Της Στεφανίας Αρβανιτάκη,
«Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ποτέ μου δε θα μπορούσα να γράψω
μυθιστόρημα ή θέατρον, αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές
να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορία».
– Κωνσταντίνος Καβάφης
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε το 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πέθανε το 1933. Πριν εκδηλωθούν οι πρώτες του συγγραφικές ανησυχίες, είχε περάσει από διάφορους επαγγελματικούς χώρους. Ήδη από πολύ νωρίς, όμως, άρχισαν να διαφαίνονται ευοίωνες προοπτικές για την ποιητική του πορεία, η οποία χρόνο με τον χρόνο άρχισε να αποκτά μια μεγαλύτερη ωρίμανση που οφειλόταν στην πνευματική ανέλιξη του ίδιου του γράφοντος. Αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την επιλεκτικότητα που τον χαρακτήριζε σε σχέση με τη δημοσιοποίηση των έργων του, αλλά και σε σχέση με τους αποδέκτες-αναγνώστες αυτών.
Μπορεί να λεχθεί ότι ο Καβάφης ήταν κύριος της ποιητικής του παραγωγής, καθώς ήταν αυτός που ενέκρινε ή δεν ενέκρινε την έκδοση των ποιημάτών του. Ήταν αυτός, επίσης, που υπήρξε αρκετά πρωτοπόρος για την εποχή του, καθώς δεν ακολούθησε το ρεύμα αυτής. Υπήρξε «εφευρέτης» του δικού του εκδοτικού συστήματος, αυτού που αποτελούνταν από μονόφυλλα (και δίφυλλα), τεύχη και συλλογές. Το πρώτο ποίημα που συγκαταλέγεται σε αυτά που αναγνωρίστηκε μια μεγαλύτερη ωριμότητα είναι το Κτίσται, το οποίο τυπώθηκε σε μονόφυλλο το 1890 (χρονολογία η οποία είναι μια τομή για τη συγγραφική του πορεία, η οποία γνώρισε μια ανοδική πορεία και συνεχώς βελτιωνόταν). Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι αποφάσισε να χωρίσει την ποίησή του σε τρεις θεματικές και να κινηθεί γύρω από τη συγγραφή ιστορικών (ψευδοϊστορικών, ιστορικοφανών, ιστοριογενών), ηδονικών και φιλοσοφικών ποιημάτων. Αυτό χρονικά έλαβε χώρα από το 1911 και μετά.
Όσον αφορά τα ιστορικά ποιήματα με τα οποία και θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο, ο Καβάφης ήταν λάτρης της ιστορίας, την οποία φρόντισε να «αγγίξει» και να αποδώσει με έναν αρκετά ευλαβικό τρόπο. Κάτι τέτοιο, βέβαια, απαιτεί γνώση την οποία ο ποιητής είχε συλλέξει μέσω του χρόνου που αφιέρωνε για την ανάγνωση βιβλίων από βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, αλλά και από τις μελέτες που έκανε σχετικά με την ελληνική φιλολογία και πιο συγκεκριμένα αυτήν της αρχαίας και μεσαιωνικής. Συνεπώς, πολλά ποιήματά του αναφέρονται στην ελληνιστική και βυζαντινή εποχή. Πολλά από αυτά εστιάζουν στον εκμηδενισμό των ηθικών αξιών των ανθρώπων σε μια απόπειρα του συγγραφέα να προβάλλει το ιδανικό και το ανήθικο για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει επιστρέφοντας στο παρελθόν.
Αξιοσημείωτο είναι πως η ιστορία αποτέλεσε, ουκ ολίγες φορές, πηγή έμπνευσης για τον Αλεξανδρινό ποιητή, ο οποίος δημιούργησε ποιητικά έργα μέσω αυτής σε συνδυασμό με την αυξημένη ικανότητα αναπαράστασης γεγονότων που τον διακατείχε. Τα παραπάνω οδήγησαν σε ένα ιδιοφυές ποιητικό δημιούργημα βασισμένο στην ιστορία, σε ένα αμάλγαμα στοιχείων που κατέληξαν να είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ποίησης του Καβάφη και που οδήγησαν σε ποιητικές δάφνες. Παραδείγματα ιστορικών ποιημάτων αποτελούν τα παρακάτω: Περιμένοντας τους βαρβάρους, Τρώες, Αλεξανδρινοί βασιλείς, Μανουήλ Κομνηνός, Καισαρίων, Άννα Κομνηνή, Ο Δαρείος, Βυζαντινός άρχων, Εξόριστος, Στιχουργών, Άννα Δαλασσηνή, Εν Σπάρτη, Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων.
