17 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα σε αφρικανικά κράτη: Επιλογή ή αποτέλεσμα καταναγκασμού;

Τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα σε αφρικανικά κράτη: Επιλογή ή αποτέλεσμα καταναγκασμού;


Της Μαριλίζας Τεμπλαλέξη,

Αν και η αποικιοκρατία ως πολιτικοοικονομικό φαινόμενο έχει πολλές εκφάνσεις ανάλυσης, διαφορετικούς λόγους ανάδυσης και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η καθεμιά, υπάρχουν κάποια κοινά ενοποιητικά γνωρίσματα στην κάθε περίπτωση. Πόσο μάλλον, όταν αναφερόμαστε στην πιο «δουλοποιημένη» ήπειρο του κόσμου, την Αφρική, μέσω της οποίας μπορούμε να εξετάσουμε τις ιδιομορφίες ενός συνόλου αναπτυσσόμενων κρατών, πώς επηρεάστηκε, αλλά και πώς συνεχίζει να επηρεάζεται η καθημερινότητα των κατοίκων από τα υπολείμματα της επιβολής ενός καταναγκαστικού καθεστώτος εξουσίας.

Ως μελέτη περίπτωσης θα ληφθεί η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, γνωστή παλαιότερα και ως Ζαΐρ και εξαιρετικά μεγάλης έκτασης, με πληθυσμό 86.790.567 κατοίκους, σύμφωνα με μια μέση εκτίμηση των Η.Ε. για το έτος 2019. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η Γαλλία, με πληθυσμό 67.000.000 κατά προσέγγιση κατοίκους, κατέχει τη δεύτερη θέση πληθυσμιακά γαλλόφωνης χώρας του κόσμου, με την πρωτιά να καταλαμβάνει η χώρα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Πώς προκύπτει, όμως, αυτή η πολιτισμική ιδιομορφία και κατά πόσο το βελγικό καθεστώς αποικιοκρατίας που τελούσε υπό τον Λεοπόλδο Β’ του Βελγίου από το 1885 έως το 1908, διαδραμάτισε τον κρισιμότερο ρόλο σε αυτήν τη γλωσσική στροφή του αφρικανικού κράτους;

Στο Βελγικό Κονγκό έχουν διαμείνει εν συνόλω 350 φυλές και αποτελεί ένα εκ των πιο πολυγλωσσικών εθνών, με κατά προσέγγιση 214 τοπικές γλώσσες. Ωστόσο, οι βασικές εθνικές γλώσσες είναι τέσσερις: τα Κικόνγκο, τα Σουαχίλι, τα Λινγκάλα και Τσιλούμπα, ενώ επίσημη γλώσσα έχουν οριστεί τα γαλλικά.

Mετά και τον 19ο αι., η χρήση των γαλλικών θεωρούνταν ως ένδειξη ανωτερότητας μιας κοινωνικής τάξης και συνήθως ομιλούνταν από τις τοπικές ελίτ. Πιο συγκεκριμένα, τόσο στο σύνολο των 26 αυτοδιοικούμενων επαρχειών, αλλά και ευρύτερα στη σφαίρα επιρροής της χώρας, τα γαλλικά έχουν τεθεί ως το κύριο μέσο παγκόσμιας συνεννόησης αλλά και της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ακόμη, για λατρευτικούς σκοπούς, σε μουσικά κομμάτια θρησκευτικού χαρακτήρα, στη μοντέρνα μουσική τέχνη, αλλά και στον χώρο του εμπορίου, ως τη χρησιμοποιούμενη γλώσσα των πιο γνωστών εταιρειών.

Αν και η χρήση της γλώσσας γίνεται από εξαιρετικά σημαντικό ποσοστό ατόμων, που υπολογίζεται ότι ανέρχεται στο 12 με 15% και έχει ταυτιστεί με τους πιο καθοριστικούς τομείς της χώρας, παρατηρείται ότι ως προς την καθημερινή της χρήση ομιλείται κυρίως από τα πιο μορφωμένα στρώματα και συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, κι όχι από το σύνολο του πληθυσμού. Στα πλαίσια της εκπαίδευσης στο σχολείο, η εκμάθηση των γαλλικών ήταν υποχρεωτική από τη δεύτερη τάξη και η χρήση της γαλλικής ως η βασική γλώσσα διδασκαλίας από την τέταρτη τάξη. Αυτή η εκπαιδευτική πολιτική τέθηκε σε εφαρμογή στα εκκλησιαστικά σχολεία και γενικότερα στα σχολεία που λάμβαναν χρηματοδότηση από τα αποικιοκρατικά καθεστώτα.

