Της Κατερίνας Κάκου,
«Μπλου νότες» (“blue notes”), Αμερική και Τζαζ: τρεις λέξεις αρκούν για να παραπέμψουν τον κοινό αναγνώστη στο μεγαλειώδες έργο «Γαλάζια Ραψωδία» (“Blue Rhapsody”) του Τζορτζ Γκέρσουιν. Το εισαγωγικό μέρος δε της μουσικής αυτής σύνθεσης με το γκλισάντι του κλαρινέτου είναι τόσο οικείο στο αυτί τού ακροατή, όσο οι τρεις εναρκτήριες νότες της «Πέμπτης (V) Συμφωνίας» του Μπετόβεν.
Συνθέτης τής ραψωδίας υπήρξε ο Τζορτζ Γκέρσουιν, εβραϊκής καταγωγής, γεννημένος και μετ’ έπειτα μεγαλωμένος στη Νέα Υόρκη, ο οποίος από νωρίς εμφάνισε το ταλέντο του και την κλίση του στην κλασική μουσική με πρωτότυπα κυρίως τον Liszt και τον Chopin. Στο πέρας των κλασσικών του σπουδών άρχισε να στρέφει το ενδιαφέρον του στην μουσική της εποχής (Jerome Kern και Irving Berlin) και γενικότερα στην τότε ραγδαίως ανερχόμενη τζαζ και μπλουζ μουσική. Ο Αμερικάνος συνθέτης πέθανε πρόωρα στη νεότατη ηλικία των 38 ετών έχοντας συνθέσει, εξαιρουμένης της «Γαλάζιας Ραψωδίας», μεταξύ άλλων σπουδαία έργα όπως το “Porgy and Bess”, “Girl Crazy”, “Second Rhapsody” κ.α. Αδιαμφισβήτητα, πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες όλων των εποχών καθώς τα έργα του επανεκτελέστηκαν περισσότερες φορές από τα έργα οποιουδήποτε Αμερικανού συνθέτη.
Δεν χωρά αμφιβολία όμως, ότι το σήμα κατατεθέν της συνθετικής ιδιοφυΐας τού Αμερικανού δημιουργού εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι η πασίγνωστη πλέον «Γαλάζια Ραψωδία» (“Blue Rhapsody”). Όλα ξεκίνησαν το 1924 όταν ο Πωλ Γουάιτμαν, διάσημη προσωπικότητα στον χώρο της μουσικής, όντας διευθυντής και μαέστρος τζαζ μπάντας, ανέθεσε στον νεαρό τότε Γκέρσουιν τη σύνθεση ενός έργου (ειδικότερα ενός τζαζ κονσέρτου) για ένα αρκετά διαφημισμένο κονσέρτο τής εποχής, το οποίο περιγραφόταν ως «Πείραμα στην μοντέρνα μουσική». Φημολογείται μάλιστα πως ο Γκέρσουιν είχε αμελήσει -ή ακόμη και ξεχάσει- τη σύνθεση του έργου έως τρεις εβδομάδες πριν από την καταλυτική προθεσμία του Γουάιτμαν. Όσον αφορά την έμπνευση και σύλληψη του κομματιού, ο Γκέρσουιν αποκάλυψε σε μεταγενέστερές του συνεντεύξεις πως βασικό θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε ολόκληρη η ραψωδία υπήρξε η ζωή στις μεγαλουπόλεις και οι ήχοι των μεγάλων αστικών κέντρων. Ειδικότερα, όπως μας παραθέτει και ο ίδιος ο Αμερικανός συνθέτης, η αρχική σύλληψη του έργου έλαβε χώρα μέσα σε ένα τραίνο στο οποίο είχε επιβιβαστεί ο ίδιος από τη Νέα Υόρκη με προορισμό τη Βοστόνη. Είχε πει άλλωστε χαρακτηριστικά: «Μέσα από τους ήχους ενός τραίνου πάντα ακούω μουσική». Έτσι λοιπόν, η τελική μορφή του έργου, όπως γίνεται αντιληπτό και από τον τίτλο, αποτέλεσε μια ραψωδία, δηλαδή μια μουσική σύνθεση με σχετική δομική και μελωδική ελευθερία, και όχι τζαζ κονσέρτο το οποίο είχε αρχικώς ζητηθεί. Η πρωτοτυπία του Γκέρσουιν είχε άκρως θετικά αποτελέσματα καθώς η πρώτη εκτέλεση του έργου, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1924 στη Νέα Υόρκη, δόθηκε με απόλυτη επιτυχία και κατά συντριπτική πλειοψηφία εξέλαβε θετικές κριτικές από διακεκριμένους του χώρου σε πολλές εφημερίδες της εποχής. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη ραψωδία γνώρισε ιδιαίτερη δημοσιότητα στη βραβευμένη ταινία της Disney Fantasia 2000 όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς αποτέλεσε τη μουσική υπόκρουση σε ένα γνώριμο -παγκοσμίως πλέον- απόσπασμα κινούμενων σχεδίων, στο οποίο παρουσιάζεται γελοιογραφικά η ζωή στις μεγαλουπόλεις.
