13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΗ ένταση των σινοαμερικανικών σχέσεων με την πανδημία και ο εμπορικός αντίκτυπος

Η ένταση των σινοαμερικανικών σχέσεων με την πανδημία και ο εμπορικός αντίκτυπος


Της Κυριακής Θεοδοσάκη,

Οι σινοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται αδιάκοπα στο προσκήνιο των γεωπολιτικών ανταγωνισμών τα τελευταία χρόνια. Η πόλωση μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων κυρίως από το 2012 και μετά, από την άνοδο δηλαδή του Xi Jinping στην κινεζική ηγεσία, είναι συνεχώς κλιμακούμενη. Ο εμπορικός πόλεμος που είχε ξεκινήσει με την εκλογή του Αμερικανού Προέδρου, Donald Trump, σε μια προσπάθεια να συγκρατηθεί η κινεζική άνοδος έδωσε τη θέση του στην πανδημία του κορωνοϊού. Αν και στις αρχές του 2020, η μεταξύ τους εμπορική «ύφεση» δημιούργησε ελπίδες για ένα νέο διμερές ξεκίνημα, το ξέσπασμα της πανδημίας και οι άνευ προηγουμένου διαστάσεις που έλαβε στις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκρότησαν ένα νέο πεδίο σύγκρουσης.

Αρχικά, για τον Donald Trump o «κινέζικος ιός», όπως τον χαρακτηρίζει, εξελίχθηκε εκ διαμέτρου αντίθετα από τις δικές του προσδοκίες. Η κατάσταση που επικράτησε στο εσωτερικό της χώρας διέψευσε τις πρότερες διακηρύξεις του ιδίου, εκθέτοντάς τον στον αμερικανικό λαό λίγους μήνες πριν την Προεδρική αναμέτρηση του Νοεμβρίου του 2020. Ένα σύστημα υγείας στα πρόθυρα της κατάρρευσης, το ρολόι καταμέτρησης των εκατοντάδων νέκρων στην Time Square, κυβερνήτες πολιτειών που αναλάμβαναν μόνοι τους πρωτοβουλίες για τα lockdown και οι εικόνες από τους άδειους δρόμους της Νέας Υόρκης συνθέτουν το προφίλ της ισχυρότερα πληγείσας χώρας από τον κορωνοϊό. Οι HΠΑ έγιναν το νέο επίκεντρο της πανδημίας με τους περισσότερους νεκρούς παγκοσμίως, τη στιγμή που ο στρατηγικός τους αντίπαλος και χώρα προέλευσης του ιού δεν είχε βιώσει τέτοιες εμπειρίες κατά τη διαχείριση της πανδημίας. Οι δηλώσεις πως η πανδημία δε θα φτάσει στις ΗΠΑ, πως ο ιός θα αδρανήσει με την άνοδο της θερμοκρασίας και θα εξαφανιστεί την άνοιξη, οικοδόμησαν αυτές τις εβδομάδες αδράνειας της αμερικανικής ηγεσίας που αποδείχθηκαν εκ των υστέρων κρίσιμης σημασίας για τη διαχείριση της κατάστασης. Η απαγόρευση πτήσεων, τόσο από την Κίνα όσο και από την Ευρώπη, δεν κρίθηκε επαρκής ούτε και έγκαιρη για να σταματήσει την ταχύτητα διασποράς του ιού.

Έτσι, ξεκινάει η εκ νέου επίθεση έναντι της Κίνας και η στοχοποίησή της για όλα τα δεινά των Αμερικανών πολιτών. Ένας ιός που ξεκίνησε από μια κινεζική επαρχία, είχε καταφέρει να «λυγίσει» την παγκόσμια υπερδύναμη. Εντούτοις, αυτή δεν είναι μια καινούργια τακτική· επί προεδρίας Trump, είτε οι οικονομικές συνέπειες του εμπορικού πολέμου είτε ο τεράστιος αριθμός νεκρών λόγω της ετεροχρονισμένης και ελλιπούς διαχείρισης της πανδημίας στο εσωτερικό, φέρουν αποκλειστικά την ευθύνη της Κίνας. Την παρούσα χρονική στιγμή, η επιστροφή προς την τακτική επίθεσης της Κίνας για τις διαστάσεις της πανδημίας αποσκοπεί αρκετά αποτελεσματικά στον αποπροσανατολισμό της αμερικανικής κοινής γνώμης. Το 2020, 66% των Αμερικανών πολιτών, ρεπουμπλικανικής κυρίως πολιτικής θέσης, έχει αρνητική οπτική προς την Κίνα. Η σύγκριση, από τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο, της πανδημίας με τα γεγονότα του Pearl Harbour και της 11ης Σεπτεμβρίου έχει δύο άρρηκτα συνδεδεμένες στοχεύσεις. Πρώτον, εντάσσει ορθά την εμπειρία αυτή στις εθνικές τραγωδίες του αμερικανικού έθνους. Δεύτερον, επανατοποθετεί τις ΗΠΑ στη θέση του «θύματος», αποδεσμεύοντας εμμέσως την αμερικανική ηγεσία από την ανάληψη ευθυνών. Στο Pearl Harbour ήταν οι Ιάπωνες, την 11η Σεπτεμβρίου οι Taliban και σήμερα είναι η Κίνα, υπεύθυνη για το εσωτερικό χάος.

