Της Ιωάννας Γιαβρούτα,
Η ελληνική δικτατορία 1967-1974 θεωρείται διεθνώς ένα ακόμη επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου στην αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να προσεταιριστεί έθνη στην πολιτική σφαίρα επιρροής της, συμβάλλοντας στην ανάδειξη φιλοσοβιετικών και φιλοκομμουνιστικών ομάδων, ενεργοποιούσε την αντίδραση της Δύσης και κυρίως των Αμερικανών, ως πρωτοστατών του δυτικού συνασπισμού σε αντίστοιχες ενέργειες. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως και στην Ισπανία και την Πορτογαλία, οι στρατιωτικοί αντέδρασαν μπροστά στον φόβο ενός επαπειλούμενου κομμουνιστικού κινδύνου, με περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και παγίωση δικτατοριών. Σε αυτήν τη δράση τους, είχαν συχνά τη σιωπηρή ανοχή και σε μερικές περιπτώσεις την ανοιχτή συμπαράσταση της Δύσης, και κυρίως των ΗΠΑ, μέχρι ακόμα και την ωμή παρέμβαση της CIA και των παραγόντων της. Γι’ αυτόν τον λόγο, όπως διατείνεται ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμων, Σάμιουελ Χάντιγκτον, η ελληνική δικτατορία δεν πρέπει να αναλύεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά ως μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, μέρος ενός κύματος δικτατοριών. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας στο βιβλίο του The Third Wave, με πολλές αναφορές στην ελληνική δικτατορία και μεταπολίτευση, «ο κόσμος έχει περάσει τρία κύματα αποσταθεροποίησης και δημοκρατικοποίησης». Παρά ταύτα, ας επανέλθουμε στην περίπτωση της Ελλάδας και στους παράγοντες που οδήγησαν στη δικτατορία των Συνταγματαρχών.
Οι πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν στο πραξικόπημα της Ελλάδας, ήταν πολλές και σε πολλαπλά επίπεδα. Επρόκειτο μάλιστα για εξελίξεις, που δε μπορούσε να διαχειριστεί, καθώς φάνηκε, ένα αστικό δημοκρατικό κόμμα που κυβερνούσε την περίοδο εκείνη. Αναμφισβήτητα, όμως, η παθογένεια της κρίσης ξεκινά από πιο πριν, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα. Ως σημαντικός καταλύτης θα μπορούσε να αναφερθεί ο εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) μεταξύ κομμουνιστικών δυνάμεων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του εθνικού στρατού, ο οποίος είχε την άμεση υποστήριξη των Άγγλων και των Αμερικανών. Με την παράδοση των όπλων από πλευράς κομμουνιστών, οι κυβερνήσεις άρχισαν να θεσπίζουν μέτρα έκτακτης ανάγκης για τυχόν κομμουνιστική επανάσταση.
Η επιβολή στις 21 Απριλίου 1967 του στρατιωτικού καθεστώτος πρέπει να αποδοθεί στις συνθήκες που επικρατούσαν τη δεκαετία του 1960, συνθήκες πολιτικής αστάθειας και αναταραχών, καθώς εμφανίζονται στο προσκήνιο νέα πλέγματα εξουσίας που δύσκολα μπορούσαν να συμβαδίσουν με την πολιτική πραγματικότητα εκείνης της εποχής, η οποία αποτελούσε απομεινάρι του εμφυλίου πολέμου (9 χρόνια πριν). Τα νέα κόμματα εκπροσωπούσαν κάποιες πολιτικές και κοινωνικές ομάδες που ήθελαν να απαλλαγούν από το παγιωμένο μετεμφυλιακό σύστημα και κυρίως από τις κυριαρχούσες νοοτροπίες, φοβίες, ιδεοληψίες και προκαταλήψεις που συγκροτούσαν το πολιτικό οικοδόμημα της εποχής.
Έτσι, δημιουργείται πολιτική δυσλειτουργία που οδηγεί σε αντιπαράθεση πρωθυπουργού-βασιλιά, ο οποίος μετά τον θάνατο του Παπάγου είχε προσπαθήσει να εντάξει τον θεσμό της βασιλείας. Διακύβευμα αυτής της αντιπαράθεσης ήταν ο έλεγχος του στρατού από τη μια, η προσπάθεια του Καραμανλή για εξορθολογισμό της πολιτικής από την άλλη. Η αντιπαράθεση αυτή οδηγεί στην ίδρυση και ενεργοποίηση του κέντρου ως μιας εναλλακτικής λύσης. Η Ένωση Κέντρου ιδρύεται ως αντίπαλο δέος απέναντι στην ΕΡΕ του Καραμανλή και ως αντίδραση στη στάση του εκλογικού σώματος, που είχε οδηγήσει την αριστερά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (9 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου). Οι εξελίξεις που ακολουθούν είναι ραγδαίες.
