Της Σάντυ Μακκού,
Αν μελετήσει κανείς τα έργα του φιλοσόφου John Rawls, «Θεωρία της Δικαιοσύνης» και «Πολιτικός Φιλελευθερισμός» θα παρατηρήσει ότι το δεύτερο εξ αυτών αποτελεί επαναδιατύπωση της θεωρίας που παρουσιάστηκε στο πρώτο. Ο Rawls υποστήριξε, ότι η εν λόγω μετατροπή ήταν αναγκαία, για να επιλυθεί ένα εσωτερικό πρόβλημα της θεωρίας του και πιο συγκεκριμένα το πρόβλημα της σταθερότητας κι ότι οι μέχρι τότε θεωρίες στήριζαν τις πολιτικές αντιλήψεις τους σε συγκεκριμένα ηθικά και θρησκευτικά δόγματα. Τέτοιες είναι θεωρίες, όπως του Kant και του Mill. Το πρόβλημα που προκύπτει ως προς αυτές τις θεωρίες, οφείλεται στο ότι στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες είναι φυσικό τα άτομα να διαθέτουν διαφορετικές μεταξύ τους ηθικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές αντιλήψεις και ιδανικά, δηλαδή περιεκτικά δόγματα, τα οποία ταυτόχρονα είναι συμβατά με την πλήρη ορθολογικότητά τους. Το δεδομένο αυτό ο Rawls το ονομάζει «εύλογο πλουραλισμό». Δεδομένου, όμως, του εύλογου πλουραλισμού, η θεμελίωση μιας πολιτικής θεωρίας (όπως η δική του «θεωρία της δικαιοσύνης») που βασίζεται σε διαφορετικά και αλληλοσυγκρουόμενα εύλογα περιεκτικά δόγματα, καθίσταται αναπόφευκτα ασταθής.
Το πρόβλημα αυτό επιχειρεί να λύσει στον «Πολιτικό Φιλελευθερισμό», διατυπώνοντας μια καθαρά πολιτική θεωρία, δηλαδή μια θεωρία που δεν ερείδεται σε κάποιο συγκεκριμένο περιεκτικό δόγμα. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός αναγνωρίζει πως υπάρχουν πολλά και συγκρουόμενα μεταξύ τους εύλογα – δηλαδή συμβατά με την ορθολογικότητα των ανθρώπων – δόγματα, που το καθένα έχει δική του αντίληψη περί του αγαθού. Κανένα, όμως, δεν αρμόζει να γίνει από μόνο του πολιτική αντίληψη ενός συνταγματικού καθεστώτος.
Τα συγκρουόμενα πλην εύλογα δόγματα αυτά, έχουν το καθένα τη δική του αντίληψη περί αγαθού, αλλά κανένα από αυτά δεν δύναται και δεν πρέπει να αποτελέσει από μόνο του πολιτική αντίληψη ενός συνταγματικού καθεστώτος.
Θέτει, τοιουτοτρόπως, το ζήτημα του πολιτικού φιλελευθερισμού ως εξής: Πώς μπορεί μία σταθερή και δίκαιη κοινωνία ελεύθερων και ίσων πολιτών να ζει σε ομόνοια, όταν διαιρείται βαθιά από όλα αυτά τα δόγματα; Η απάντηση που δίνει ο Rawls στηρίζεται κι αυτή στην έννοια της εύτακτης κοινωνίας. Εύτακτη δεν είναι πλέον η κοινωνία που ενώνεται από τις βασικές ηθικές της αντιλήψεις, αλλά εκείνη που ενώνεται από την πολιτική της αντίληψη περί δικαιοσύνης και στην οποία υπάρχει μια επάλληλη συναίνεση των εύλογων περιεκτικών δογμάτων, που εστιάζεται στην αντίληψη αυτή.
