Του Δημήτριου Αναστασιάδη,
Τις προηγούμενες ημέρες είχαμε μία σημαντικότατη εξέλιξη όσον αφορά τις τουρκικές διεκδικήσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Τον Σεπτέμβριο αναμένεται, σύμφωνα με υπολογισμούς της Αθήνας, η Άγκυρα να στείλει ερευνητικά πλοία στα 24 οικόπεδα που έχουν οριστεί από τα βόρεια της Ρόδου μέχρι και νοτιοανατολικά της Κρήτης με αφορμή το τουρκολιβυκό σύμφωνο, καταπατώντας ξανά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αυτή η εξέλιξη είναι μέρος μίας σειράς κλιμακώσεων που συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες από την τουρκική πλευρά και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία.
Η Τουρκία έχει βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους που αφορούν την Ελλάδα. Βραχυπρόθεσμοι στόχοι της Τουρκίας είναι να πάρει, εκβιαστικά, μέρος στις έρευνες και στην εξόρυξη υδρογονανθράκων στην περιοχή, ακόμα και εάν αυτό συνεπάγεται παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και, ως φυσική συνέχεια του μνημονίου με την Λιβύη, να μην επιτρέψει στην Ελλάδα να ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματά της σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας στις υφαλοκρηπίδες και ΑΟΖ των νησιών της. Ουσιαστικά η Τουρκία προσπαθεί να διεισδύσει στο Αιγαίο και να ικανοποιήσει το σχέδιο της «Γαλάζιας Πατρίδας», όπως αποκαλείται από Τούρκους αξιωματικούς. Μακροπρόθεσμο σχέδιο της Τουρκίας είναι η ανάδειξή της ως ηγεμονική δύναμη στην περιφέρειά της και στον μουσουλμανικό κόσμο. Να καταφέρει να μην συμβαίνει τίποτα, δηλαδή, στην περιφέρειά της, χωρίς την έγκρισή της ή ακόμα και χωρίς να πάρει «μερίδιο» από αυτό.
Είναι ήδη γνωστό ότι η νεοοθωμανική Τουρκία έχει «ανεβάσει τον πήχη» έχοντας εμπλακεί σε πολλές ένοπλες συρράξεις (Λιβύη-Συρία), εντάσσοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις στην καθημερινότητά της, αγνοώντας επιδεκτικά το διεθνές δίκαιο, περιμένοντας πια μία ανοιχτή αναμέτρηση με την Ελλάδα με την πρόφαση ενός «θερμού» επεισοδίου. Βάσει σχεδίου η Τουρκία προκαλεί αδιάλειπτα με όλα τα μέσα που διαθέτει (πολιτικές δηλώσεις, παραβιάσεις εναέριου χώρου, εργαλειοποίηση μεταναστών, παρενοχλήσεις του λιμενικού, έκδοση fake news τα οποία έχουν αναδημοσιεύσει μέχρι και οι πιο αξιόπιστες εφημερίδες κ.ο.κ.). Παράλληλα, τα προβλήματα στο εσωτερικό της Τουρκίας μόνο ενισχύουν έναν εξωτερικό τυχοδιωκτισμό ως εργαλείο μεταστροφής της κοινής γνώμης. Επομένως δεν προβλέπεται αλλαγή αυτής της στρατηγικής ακόμα και εάν αλλάξει η πολιτική ηγεσία.
Με την τελευταία αυτή πρόκληση η «μπάλα» είναι στο γήπεδο της Ελλάδας και η ελληνική πολιτική ηγεσία θα κληθεί να πάρει μία απόφαση. Πρέπει ταχύτατα να δημιουργηθεί ένα συγκεκριμένο πλάνο αντίδρασης στην τουρκική προκλητικότητα με ύστατη -αλλά υπαρκτή- την χρήση στρατιωτικών μέσων. Την Ελλάδα πρωταρχικά συμφέρει να επιδιώξει την αποτροπή (γιατί η εποχή του κατευνασμού τελείωσε) μέσω διπλωματικών μέσων. Η Γαλλία και Ιταλία έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή καθώς πετρελαϊκές εταιρίες των χωρών αυτών έχουν συνάψει συμβόλαια για να διεξάγουν έρευνες σε τεμάχια της περιοχής, επομένως, πρέπει να θεωρηθούν φυσικοί σύμμαχοι ενώ επιτακτική ανάγκη είναι, παράλληλα, να εμβαθύνουμε τις σχέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο και να επιδιωχθεί, όσο το δυνατό πιο γρήγορα, αμυντική συμφωνία για τη διασφάλιση των συμφερόντων των χωρών αυτών απέναντι στην Τουρκία. Ο διεθνολόγος Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης γράφει: «Δεν έχουμε καταθέσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ για την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Με βάση πρόνοιες του δίκαιου της θάλασσας… Για να καταθέσεις συντεταγμένες σε μια κλειστή θάλασσα όπως του Αιγαίου και της Μεσογείου πρέπει να έχει προηγηθεί μια τουλάχιστον συμφωνία με όμορη χώρα. Γι’ αυτό και είναι καθοριστικής σημασίας η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο». Ευοίωνη φαίνεται η κίνηση, σε αυτό το σημείο, της συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία στις 9/6/2020. Επιπλέον, αν και η δυναμική της αποτροπής μέσω Ε.Ε φαίνεται να ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας στην σημερινή συγκυρία, η Ελλάδα μπορεί να επηρεάσει τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ένωση προσθέτοντας επιπλέον κόστος στην τουρκική προκλητικότητα.
