Της Βασιλικής Σέμκου,
Την Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε πραγματοποίησε έκτακτη συνέλευση μετά από πολύμηνη παύση των εργασιών του με θέμα «ρατσισμός και αστυνομική βία». Αφορμή αποτέλεσε η πολύκροτη υπόθεση δολοφονίας του 46χρονου Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από τον αστυνομικό Ντέρεκ Σόβιν στη Μινεάπολη των Ηνωμένων Πολιτειών, υπόθεση που προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση και οργή για τα ρατσιστικά φαινόμενα και τη δράση των αστυνομικών δυνάμεων σε βάρος πολιτών. Η κινητοποίηση που προέκυψε ήταν τεραστίων διαστάσεων, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, με μόνιμο σύνθημα τη δια ροπάλου παύση άσκησης βίας και ρατσισμού σε πολίτες και ομάδες πολιτών, εκφράζοντας παράλληλα αγανάκτηση για την κατάχρηση εξουσίας από αστυνομικούς, οι οποίοι αποτελούν σε ορισμένες περιπτώσεις δημόσιο κίνδυνο. Οι Η.Π.Α. συνιστούν το πλέον χαρακτηριστικότερο παράδειγμα έξαρσης των περιστατικών αστυνομικής βίας, ωστόσο αποτελεί ένα φαινόμενο που συναντάται σε κάθε κοινωνία. Σε ποιον βαθμό όμως μπορεί να αναλυθεί μια τέτοια περίπτωση;
Όπως όλα τα επαγγέλματα, έτσι και στην περίπτωση των αστυνομικών, πέραν των κοινωνικών προεκτάσεων που έχει λάβει ως «χώρος», δεν μπορούμε να αγνοούμε ότι πρόκειται πάντα για ένα έμμισθο επάγγελμα, που λειτουργεί διοικητικά και διαρθρωτικά με κανόνες, προϋποθέσεις, υποχρεώσεις και δικαιώματα. Αυτό πολύ περισσότερο μπορεί να αποτελέσει γνώμονα για τη διάκριση των λειτουργών του αστυνομικού επαγγέλματος από το ίδιο το επάγγελμα, και όχι την κατασκευή στερεοτύπων που ανάγουν ως πρόσημο πρώτα τον/την ένστολο/η αστυνομικό και κατόπιν τον άνθρωπο. Βρισκόμαστε όμως σε μία εποχή όπου η αστυνομική διαφθορά είναι πολύ πιο σημαντική, παραδείγματος χάρη από την ιατρική. Οι λόγοι είναι αναρίθμητοι, ωστόσο θα περιοριστώ στην αναφορά ορισμένων που κατά την δική μου κρίση είναι πηγή των εντάσεων. Σε αντίθεση με κάθε άλλο τομέα εργασίας, η αστυνομία αποτελεί «υπηρέτη του νόμου», ο οποίος νόμος είναι καθολικός και απαγορευτικός για όλα τα μέλη μιας κοινωνίας. Επίσης ο νόμος αποτελεί έγγραφο νομικό κείμενο, το οποίο δεν μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα χωρίς την επιτήρηση και τον έλεγχο της επιβολής του. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, έχει οριστεί η «νομή του άστεως» και ελέγχου της τήρησης των νόμων από τους πολίτες, με τρόπο πάντοτε που δεν προσβάλει και δεν θέτει σε κίνδυνο την υπόληψη και τις ζωές τους. Η υπακοή στους νόμους ωστόσο δεν είναι πάντοτε εύκολη υπόθεση και λόγω αυτού παρατηρούμε σε κάθε κοινωνία παράνομες πράξεις και εγκληματικές ενέργειες.