Υπήρχαν, παράλληλα, τα αντίστοιχα επονομαζόμενα «κοσμικά σχολεία», τα οποία τελούσαν υπό το αστικό κράτος. Αυτά εφάρμοζαν το λεγόμενο «μητροπολιτικό σύστημα», όπου προέταξε τα γαλλικά ως τη μοναδική γλώσσα διδασκαλίας από την εναρκτήρια τάξη και τέθηκε σε εφαρμογή από το 1957 στην πρωτεύουσα Κινσάσα και έναν χρόνο αργότερα στις επαρχίες. Επιπρόσθετα, διδάσκονταν ως δεύτερη ή και τρίτη ξένη γλώσσα, ενώ σε πρώτη μοίρα είχαν τεθεί οι τοπικές διάλεκτοι. Έως και την τελευταία δεκαετία του 20ού αι. ήταν σύνηθες το φαινόμενο της ημιμάθειας και των δύο γλωσσών, τα οποία αποτελούσαν και κατηγορίες έναντι των καθηγητών, για τη μη σωστή εκμάθηση των γλωσσών και την κατασπατάληση του εκπαιδευτικού χρόνου.

Η εφαρμογή της πολιτικής του «μητροπολιτικού συστήματος» ήταν τμηματική, κυρίως, λόγω της ανυπαρξίας καλά καταρτισμένου εκπαιδευτικού προσωπικού ως προς τη γνώση των γαλλικών στα σχολεία των λιγότερο μεγάλων πόλεων και στα χωριά. Εξ ου και ο λόγος που οι πιο διαδεδομένες τοπικές διάλεκτοι χρησιμοποιούνταν σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο έως και την πέμπτη τάξη. Παρά το ότι η εκπαιδευτική πολιτική προώθησης των γαλλικών βρήκε αρκετούς συμμάχους, κυρίως από στρώματα των ελίτ που την αντίκριζαν ως μέρος της επέκτασης των βελγικών πολιτικών εκπαίδευσης, παράλληλα βρήκε και πολλές σημαντικές πολιτικές μορφές αντίθετες ως προς αυτήν. Αντιπροσωπευτική ήταν η ομιλία του πρωθυπουργού Λουλούμπα σε ανοιχτή ομιλία του την 9η Ιουλίου του 1960, που ανέφερε ότι: “he who is today appointed chief commissioner, or commander of the ‘Force Publique’, even if he does know French, will speak Swahilli or Lingala; we have our national Flemish.

Βέβαια, η κατοχύρωση των γαλλικών ως επίσημα ομιλούμενη γλώσσα μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό μέσο συνδιαλλαγής και αλληλεπίδρασης σε διάφορους τομείς, όπως η διπλωματία, οι πολιτικοί, οικονομικοί και εμπορικοί λόγοι, για τη διεθνή αναγνώριση της χώρας, με σημαντικούς παγκόσμιους παράγοντες αύξησης πολιτικής επιρροής και ισχύος, αλλά και το βήμα για μια μεγαλύτερη οικονομική παγκοσμιοποίηση με τα παρεπόμενα οφέλη αυτής. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται πως η εδραίωσή της ήταν αποτέλεσμα επιβολής κι όχι εθελούσιας κρατικής επιλογής. Μήπως, θα μπορούσε να υπάρξει μια χρονοβόρα μεν, συμβιβαστική δε λύση συνύπαρξης των δύο γλωσσικών μοντέλων; Ίσως, το να καταβληθεί προσπάθεια ενός δοκιμαστικού σχεδίου, να είναι εφαρμόσιμο.


Βιβλιογραφία

  • Andrew Simpson (2008), Language and National Indentity in Africa, pp. 214-234
  • Η Αφρική και οι άλλοι, οι σχέσεις της Αφρικής με την Ευρώπη και τον κόσμο, Αστέρης Χουλιάρας και Σωτήρης Πετρόπουλος, σελ. 44, 76

Μαριλίζα Τεμπλαλέξη

Γεννηθείσα το 1998 στην Αθήνα, σπουδάζει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει παρευρεθεί σε σημαντικό αριθμό συνεδρίων, που αφορούν το αντικείμενο σπουδών της. Στο OffLine Post συνεισφέρει αρθρογραφώντας στην κατηγορία της Ιστορίας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαριλίζα Τεμπλαλέξη
Μαριλίζα Τεμπλαλέξη
Γεννηθείσα το 1998 στην Αθήνα, σπουδάζει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει παρευρεθεί σε σημαντικό αριθμό συνεδρίων, που αφορούν το αντικείμενο σπουδών της. Στο OffLine Post συνεισφέρει αρθρογραφώντας στην κατηγορία της Ιστορίας.