Της Βίκυς Ντζούρβα,
«Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Έτσι, είχε αναφερθεί σε αυτήν τη συνθήκη της διεθνούς πολιτικής, ο στρατιωτικός αναλυτής Karl von Clausewitz, έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του στο πεδίο των μαχών. Πράγματι, οι ένοπλες συγκρούσεις αποτελούν μέρος της ανθρώπινης ιστορίας από τα θεμέλια της ανάπτυξης κοινωνικότητας, όταν ακόμη τα άτομα ζούσαν κατά βάση νομαδικά. Η εξέλιξη του πολιτισμού οδήγησε ως φυσικό επακόλουθο και στην πρόοδο της τεχνολογίας του πολέμου και της στρατιωτικής στρατηγικής. Όχι μόνο τα οπλικά συστήματα έχουν φθάσει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, με τη δημιουργία των υπερόπλων και την ανάπτυξη πυρηνικών κεφαλών, αλλά πλέον η οργάνωση και η διεξαγωγή του μελετάται από επιστημονικό προσωπικό.
Φυσικά, η Ευρώπη, η Γηραιά Ήπειρος, με ιστορική πορεία χιλιάδων χρόνων, αποτέλεσε θέατρο μάχης πλήθους συγκρούσεων, τόσο μεταξύ πόλεων-κρατών στην Κλασσική εποχή όσο και κατά τις ένοπλες διαμάχες εθνών-κρατών, με την αξία του έθνους να αναδύεται από τις απαρχές του Γαλλικού Διαφωτισμού. Η συχνή επαφή της ανθρωπότητας με το φαινόμενο του πολέμου «προκάλεσε» τη μελέτη των επιμέρους χαρακτηριστικών του από τον επιστημονικό κόσμο. Σύμφωνα με τη θεωρία του ρεαλισμού, την επικρατέστερη σχολή ερμηνείας της παγκόσμιας πολιτικής, τα αντίπαλα μέρη προχωρούν σε εχθροπραξίες, με την προϋπόθεση ότι οι ενέργειες αυτές εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και προωθούν την αύξηση της σχετικής τους ισχύος στο διεθνές σύστημα.
Στο αντίπαλο δέος βρίσκεται η θεωρία του δίκαου πολέμου (just war). Οι υποστηρικτές της τονίζουν πως εφόσον η παρουσία των ένοπλων συγκρούσεων αποτελεί πραγματικότητα, η ισορροπία θα βρεθεί μόνο αν τηρηθούν κάποια ηθικά κριτήρια στη στόχευση και διεξαγωγή του εκάστοτε πολέμου. Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι η προσφυγή σε πόλεμο δικαιολογείται μόνο ως ύστατη επιλογή, όταν ο αντίπαλος δεν αντιμετωπίζεται πλέον με διπλωματικά μέσα. Ας πάρουμε ως σημείο αναφοράς τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο της ανθρωπότητας. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν από τους δύο ολοκληρωτικούς πολέμους με έδρα την Ευρώπη, τη δεκαετία του 1930, η επιθετικότητα των Ναζί αποτελούσε απειλή για το παγκόσμιο γίγνεσθαι, ενώ η διασφάλιση της ακεραιότητας των κρατών ικανοποιητική αιτία για προσφυγή σε ένοπλη σύγκρουση. Η κυβέρνηση της ναζιστικής Γερμανίας σίγουρα υστερούσε, βέβαια, σε ζήτημα προθέσεων. Οι ρατσιστικές πεποιθήσεις και η υπέρμετρη φιλοδοξία των κυβερνώντων δε θεωρούνται ηθικά αποδεκτοί στόχοι μιας, κατά τ’ άλλα, καθ’ όλα νομιμοποιημένης εξουσίας από τον λαό. Η ιδιαίτερη πολεμική προετοιμασία του κράτους την εποχή αυτή προσέδιδε στη χιτλερική κυβέρνηση σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, σε έναν πόλεμο με βαθύτερη επιθυμία την παγκόσμια επικράτηση και αλλαγή του υφιστάμενου status quo.
Όσον αφορά τη διεξαγωγή των μαχών, οι δύο αντιμαχόμενοι δεν έδρασαν, πάντα, σύμφωνα με τις αρχές του δίκαιου πολέμου. Πολλοί από τους βομβαρδισμούς των δύο στρατοπέδων δεν έπληξαν μόνο στρατιωτικές βάσεις, αλλά και άμαχο πληθυσμό, τις λεγόμενες παράπλευρες απώλειες. Η ευρωπαϊκή ήπειρος επλήγη πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτισμικά με σχετική αναλογικότητα. Εκ διαμέτρου αντίθετα με την ηθική του δίκαιου πολέμου, ήταν τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας των Ναζί. Οι ρατσιστικές ενέργειες αφανισμού πληθυσμών και λαών είναι κατά των «κανόνων του πολέμου».
Αν εντρυφήσουμε στο σύνολο των πολεμικών συγκρούσεων, σε Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο επίπεδο, θα διαπιστώσουμε ότι καμία από αυτές δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει το σύνολο των προϋποθέσεων ενός καθ’ όλα δίκαιου πολέμου. Σήμερα, ο πόλεμος με τη συμβατική του μορφή θεωρείται απαρχαιωμένο μέσο άσκησης πολιτικής. Οι «μετανεωτερικοί» πόλεμοι συχνά διεξάγονται εντός του αστικού πεδίου, με μη συμβατικές τεχνικές και μη κρατικούς δρώντες, που πάντως σε καμία των περιπτώσεων δεν προιδεάζουν στα ειδεχθή παραδείγματα πολέμων του παρελθόντος. Χαρακτηριστικά είναι τα τρομοκρατικά χτυπήματα και οι εμφύλιες διαμάχες, ενώ έδαφος κερδίζει και ο λεγόμενος «οικονομικός πόλεμος», που φαίνεται να καρπώνεται κυρίαρχη θέση στην επιστημονική ανάλυση των μελετητών του πολέμου στο μέλλον.
Γεννήθηκε το 2000 στο Αγρίνιο. Είναι φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την εκμάθηση ξένων γλωσσών, την παρακολούθηση συνεδρίων σχετικά με το ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαί και τη μελέτη βιβλίων.