Αξίζει να σταθούμε σε ένα από αυτά. Στο Βυζαντινός άρχων, Εξόριστος, Στιχουργών τοποθετούμαστε χρονικά στη βυζαντινή περίοδο και πιο συγκεκριμένα μεταξύ του 1078 και 1118. Σε αυτό το ποίημα δίνεται έμμεσα ένας ορισμός της τέχνη της ποιήσεως, ο οποίος στέκεται αντίκρυ της μεταχείρισής της από ανθρώπους που προστρέχουν σε αυτήν με συμφεροντολογικά κίνητρα και που την επιθυμούν απλώς ως ένα μέσο διασκέδασης και ψυχαγωγίας, μέσω του οποίου μπορεί ο χρόνος να κυλήσει λίγο πιο γρήγορα. Ο Καβάφης στηλιτεύει με ειρωνεία τον βυζαντινό άρχοντα που δεν αποδίδει στην ποίηση την αξία που της πρέπει και δε δειλιάζει να καυτηριάσει τους ανθρώπους «δικαστές», αυτούς που κρίνουν αλόγιστα, αλλά και όσους με έπαρση και υπερηφάνεια υπερασπίζονται πως διακατέχονται από βαθύτατη γνώση αξεπέραστη ακόμη και από πραγματικούς λογίους. Σύμφωνα με αυτόν, ο σωστός ποιητής δεν είναι καιροσκόπος, γράφει όταν η ανάγκη του για εξομολόγηση προέρχεται από τα μύχια της ψυχής του και προσπαθεί να διεισδύσει στον κόσμο της ποίησης με σεβασμό, αντιμετωπίζοντας τον χώρο αυτόν σαν να είναι θεϊκής προέλευσης.
Ο Καβάφης ήταν ένας άνθρωπος που τον χαρακτήριζε η αιδημοσύνη και αυτήν τη σεμνότητα θεωρούσε αναγκαία να περιβάλλει κάποιον που ασχολείται με την ποίηση. Είχε αρετές που έκαναν το έργο του να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, αλλά και να γνωρίσει παγκόσμια απήχηση. Χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και σωστή έκφραση. Ο ίδιος έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ουσία αυτού που έγραφε κι όχι τόσο για το εξωτερικό περιτύλιγμα με το οποίο θα το έντυνε. Η αισθητική γι’ αυτόν βρισκόταν στον στοχασμό, τα λόγια, την ποιότητα, την ενότητα, την απόδοση του νοήματος και την καθαρότητα της σκέψης. Δεν υπάρχει ισχυρότερο αποδεικτικό για το ότι αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση και ότι η τελευταία λειτούργησε ως το προσωπικό του καταφύγιο, στο οποίο έβρισκε τη λύτρωση που επιζητούσε.
Ο ποιητής της Αλεξάνδρειας έλαβε το παράσημο του Φοίνικα, αλλά το έργο του γνώρισε δυστυχώς μεγαλύτερη απήχηση μετά τον θάνατό του. Θα ήθελα να κλείσω με τα λόγια της Χαρίκλειας, κόμησσας Βαλιέρι, η οποία αναφέρει πως «όσες προσπάθειες κι αν έγιναν για να μην αναγνωρισθεί το έργο του, τελικά αυτός έκανε την ποίηση να χωρίζεται σε δύο εποχές, πριν από εκείνον και μετά από εκείνον». Ο υψιπετής Καβάφης ποτέ πια δε θα αντικρύσει την άσεμνη απογύμνωση του πνευματικού του μεγαλείου! Μας έχει ήδη γητέψει!
Βιβλιογραφία
- Αρτέμη Ειρήνη, Ο βυζαντινός Καβάφης: Ο Καβάφης μέσα από τα ποιήματά του «Μανουήλ Κομνηνός» και στην «Εκκλησία», σ. 2-3, 7-13, 21-22, Αθήνα 2004.
- Κουτσογιάννη Στέλλα, Οι θεματικές συλλογές 1905-1915 & 1916-1918 του Κ. Π. Καβάφη: Μια θεματική αιτιολόγηση, σ. 6, 8-10, 15-17, 22-23, 53, 74-75 ,Θεσσαλονίκη 2011.
- Παπαδοπεράκη Αναστασία, Η μορφή του Κ. Π. Καβάφη, σ. 2365-2366, Αθήνα 2008.
- Προβελέγγιος Παναγιώτης, Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη και Κυριάκου Χαραλαμπίδη, σ. 9-10, 24-26, 28-30, 34-43, Ρόδος 2019.