Αυτό όμως που ξεχώρισε τη «Γαλάζια Ραψωδία» από τα υπόλοιπα έργα και την έκανε να δεσπόζει στο βάθρο του πιο ταλαντούχου έργου της εποχής ήταν η σύνθεσή του υπό τεχνικούς όρους. Το συγκεκριμένο έργο αποτέλεσε τομή στην ιστορία της μουσικής καθώς ήταν το πρώτο το οποίο παρέκκλινε ουσιωδώς από την παραδοσιακή ήδη υπάρχουσα φόρμα του κλασικού ρεπερτορίου και υιοθέτησε στοιχεία της ανερχόμενης αφροαμερικάνικης τζαζ η οποία σημειωτέον ότι μέχρι το 1920 βρισκόταν ακόμη στο περιθώριο. Ειδικότερα, το κομμάτι βασίζεται πάνω σε τρία βασικά στοιχεία: τη βασισμένη στο πιάνο λαϊκή παράδοση, τη μουσική για θέατρο ποικιλιών (βαριετέ) και την αφροαμερικάνικη μουσική (μπλουζ και τζαζ). Επί του εκτελεστού, η Γαλάζια Ραψωδία για πιάνο, πρωταγωνιστής της παράστασης, και ορχήστρα. Παρά τις ποικίλες ιδιομορφίες του, είναι γραμμένο σε Φα μείζονα, μια εξαιρετικά ευέλικτη τονικότητα, στην οποία όμως είναι εμφολευμένες τζαζ φόρμες που όμως από τη φύση τους παρεκκλίνουν σημαντικά από το τονικό ύψος μιας νότας της μείζονος κλίμακας για κυρίως εκφραστικούς λόγους. Χαρακτηριστικό της τζαζ χροιάς του κομματιού είναι επίσης οι συγκοπτόμενοι ρυθμοί, ενταγμένοι στο πλαίσιο συμφωνικής μουσικής. Θα ήταν αξιοσημείωτο να λεχθεί εδώ πως παρόλο που το έργο εκτελείται από τη συνεργασία κλασικής συμφωνικής ορχήστρα και πιάνου, ο συνδυασμός τεχνικών και φορμών της τζαζ μουσικής διαδραματίζει κυριαρχικό ρόλο στο κομμάτι εν τω συνόλω, ενώ παράλληλα θα ήταν σκόπιμο να παραλειφθεί το συνολικό ύφος του έργου το οποίο συντίθεται από μια πληθώρα πρωτότυπων και πρωτάκουστων μετατροπών αλλά και περίπλοκων ρυθμών.
Επιπρόσθετα, η συμβολή της ραψωδίας στη διαμόρφωση της τζαζ κουλτούρας, αλλά και εν γένει του κλασσικού τζαζ ρεπερτορίου είναι καθοριστική. Ας μη λησμονούμε εξάλλου το γεγονός πως η τζαζ μουσική εν τη γενέσει της αποτελούσε «μουσική του δρόμου», καθώς ήταν η μουσική των εισερχόμενων στην Αμερική μαύρων σκλάβων αφρικανικής καταγωγής και ως εκ τούτου δεν είχε λαμβάνειν της διεθνούς αναγνώρισης. Η εν λόγω μουσική γνώρισε σημαντική ανάπτυξη τη δεκαετία του 1920 όπου και σημειώθηκε το πρώτο γραμμόφωνο. Όπως γίνεται αντιληπτό το 1924 που πρωτοεκτελέστηκε η «Γαλάζια Ραψωδία», η τζαζ μουσική είχε μόλις αρχίσει να κερδίζει έδαφος και δημοσιότητα, πάραυτα τα ακούσματά της δεν έπαυαν να είναι πρωτόγνωρα και εντελώς διαφορετικής νοοτροπίας (αυτοσχεδιασμός, πεντατονική κλίμακα κ.α.) από την ήδη κρατούσα της κλασσικής παραδοσιακής μουσικής. Το εγχείρημα του Γκέρσουιν ήταν ιδιαίτερα μεγάλου βεληνεκούς καθώς ο συνδυασμός τής κλασικής μουσικής και της τζαζ παράδοσης γεφύρωσε δυο αντίρροπους κόσμους: τον κόσμο των «λευκών» και της κουλτούρας και τον κόσμο των «μαύρων» και της αφρικανικής λαϊκής υποκουλτούρας, πράξη η οποία φάνταξε ολότελα αδιανόητη στη σύλληψη, πόσο μάλλον στην εκτέλεση ιδιαίτερα σε μια εποχή που ο ρατσισμός, οι φυλετικές διακρίσεις, το μίσος και ο κοινωνικός (και όχι μόνο) διαχωρισμός των ανθρώπων βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Αξίζει να σημειωθεί τέλος πως ο Αμερικανός συνθέτης δεν επιδίωξε σε καμία περίπτωση τη συγχώνευση των ως άνω πολιτισμών αλλά, όπως άλλωστε μαρτυρεί η ίδια του η σύνθεση, μια αρμονική τους συνύπαρξη, αναδεικνύοντας με αυτό τον μοναδικό τρόπο τον ενοποιητικό ρόλο της μουσικής. Όντας πρωτοπόρος από τη νοοτροπία της εποχής, έκανε κυριολεκτικά πράξη μια αντίληψη ευρύτατου περιεχομένου περί ενότητας των ανθρώπων, αντίληψη που ακόμη και σήμερα περίπου 100 χρόνια μετά δε θεωρείται αυτονόητη.
Έτσι λοιπόν, ο Αμερικανός συνθέτης κατόρθωσε να χαρίσει στην Αμερική έναν δεύτερο εθνικό ύμνο, ένα κράμα μπλε νοτών σε Φα μείζονα, σήμα κατατεθέν τής αμερικανικής κουλτούρας σε όλο της το μεγαλείο.
Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα και σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά και Πορτογαλικά, ενώ έχει εντρυφήσει στον μουσικό χώρο καθώς είναι αρπίστρια. Παράλληλα ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με τις πολεμικές τέχνες. Δύο πράγματα που δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την ζωή της είναι η λογοτεχνία και η ποίηση.