του κόσμου το τελευταίο διάστημα.
Επιπλέον, η υπόθεση έλαβε και πολιτικές διαστάσεις στη γείτονα χώρα, καθώς το αντιπολιτευόμενο κόμμα VMRO-DPMNE υποστήριξε θερμά ότι η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ κάλυπτε και υποστήριζε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Από την άλλη μεριά, ο Ζόραν Ζάεφ απέρριπτε και αρνούνταν κάθε ανάμειξη και εμπλοκή της κυβέρνησής του στη συγκεκριμένη υπόθεση και κατηγορούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους για λαϊκισμό.
Όλα αυτά έχουν ξεσπάσει σε μία περίοδο έντονης πολιτικής αστάθειας για τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς μετά από συμφωνία της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, θα διεξαχθούν στις 15 Ιουλίου οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Η ημέρα θα είναι Τετάρτη και θα κηρυχθεί ως μη εργάσιμη, ενώ παράλληλα οι κάλπες θα παραμείνουν ανοιχτές μέχρι τις 21.00, αντί στις 19.00, όπως γινόταν σε όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις της χώρας. Η διεξαγωγή των εκλογών αρχικά είχε οριστεί για τις 12 Απριλίου, όμως λόγω των συνθηκών που επικράτησαν, όλες οι διαδικασίες διακόπηκαν στις 21 Μαρτίου, 22 ημέρες δηλαδή πριν από την ημέρα διεξαγωγής.
Εν κατακλείδι, συμπεραίνουμε πως η διαφθορά και ο χρηματισμός δε γνωρίζουν γεωγραφικά σύνορα ούτε φυλετικές διακρίσεις. Εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από την ιδεολογία και την ηθική του εκάστοτε ανθρώπου, κι αυτό ακριβώς είναι που τα καθιστά φαινόμενα ιδωμένα σε παγκόσμια κλίμακα. Όταν εμπιστεύονται την κρίση σου για τη διαλεύκανση μιας τόσο σημαντικής υπόθεσης όσο αυτήν της διαφθοράς ολόκληρης ενεργής κυβέρνησης, το βάρος που καλείσαι να κουβαλήσεις είναι τεράστιο. Το ζήτημα είναι αν θα αντέξεις να ανταπεξέλθεις κι αν θα βγεις αλώβητος από όλη αυτήν τη διαδικασία, όπως η εν λόγω εισαγγελέας η οποία δεν τα κατάφερε.
Είναι αυτονόητο πως όταν πρόκειται για οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα τέτοιου βεληνεκούς, τίθενται σε κίνδυνο συμφέροντα ανθρώπων με τεράστια επιρροή και δύναμη, οι οποίοι δεν ανέχονται εύκολα τη διατάραξη του «οράματός» τους και την παρεμπόδιση των στόχων τους. Τον εκβίασε πραγματικά; Την παγίδευσαν; Προσπάθησε να «σηκώσει κεφάλι» σε ένα βαθιά διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα; Ήταν η ίδια μέρος του συστήματος και ακολουθούσε αυτοβούλως τέτοιες πρακτικές; Αυτά είναι μόνο κάποια ερωτήματα που συνδέονται, όχι μόνο με αυτήν την εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά και με κάθε άλλη υπόθεση στην οποία εμπλέκονται «θηρία» του πολιτικού συστήματος.
Γεννήθηκε το 1997 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει αρκετές ομιλίες και ημερίδες σχετικές με το αντικείμενο των σπουδών της καθώς και με τον ευρύτερο τομέα της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερη είναι η συμμετοχή της σε εθελοντικές δράσεις τις οποίες θεωρεί καίριες για τη διάπλαση του χαρακτήρα των ατόμων και τη διάρθρωση της κοινωνίας. Την απασχολούν τομείς σχετικοί με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα των κοινωνικών ομάδων.