Ο ρόλος της αστυνομίας, πέραν της επιτήρησης, είναι και η σύλληψη και η καταστολή των παραπάνω ενεργειών. Ένας εγκληματίας συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές προκειμένου να αναλάβει το έργο της απονομής της δικαιοσύνης το αρμόδιο όργανο. Έτσι καταλήγουμε στο ότι ο ρόλος ενός αστυνομικού είναι πολύ περισσότερο εκτελεστικός, με την ακολουθία κρατικών οδηγιών που τους επιβάλουν ορισμένες αρμοδιότητες και υποχρεωτικού χαρακτήρα επαγγελματικές υποχρεώσεις. Ωστόσο εξαιτίας της φύσης του επαγγέλματος είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε τη στολή ως ένδυμα εξουσίας με στόχο τη διατήρηση της ασφάλειας και της τάξης παρά ως ένα μέσο άσκησης πίεσης και ελέγχου προς τους πολίτες. Σε υγιείς στιγμές μιας κοινωνίας θα ήταν λογικό να μην μας προκαλεί αίσθηση μια περίπολος ή ένα αστυνομικό όχημα στους δρόμους μιας πόλης, όπως θα συνέβαινε σε ένα νοσοκομείο με το ιατρικό προσωπικό που μας εξυπηρετεί. Ωστόσο σε κάθε «καλή» πλευρά των πραγμάτων, προκύπτει και υπάρχει πάντα μια «κακή».
Συγκεκριμένα για κάθε 10 αστυνομικούς που θα επιτελέσουν έργο και θα συμβάλλουν στην εύρυθμη κοινωνική λειτουργία, θα υπάρξει και ένας που θα παρανομήσει και θα καταχραστεί την «εξουσία» που διαθέτει (αλλά και το αντίστροφο). Όπως και στην περίπτωση του Τζορτζ Φλόιντ, έτσι και σε δεκάδες άλλες υποθέσεις, η αστυνομική βία και αυθαιρεσία στέρησε το δικαίωμα της ζωής από ανθρώπους. Χωρίς καμία αντίσταση ο Φλόιντ συλλαμβάνεται και επί 8 λεπτά και 45 δεύτερα ζητά με τρόμο από τον αστυνομικό να σηκωθεί από επάνω του. Η πράξη και το αποτέλεσμα αυτής δικαιολογούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η δοτή αρμοδιότητα που διαθέτει ο αστυνομικός κλάδος μπορεί να οδηγήσει τον ανθρώπινο παράγοντα σε αυθαιρεσία. Το χρήμα διαφθείρει. Πολύ περισσότερο η εξουσία. Η αίσθηση της υπεροχής απέναντι σε πολίτες, που ξεχωρίζουν από εκείνους διαστρέφει και μεταβάλλει την ανθρώπινη ηθική. Παρατηρούμε συνεπώς μεγάλη απόκλιση από την φύση που όφειλε να διαθέτει το επάγγελμα και καταλήγουμε σε πρόσωπα που λειτουργούν υπεράνω κράτους και ανθρώπων, θεωρώντας ότι η στολή τούς καθιστά κυρίαρχους και πολλές φορές πανίσχυρους. Βίαιες συλλήψεις, ξυλοδαρμοί, υποθέσεις εσωτερικού και στον χειρότερο βαθμό δολοφονίες, αποτελούν κρίση και επείγον ζήτημα που απαιτεί να λυθεί. Καμία εξουσία δεν νοείται να τίθεται υπεράνω ανθρώπων.
Η συζήτηση για το συγκεκριμένο ζήτημα ίσως να είναι και από τις πιο αμφιλεγόμενες, με απόψεις που συγκρούονται και που δεν θα καταλήξουν ενδεχομένως σε ένα συμπέρασμα. Ωστόσο η προσωπική οπτική των πραγμάτων δεν θα πρέπει να συγχέει το γενικότερο πλαίσιο. Η κρατική εξουσία έχει ορίσει για όλα τα μέλη της υποχρεώσεις και δικαιώματα, τα οποία οφείλουν να τηρούνται και να λαμβάνονται επί ίσοις όροις. Στην περίπτωση της αστυνομικής βίας, που οδήγησε τον Ο.Η.Ε σε διαβουλεύσεις, θα πρέπει να υπάρξει εκτενής ανάλυση, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σίγουρα από τη σύνταξη και ανάγνωση απλώς ενός κειμένου. Είναι λοιπόν η αστυνομική βία υπόθεση των κρατών που επιτρέπουν την ύπαρξή της ή ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος της δικής του προσωπικής δράσης; Για κάθε Ντέρεκ Σόβιν που στις 25 Μαΐου 2020 πίσω από μια αστυνομική στολή σκοτώνει έναν συνάνθρωπο του, θα υπάρχει και η ομάδα ΔΙΑΣ που στις 20 Δεκεμβρίου 2019 πάλευε να μεταφέρει ένα ετοιμοθάνατο παιδί στο νοσοκομείο. Γιατί ένα νόμισμα έχει πάντα 2 όψεις.