Με τα σημερινά δεδομένα η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα μόνη της. Οι ΗΠΑ δεν εγγυώνται τη σταθερότητα στην περιοχή αλλά αντιθέτως, αποστασιοποιούνται από τις διαφορές Ελλάδος-Τουρκίας. Υπό αυτό το πρίσμα η Ελλάδα πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή στρατιωτική ετοιμότητα. Η Τουρκία είναι ένας έμπειρος αντίπαλος με πολεμική εμπειρία δεκαετιών και με υπερσύγχρονα στρατιωτικά μέσα. Εάν θέλουμε να πλησιάσουμε μία ισορροπία ισχύος είναι μονόδρομος η επένδυση στις στρατιωτικές μας δυνατότητες και η προσπάθεια διατήρησης του στρατού σε συνεχή εγρήγορση. Η έννοια της αποτροπής είναι η προσπάθεια διατήρησης του στάτους κβο μέσω της απειλής χρήσης βίας. Εάν η απειλή αυτή δεν είναι πιστευτή η προσπάθεια αποτροπής καταρρέει. Χρειάζεται επομένως αποφασιστικότητα και σταθερότητα στις κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας και σαφήνεια ως προς το όριο ανοχής στις τουρκικές πιέσεις. Η ασάφεια είναι επικίνδυνη ακριβώς επειδή οι δύο πλευρές δεν γνωρίζουν τα όρια της κάθε μίας, πράγμα που ευνοεί μόνο το μέρος το οποίο επιζητεί θερμό επεισόδιο.
Τρίτη επιλογή για την Ελλάδα είναι να καλέσει την Τουρκία να παραπεμφθεί η διαφορά σε διεθνές δικαστήριο. Αυτή είναι μία κίνηση που συμφέρει την Ελλάδα πολλαπλώς καθώς εάν καταφέρει να θέσει στο τραπέζι τα ζητήματα που την αφορούν, θα έχει πετύχει την ειρηνική διευθέτηση κάποιων διεκδικήσεων ενώ εάν η Τουρκία διαφωνήσει με τον κατάλογο θεμάτων και αρνηθεί την πρόσκληση, η διεθνής εικόνα της Ελλάδας και πάλι θα ενισχυθεί. Εναλλακτική επιλογή είναι η προσφυγή κατά της Λιβύης με σκοπό να τεθεί στην κρίση δικαστηρίου η νομιμότητα του τουρκολιβυκό μνημονίου. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα είναι η χώρα που επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο συνεχώς αλλά δεν το χρησιμοποιεί και αυτό πρέπει να αλλάξει.
Τέλος, μικρή σημασία έχει εάν η Τουρκία πραγματοποιήσει έρευνες σε ελληνικά νερά. Στην αποστολή τουρκικών πλοίων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα πρέπει να αποδοθεί ένας συμβολισμός, αυτός της πίστης των Τούρκων ότι η Ελλάδα είναι ανίκανη ή δεν τολμάει να προστατέψει τον χώρο της. Μία αίσθηση την οποία οι εκατοντάδες παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας μέσα στα χρόνια -και όχι μόνο- έχουν καλλιεργήσει. Είναι πλέον πασιφανές ότι η Τουρκία έχει πάρει την απόφαση να «συγκρουστεί» με την Ελλάδα και η ειρηνική επίλυση των διαφορών δεν την συμφέρει ακριβώς επειδή στον τουρκικό τσαμπουκά απαντάμε μόνο με χλιαρές δηλώσεις. Δεν πρέπει να «παίξουμε στο γήπεδο που διάλεξε ο Ερντογάν αλλά ούτε είναι δυνατό να χρησιμοποιούμε τις ίδιες μεθόδους αντίδρασης με τα προηγούμενα χρόνια. Αν πράγματι τουρκικά πλοία φτάσουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα πρέπει να τα απωθήσουμε και ευτυχώς η σημερινή κυβέρνηση έχει επιδείξει έναν πρωτόγνωρο δυναμισμό που έλειπε τα τελευταία χρόνια.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Είναι τριτοετής φοιτητής του τμήματος Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει λάβει μέρος σε προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών και στον ελεύθερο του χρόνο του αρέσει να διαβάζει ιστορία, φιλοσοφία και να παίζει κιθάρα.