Αναπόφευκτος για την εύρεση αυτής της ανεπηρέαστης θεωρίας είναι, πρώτα απ’ όλα, ο διαχωρισμός ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο, ανάμεσα σε αυτό που αποκαλούμε δημόσια και μη δημόσια ταυτότητα των ατόμων. Όσον αφορά στη μη δημόσια ταυτότητά τους, κάθε άτομο είναι δυνατό να υποστηρίζει οποιοδήποτε περιεκτικό δόγμα επιθυμεί και να διαθέτει τη δική του αντίληψη για το αγαθό. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο φιλόσοφος: «Οι πολίτες μπορεί να έχουν, και κατά κανόνα όντως έχουν, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, αισθήματα στοργής, πίστης και αφοσίωσης, από τα οποία πιστεύουν ότι δε θα αποστασιοποιηθούν, και πράγματι δε θα μπορούσαν να αποστασιοποιηθούν, ώστε να αξιολογούν αντικειμενικά, από την οπτική ενός αμιγώς ορθολογικού αγαθού. Μπορεί να θεωρούν ότι είναι απλά ασύλληπτο να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους αποκομμένο από ορισμένες θρησκευτικές, φιλοσοφικές και ηθικές πεποιθήσεις ή από ορισμένες μονιμότερες προσηλώσεις και αφοσιώσεις. Αυτές οι πεποιθήσεις και οι προσηλώσεις είναι μέρος εκείνου που μπορούμε να αποκαλέσουμε μη δημόσια ταυτότητά τους» (J. Rawls, «Justice as Fairness: Political not Metaphysical»).
Όσον αφορά, από την άλλη πλευρά, στη δημόσια ταυτότητά τους, οι πολίτες οφείλουν να παρακάμπτουν τις διαφορές ανάμεσα στις θρησκευτικές, ηθικές και φιλοσοφικές τους αντιλήψεις, χάριν της επίτευξης πολιτικής συμφωνίας. Τη διαδικασία αυτή ο Rawls την ονομάζει επάλληλη συναίνεση (overlapping consensus). Κατά την επάλληλη συναίνεση οι πολίτες, ακόμα και αν διαθέτουν εύλογες διαφορετικές περιεκτικές πεποιθήσεις, πετυχαίνουν να συγκλίνουν σε πολιτικές απόψεις που διαμορφώνουν τη δημόσια ταυτότητά τους. Σημασία, επομένως, για τον πολιτικό φιλελευθερισμό έχει ότι ανεξαρτήτως του περιεκτικού δόγματος το οποίο υποστηρίζει ο καθένας, είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε συγκλίνουσες πολιτικές απόψεις, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι τα δόγματα αυτά θα είναι εύλογα: «Αναζητούμε μια συναίνεση μεταξύ των εύλογων (σε αντίθεση προς τα μη εύλογα ή τα ανορθολογικά) περιεκτικών δογμάτων. Το κρίσιμο δεδομένο δεν είναι εδώ το δεδομένο της πολλαπλότητας αυτής καθ’ αυτήν, αλλά της εύλογης πολλαπλότητας» (J. Rawls, «Justice as Fairness: Political not Metaphysical»).
Η επάλληλη συναίνεση κατά τον Rawls δεν είναι απλώς ένας στρατηγικός συμβιβασμός, αλλά μια συμφωνία αρχών. Αυτό σημαίνει, ότι τα εύλογα περιεκτικά δόγματα περιέχουν ορισμένες αντιλήψεις που θα ήταν αποδεκτές από όλες τις ομάδες, ακόμα και για διαφορετικούς λόγους. Τέτοιες αντιλήψεις είναι για παράδειγμα η ελευθερία συνείδησης και η ανεκτικότητα. Με άλλα λόγια, όλες οι ομάδες θα συναινούσαν ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι θεμιτές, όχι κατόπιν συμβιβασμού, αλλά έλλογης συμφωνίας. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, αυτός είναι ο πυρήνας της αντίληψης της επάλληλης συναίνεσης η οποία στηρίζεται στην ορθολογικότητα και την αυτονομία των ατόμων και αποσκοπεί στην ανεκτικότητα που είναι απαραίτητο να διέπει τις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες.
Γεννημένη στις 25 Αυγούστου το 2000, με καταγωγή από τη Ναύπακτο. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, στην Κομοτηνή, με κατεύθυνση την πολιτική επιστήμη.