Η αποδοχή του τέλους της εμφύλιας αντιπαράθεσης και σε συνδυασμό με την απαίτηση εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος και διεύρυνσης της συμμετοχής στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες. Η οικονομική ανάπτυξη, η διεύρυνση της αγοράς οδηγούν στην αντίφαση, από τη μια της κοινωνικής αποδοχής της οικονομίας της αγοράς και της κοινωνικής ενσωμάτωσης, και από την άλλη στη διατήρηση του πολιτικού συστήματος, το οποίο στηρίζεται στη λογική της εμφύλιας αντιπαράθεσης και στις συνέπειες της στρατιωτικής νίκης. Η ελληνική κοινωνία του 1960 έχει ξεπεράσει τις συνθήκες του 1950 και του 1940 και απαιτεί την ομαλοποίηση της άσκησης της εξουσίας μέσω της νομιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος.
Η διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας το 1961, με την ίδρυση της Ένωσης Κέντρου, φάνηκε να απειλεί την έως τότε «αυτονόητη» μονοκρατορία της Δεξιάς. Μετά τη νίκη των κεντρώων δυνάμεων κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις του 1963 και 1964, είκοσι χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πολιτικοί θεσμοί στην Ελλάδα έμπαιναν σε νέα φάση. Η εναλλαγή των δύο ισχυρότερων κομμάτων στην εξουσία έγινε χωρίς να κινδυνεύσει η μορφή του πολιτεύματος, παρά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος προέβαλε τη λογική των αποφάσεων «βαθιάς τομής» και τις κοινοβουλευτικές εντάσεις που ακολούθησαν μετά την ανάληψη της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου. Παρατηρητής σε αυτές τις εξελίξεις υπήρξαν τα ανάκτορα.
Με τη νίκη της Ένωσης το 1963 με πρόεδρο τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος διακήρυττε την ανάγκη ομαλής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, οι εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 φάνηκε να είναι και η πιο ολοκληρωμένη έκφραση αυτής της λαϊκής θέλησης. Η διακυβέρνησή του κράτησε μέχρι το 1965. Ο βασιλιάς Παύλος, για να μετριάσει το αντιβασιλικό κλίμα και να εκτονωθεί η πολιτική ένταση των προηγούμενων ετών, φάνηκε να δέχεται τη λαϊκή ετυμηγορία υπέρ της Ένωσης Κέντρου, στους κόλπους της οποίας υπήρχαν στελέχη με τα οποία διατηρούσε καλές σχέσεις. Στις 6 Μαρτίου 1964 πεθαίνει ο βασιλιάς Παύλος και τον διαδέχεται ο 24χρονος Κωνσταντίνος, ως βασιλεύς των Ελλήνων.
Στις 5 του Ιούλη 1965, ο Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός της Ελλάδας, μετά την εκλογική του νίκη στα 1964 με τη συμβολή και της ΕΔΑ, έκανε μια σύντομη συνάντηση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Γκλύξμπουργκ. «Επήλθε διαφωνία Στέμματος και κυβερνήσεως. Αύριον θα υποβάλω την παραίτησιν της κυβερνήσεως και θα προβώ εις ανακοινώσεις», τους είπε. Βεβαίως, αμέσως μετά το τέλος της επίσκεψης στα ανάκτορα του Γ. Παπανδρέου, το κατώφλι τους διάβαινε ο έως εκείνη τη στιγμή πρόεδρος της Βουλής, Γ. Αθανασιάδης – Νόβας. Και, βεβαίως, έλαβε την εντολή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Έτσι, η 15η Ιουλίου καταγράφηκε στην Ιστορία ως η μέρα που ξέσπασε μια βαθιά πολιτική κρίση, η οποία προφανώς και δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Αλλά ο ελληνικός λαός πλήρωσε βαρύ τίμημα στη συνέχεια, αφού η εξέλιξή της για δύο ολόκληρα χρόνια οδήγησε στη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία των συνταγματαρχών, τον Απρίλη του 1967.
Βιβλιογραφία
- Ψυρούκης Ν., Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας (1940-1974), Τόμος Γ’, Αθήνα 2011, σελ. 65.
- Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Η ταραγμένη εξαετία (1961-1967), Αθήνα 1997, σελ. 35-36.
- Ιωάννη Στεφανίδη, εφημ. Ελευθεροτυπία, 21/04/2008. Ανακτήθηκε 05/08/2008. Συνέντευξη του αναπληρωτή καθηγητή Διπλωματικής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Γεννήθηκε το 1996 στην Πάτρα, κατάγεται από την Ναύπακτο, Αιτωλοακαρνανίας. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Γνωρίζει πολύ καλά Αγγλικά και Γαλλικά. Αγαπά την ιστορία και την πολιτική, με τα οποία στοχεύει να ασχοληθεί σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Φιλοδοξεί να σταδιοδρομήσει ως δημοσιογράφος. Είναι, επίσης, ερευνήτρια στο ΚΕΔΙΣ. Έχει λάβει βραβείο λογοτεχνίας και έχει αρθρογραφήσει σε έντυπη και ηλεκτρονική εφημερίδα στην Ναύπακτο. Λατρεύει τα ταξίδια την μουσική και στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με την εκμάθηση ξένων γλωσσών.