Της Αγγελικής Καλούδη,
Πρόσφατα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας εγκληματικές συμπεριφορές, οι οποίες πυροδοτήθηκαν περισσότερο υπό την πίεση του εγκλεισμού στην καραντίνα. Και όμως δεν είναι λίγες οι φορές, που ακόμα κι εκτός καραντίνας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με περιπτώσεις κακοποίησης ανηλίκων. Αφορμώμενη λοιπόν από τον παππού στη Θεσσαλονίκη, που ασελγούσε εις βάρος των εγγονιών του, μέχρι το βούλευμα παραπομπής κατά ενός ιερέα κι ακόμη ενός παππού στη Μάνη, που κακοποιούσαν από κοινού το εγγόνι του, μου δημιουργήθηκαν κάποια καίρια ερωτήματα: Είναι επιτρεπτές τέτοιες συμπεριφορές σε μια αυτοαποκαλούμενη δημοκρατική κοινωνία; Κι εφόσον δεν είναι επιτρεπτές, γιατί και από ποια παρόρμηση πηγάζουν; Υπάρχει μέριμνα για το κακοποιημένο παιδί και ποιο το νομικό καθεστώς, που διέπει αυτές τις περιπτώσεις;
Τι είναι η κακοποίηση ανηλίκων;
Η παιδική κακοποίηση ορίζεται ως η σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική κακομεταχείριση ή παραμέληση ενός παιδιού, με αποτέλεσμα τη βλάβη ή την απειλή βλάβης και σοβαρότατες συνέπειες στη μετέπειτα πορεία του παιδιού ως ενήλικα στη ζωή. Πλέον, υπάρχουν τέσσερις κύριες κατηγορίες παιδικής κακοποίησης: η παραμέληση, η σωματική κακοποίηση, η ψυχολογική, λεκτική ή συναισθηματική κακοποίηση και η σεξουαλική κακοποίηση, ενώ αν και η ύπαρξη τέτοιων συμπεριφορών ήταν συχνό φαινόμενο από παλιά, εμφανίζεται συχνά και σήμερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Πολλοί θα πίστευαν ότι, εφόσον η ανθρωπότητα έχει φτάσει σε ένα υψηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο, η κακοποίηση των ανηλίκων θα είχε εξαλειφθεί εντελώς στις ανεπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Εντούτοις, πολλά περιστατικά δεν καταγγέλλονται, άλλα κρύβονται κάτω από το χαλί μιας και οι περισσότερες παραβατικές συμπεριφορές συντελούνται κάτω από την οικογενειακή στέγη.
Η κακοποίηση ανηλίκων δεν κοιτάει το φύλο, την ηλικία, τη μόρφωση, το νοητικό επίπεδο. Θύματά της είναι κυρίως κορίτσια αλλά και αγόρια και τα αίτιά της ποικίλλουν, από την ψυχολογική διαστροφή, τη νοητική ανεπάρκεια και το ναρκισσισμό, μέχρι το διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον και τους εξωοικογενειακούς παράγοντες (οικονομικούς, επαγγελματικούς κ.α.). Η μόνη αλήθεια είναι ότι τα κρούσματα της παιδικής κακοποίησης είναι πολύ περισσότερα από αυτά που καταγγέλλονται, εξαιτίας του φόβου της ατιμωρησίας, της άγνοιας των δικαιωμάτων και των μέσων καταστολής αλλά και της ντροπής. Τέτοια φαινόμενα βρήκαν πρόσφορο έδαφος εν μέσω πανδημίας και «Μένουμε Σπίτι», αφού έσπασαν τα τηλέφωνα από καταγγελίες ενδοοικογενειακής βίας, φέρνοντας στο προσκήνιο μια ακόμη έκφανσή της, μιας και 1 στις 10 κλήσεις σε 77 περιπτώσεις αφορούσε κακοποίηση παιδιών.
Το νομικό πλαίσιο
Η Ελλάδα, έχοντας επικυρώσει από το 1992 τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δυστυχώς εθελοτυφλεί σε κάθε υπόδειξη του ΟΗΕ. Τόσο η παραπάνω Διεθνής Σύμβαση όσο και τα εθνικά σχέδια δράσης παραμένουν συστηματικά ανεφάρμοστα. Πώς θα μαθευτεί ο πραγματικός αριθμός αυτών των κακοποιημένων παιδιών; Θα καταγραφούν ποτέ επισήμως σε εθνικό μητρώο; Θα υπάρξει ειδική διαδικασία έρευνας του οικογενειακού περιβάλλοντος από την πολιτεία ή μετά τον εντοπισμό των περιπτώσεων θα τις κρύβουμε πάλι στο συρτάρι; Θα απομακρύνονται από το σπίτι τα παιδιά σε κέντρα «φιλοξενίας» κατάλληλα για αυτά ή θα συνεχίζεται ο Γολγοθάς τους;
Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα εθνικό μητρώο καταγραφής των περιστατικών, παρά μόνο μια πρόσφατη νομοθεσία (ν. 4478/2017) για τη λειτουργία των λεγόμενων «Σπιτιών του Παιδιού» στην Αθήνα, το Ηράκλειο, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και τον Πειραιά, όπου εκεί τα παιδιά θα καταθέτουν υπό συγκεκριμένο πρωτόκολλο εξέτασης (Υ.Α. 7320/2019, ΦΕΚ 2238/Β/10.06.2019) χωρίς ψυχοφθόρες και μακρόσυρτες διαδικασίες.
Των οικιών των «παίδων» εμπιπραμένων, ημείς άδομεν
Ο Θουκυδίδης, για να δείξει την αδυναμία της Αθήνας να θέσει σε προτεραιότητα τα ζητήματά της όταν καταστρεφόταν, είπε ότι ενώ τα σπίτια μας καίγονται, (εν προκειμένω τα σπίτια των παιδιών), εμείς τραγουδάμε. Κι αφού υπάρχουν οι δομές και οι επιστήμονες, γιατί δεν έχει λειτουργήσει τίποτα ακόμα, ειδικά κάτω από τη συγκυρία της πανδημίας; Καμία απάντηση δεν δόθηκε, ούτε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ούτε στις αναφορές στον Συνήγορο του Πολίτη και στην επιτροπή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα, τη στιγμή που γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Κροατία και η Τουρκία, έχουν περάσει μπροστά από την Ελλάδα έτη φωτός. Τελικά είμαστε τόσο προοδευτική χώρα όσο μας αρέσει να καυχιόμαστε; Μήπως δεν είναι θέμα προοδευτισμού, αλλά ένα αυτονόητο κεκτημένο εν έτει 2020; Και γιατί αφού δηλώνουμε ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των παιδιών είναι πρώτιστο μέλημά μας, κωλυσιεργούμε τόσο; Μάλλον μας αρέσει απλώς να κουνάμε το δάχτυλο στους άλλους.