Συνεπώς, η απάντηση του Αμερικανού Προέδρου κρίνεται άμεση και επιτακτική για την τιμωρία της Κίνας. Πρώτος στόχος είναι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, που δεν ανταποκρίθηκε στις κλήσεις για τη διερεύνηση των αιτίων της πανδημίας και που δεν προειδοποίησε έγκαιρα, σύμφωνα με την αμερικανική ηγεσία, για τις διαστάσεις της πανδημίας. Το αν η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από τον ΠΟΥ ήταν αποτελεσματική, είναι κάτι που δεν εξετάζεται εδώ. Αντιθέτως, αυτό που εξετάζεται είναι η υποχώρηση ενός διεθνούς οργανισμού προς τις κινεζικές πιέσεις κατά την αμερικανική οπτική. Η ένταξη ενός στρατηγικού αντιπάλου στα διεθνή καθεστώτα δεν εξασφαλίζει ένα “win-win” αποτέλεσμα, αλλά ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπως φαίνεται από την πρόσφατη αμερικανική έκθεση “United States Strategic Approach to the People’s Republic of China”. Η αμερικανική μονομέρεια κορυφώνεται και ο Αμερικανικός Φιλελευθερισμός που κάποτε έγραψε «το τέλος της ιστορίας», φτάνει ολοένα και πιο κοντά στο δικό του τέλος. Για την αμερικανική ηγεσία, η συνεργασία με την Κίνα αποδείχθηκε ζημιογόνα, πρώτα στην οικονομία με τις αθέμιτες πρακτικές κι έπειτα σε ζητήματα ασφαλείας με τη διαχείριση της πανδημίας.

Η δεύτερη διάσταση είναι η πρόθεση του Αμερικανού Προέδρου για την οριστική εμπορική απαγκίστρωση των ΗΠΑ από την Κίνα. Σε μια συνέντευξή του στα μέσα Μαΐου, όταν πρωτοειπώθηκε η ιδέα για το οριστικό τέλος των δύο εταίρων, ο Donald Trump δήλωσε πως θα μπορούσε έτσι να σώσει 500 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι δηλώσεις και οι υποσχέσεις περί ανάκαμψης και βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών είναι ένα χαρτί που παίζει καλά, πόσο μάλλον τη στιγμή που όλες οι εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας δε φαίνονται ευνοϊκές για την επανεκλογή του. Η αμερικανική οικονομία ταρακουνημένη από τον οικονομικό πόλεμο, ήρθε απροειδοποίητα αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο μιας οικονομικής κρίσης, που στις μνήμες των Ευρωπαίων -τουλάχιστον- πολιτών θύμισε εικόνες από το 2008. Μάλιστα, οι στρατηγικές επιθέσεις προς τη Huawei, τον κινεζικό κολοσσό τεχνολογίας και οικονομικής ανάπτυξης, με σκοπό την αποτροπή της δημιουργίας των δικτύων 5G, μάλλον θέτουν την αφετηρία και για το εμπορικό σκέλος.

Εν κατακλείδι, αναμφίβολα το κινεζικό μερίδιο για τις διαστάσεις της πανδημίας είναι έκδηλο. Η απόκρυψη πληροφοριών και η προπαγάνδα στο παιχνίδι του εθνικισμού αποδείχθηκαν σε βάρος της διεθνούς κοινότητας. Εντούτοις, το ίδιο χαρτί φαίνεται να παίζει και η αμερικανική ηγεσία με τον δικό της χαρακτήρα και στα δικά της πλαίσια. Η επίρριψη ευθυνών στην Κίνα και η προώθηση του προστατευτισμού σε μια προσπάθεια επιβίωσης του πολιτικού καθεστώτος ή μάλλον επανεκλογής συνιστούν την αμερικανική εθνικιστική πρακτική. Οι δύο μεγάλες δυνάμεις είναι τόσο ίδιες όσο και διαφορετικές, και ίσως αυτό να αποτελεί τη βασική αιτία της σύγκρουσής τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


Κυριακή Θεοδοσάκη

Σπουδάζει στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά και συμμετέχει ενεργά σε προσομοιώσεις (Εuropa.S, RhodesMRC). Συμμετείχε στην πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ευρωπαϊκές εκλογές «This time I’m voting» ως εθελόντρια. Ενδιαφέρεται για τα ευρωπαϊκά θέματα καθώς και για τα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κυριακή Θεοδοσάκη
Κυριακή Θεοδοσάκη
Σπουδάζει στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά και συμμετέχει ενεργά σε προσομοιώσεις (Εuropa.S, RhodesMRC). Συμμετείχε στην πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ευρωπαϊκές εκλογές «This time I’m voting» ως εθελόντρια. Ενδιαφέρεται για τα ευρωπαϊκά θέματα καθώς και για τα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής.