Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Το προσδόκιμο όριο ζωής αυξάνεται, με αποτέλεσμα οι ανεπτυγμένες χώρες να έχουν μεταβεί στην τέταρτη δημογραφική μετάβαση, όπου ο πληθυσμός παραμένει σταθερός, αλλά γερνάει. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας. Χαρακτηριστικά, το προσδοκώμενο όριο ζωής για την Ευρωπαϊκή Ένωση από τα 70 έτη την δεκαετία του 1960, αυξήθηκε στα 81,9 έτη το 2018.
Με άλλα λόγια, ο Ευρωπαίος έχει κερδίσει μια επιπλέον δεκαετία, όμως δημιουργείται ένα ερώτημα, γύρω από το κατά πόσο τα επιπλέον χρόνια που έχει προστεθεί στο προσδόκιμο όριο ζωής χαρακτηρίζονται από υγεία.
Η συζήτηση περί υγιούς γήρανσης ξεκίνησε από τη μελέτη των Rowe και Kahn (1997), οι οποίοι κατασκεύασαν το πιο γνωστό και ευρέως χρησιμοποιούμενο μοντέλο της «Επιτυχημένης Γήρανσης» με τα εξής συστατικά: την αποφυγή ασθενειών και αναπηριών, τη διατήρηση φυσικών και γνωστικών λειτουργιών και την εμπλοκή σε κοινωνικές και παραγωγικές δραστηριότητες. Το μοντέλο των Rowe και Kahn έχει δεχθεί κριτική από τους Holstein και Minkler (2003), οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι το μοντέλο αυτό περιορίζεται στον προσωπικό τρόπο ζωής και στις επιπτώσεις από το μικρο-περιβάλλον και έτσι παραβλέπονται μακροδομικοί παράγοντες, όπως η θέση κάποιου στην κοινωνία, όπου μπορούν να διαμορφώσουν το άμεσο περιβάλλον και την πρόσβαση σε πόρους υγείας (π.χ. καλή ιατρική περίθαλψη ή θρεπτική τροφή). Σήμερα, η βιβλιογραφία διαπιστώνει ότι η εισοδηματική ανισότητα, η κοινωνική τάξη, η εθνικότητα, το φύλο, η εκπαίδευση και η συμμετοχή στα κοινά είναι βασικοί παράγοντες που ορίζουν και διαμορφώνουν την έννοια της υγιούς γήρανσης.
Ο Zaidi (2016), κατασκεύασε ένα σύνθετο δείκτη για να μετρήσει την Υγιή Γήρανση. Όπως διαφαίνεται στο παρακάτω γράφημα, ο δείκτης αποτελείται από 4 τομείς (απασχόληση, συμμετοχή στην κοινωνία, ανεξαρτησία, υγεία και ασφαλής διαβίωση, ικανότητα και ευνοϊκό περιβάλλον για ενεργούς γήρανση) και καθένας από αυτούς αποτελείται από επιμέρους δείκτες.
Τα αποτελέσματα του δείκτη δείχνουν το χάσμα της υγιούς γήρανσης μεταξύ βορρά και νότου. Η Ελλάδα και οι χώρες της Ανατολική Ευρώπης, παρουσιάζουν τα χαμηλότερα αποτελέσματα, όμως αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης.
Σύμφωνα με το γράφημα που ακολουθεί, διαπιστώνεται ότι το 2018 υπήρξαν έντονες διαφοροποιήσεις στο ποσοστό των ατόμων άνω των 65 που ήταν οικονομικά ενεργοί. Η Εσθονία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία και η Λετονία είχαν ποσοστό συμμετοχής του ηλικιωμένου πληθυσμού άνω του 16%. Όμως, οι περισσότερες χώρες έχουν ποσοστό μικρότερο του 10%, ενώ η Ελλάδα έχει γύρω στο 6%. Το γράφημα παρουσιάζει επίσης, τα αντίστοιχα ποσοστά απασχόλησης για το 2003 για την ίδια ηλικιακή ομάδα, χωρίς όμως να παρατηρείται ιδιαίτερη διαφορά. Σημαντική αλλαγή μεταξύ του 2003 και του 2018 παρατηρείται στο ποσοστό απασχόλησης για τα άτομα μεταξύ 55-64. Βέβαια σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η κατάσταση παραμένει στάσιμη.
Έρευνες καταλήγουν ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ της υγείας και της οικονομικής συμμετοχής των άνω των 65. Με άλλα λόγια, οι διαφορές που παρατηρούνται, δεν εξηγούνται από τα διαφορετικά επίπεδα υγείας (Lievre et al., 2007). Πιο αναλυτικά, κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, το 2007 οι άνδρες περνούν, από τα 20 χρόνια μεταξύ 50 και 70, 14,1 χρόνια σε καλή υγεία (70,5%), εκ των οποίων περίπου το μισό στην εργασία και γυναίκες αντίστοιχα 13,5 χρόνια (67,5%) σε καλή υγεία, εκ των οποίων περίπου το ένα τρίτο (35%) στην εργασία. Με άλλα λόγια, άτομα που έχουν συνταξιοδοτηθεί μεταξύ 50 και 70 βρίσκονται σε καλή υγεία, με αποτέλεσμα να αποτελούν ένα αναξιοποίητο ανθρώπινο δυναμικό. Ως εκ τούτου, για την προώθηση της υγιούς γήρανσης θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα πλαίσιο με ευνοϊκές συνθήκες στην αγορά εργασίας. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αυξηθούν οριζόντια τα όρια συνταξιοδότησης, αντιθέτως ότι πρέπει να υιοθετηθεί ένας δείκτης που θα ελέγχει και θα καθοδηγεί τις βελτιώσεις στο πληθυσμό άνω των 50 σχετικά με την υγεία και την εργασία (Parker et al, 2020).
Η απασχόληση φαίνεται να είναι σημαντικός παράγοντας της υγιούς γήρανσης, καθώς συνεισφέρει στο διαθέσιμο εισόδημα, αυξάνει το αίσθημα ασφάλειας, την συνεισφοράς και της αναγνώρισης, ενώ επίσης προσφέρει δυνατότητες μάθησης και βελτίωσης δεξιοτήτων.
Ακόμα, το γεγονός ότι η Σουηδία και η Ιρλανδία έχουν υψηλότερες δαπάνες υγείας ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με την Σλοβενία και την Ελλάδα, όπως φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί, σχετίζεται με τα διαφορετικά υγιούς γήρανσης.
Πιο αναλυτικά, από το επόμενο γράφημα επιβεβαιώνεται η θετική σχέση μεταξύ του ποσοστού δαπάνης υγείας ως προς το ΑΕΠ και του προσδοκώμενου ορίου ζωής. Με άλλα λόγια, διακρίνεται για άλλη μια φορά το χάσμα μεταξύ βορά και νότου, όπου οι πλούσιου ξοδεύουν περισσότερο στην υγεία και ζουν περισσότερο, ενώ οι φτωχοί ξοδεύουν λιγότερα και πεθαίνουν νωρίτερα. Χαρακτηριστικά, η Σουηδία ξοδεύει 11% του ΑΕΠ της, ενώ η Ελλάδα λίγο πιο πάνω από 8%. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα τελευταία 5 χρόνια, όλες οι χώρες έχουν αυξήσει το ποσοστό που διαθέτουν στην υγεία, με μόνη εξαίρεση την Ελλάδα (EDJNet, 2019). Συμπερασματικά, άλλος ένας παράγοντας που επιδρά στο χάσμα της υγιούς γήρανσης, είναι οι δαπάνες υγείας κάθε χώρας.
Η κατάσταση στην Ελλάδα όπως και στη Λετονία, είναι εξαιρετικά ανησυχητική σε ότι αφορά την παροχή υγείας, καθώς σύμφωνα με τα δεδομένα της EU-SIC (2016), ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού από τα χαμηλότερα εισοδήματα, δεν ικανοποίησε την ανάγκη για ιατρική εξέταση.
Το διαθέσιμο εισόδημα φαίνεται να επιδρά στην υγιή γήρανση, καθώς οι ηλικιωμένοι με υψηλότερα εισοδήματα είναι πιο πιθανό να αυτοαξιολογήσουν την κατάσταση της υγείας τους ως καλή ή πολύ καλή. Άρα, οι εισοδηματικές ανισότητες που παρατηρούνται τόσο μεταξύ των χωρών όσο και μέσα στις χώρες καθορίζει τα διαφορετικά επίπεδα της υγιούς γήρανσης. Στο γράφημα στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι χώρες με χαμηλά εισοδήματα, κυρίως της ανατολικής Ευρώπης, μόλις 10% των ηλικιωμένων 75+ αξιολογούν την υγεία τους ως καλή ή πολύ καλή και το χάσμα ανάμεσα στην κατάσταση της υγείας στους νέους και στους ηλικιωμένους είναι έντονο. Η Ιρλανδία από την άλλη και οι Σκανδιναβικές και Κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες, έχουν χαμηλότερα κενά ανάμεσα στην αξιολόγηση της υγείας ενός 16άρη και ενός 65άρη, ενώ γύρω στο 50% των ατόμων άνω των 75 αξιολογούν την υγεία τους ως καλή ή πολύ καλή (Eurostat, 2019).
Εν κατακλείδι, τα διαφορετικά ποσοστά απασχόλησης, τα διαφορετικά επίπεδα δαπανών υγείας και εισοδήματος μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών δημιουργούν ένα επιπλέον χάσμα, αυτό της υγιούς γήρανσης. Για να μπορέσει η Ευρώπη να προετοιμαστεί για την πρόκληση της δημογραφικής γήρανσης, οφείλει να ασχοληθεί με τις ανισότητες που παρατηρούνται στο εσωτερικό της σε όλα τα επίπεδα.
Αναφορές
- Parker, M., Bucknall, M., Jagger, C., & Wilkie, R. (2020). Extending Working Lives: A Systematic Review of Healthy Working Life Expectancy at Age 50. Social Indicators Research, 1-14.
- EDJNet. (2019). Secret to a long life? More money for healthcare. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 14/06/2020.
- Eurostat. (2019). Ageing Europe – statistics on health and disability. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 14/06/2020.
- Holstein, M. B., & Minkler, M. (2003). Self, society, and the “new gerontology”. The Gerontologist, 43(6), 787-796.
- Lievre, A., et al. (2007). Healthy working life expectancies at age 50 in Europe: A new indicator. The Jour-nal of Nutrition, Health and Aging,11(6), 508–514.
- Holstein, M. B., & Minkler, M. (2003). Self, society, and the “new gerontology”. The Gerontologist, 43(6), 787-796.
- Parker, M., Bucknall, M., Jagger, C., & Wilkie, R. (2020). Extending Working Lives: A Systematic Review of Healthy Working Life Expectancy at Age 50. Social Indicators Research, 1-14.
- Rowe, J. W., & Kahn, R. L. (1997). Successful aging. The gerontologist, 37(4), 433-440.
Ξεκίνησε την πορεία της ως μαθήτρια στα «Εκπαιδευτήρια Νέα Γενιά Ζηρίδη», συνέχισε ως φοιτήτρια στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ως μεταπτυχιακή στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο «Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών», ενώ παράλληλα ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Αυτή τη περίοδο απασχολείται σε μια αστική ΜΚΟ και παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο. Χόμπυ της η Λογοτεχνία και οι περίπατοι στην Αθήνα.