Της Σοφίας Σιδερίδου,
Η ελληνική γλώσσα είναι σίγουρα πλούσια, γεμάτη λέξεις που μπορούν να πάρουν πολλά νοήματα, που διαμορφώνονται ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιούνται. Έτσι, λοιπόν, όταν στήνεις μια επιχείρηση από το μηδέν, ξοδεύεις χρόνο και χρήματα για καθετί, ακόμα και για μικρές λεπτομέρειες. Μέσα σε αυτές και η ταμπέλα, με το όνομα που θα της δώσεις.
Με αυτές τις ταμπέλες δεν έχω κανένα πρόβλημα, έχουν σημαντικό λόγο ύπαρξης. Με τις άλλες ταμπέλες που αποδίδονται σε ανθρώπους… με αυτές έχω μεγάλο θέμα. Κρεμιούνται με τόσο μεγάλη ευκολία, γι’ αυτό και αναγκαστικά κρύβουν αδικία μέσα τους. Το επικίνδυνο με όλες αυτές τις γενικεύσεις είναι ότι καταστρέφουν και τρώνε το καλό που υπάρχει ανάμεσα σε ένα σύνολο ατόμων.
Όλοι οι Αλβανοί, εγκληματίες.
Όλοι οι δικηγόροι λαμόγια.
Όλες οι αλλοδαπές, πόρνες.
Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι τεμπελιάζουν.
Όλοι οι δάσκαλοι κάνουν εύκολη και ξεκούραστη δουλειά. 3 μήνες κάθονται.
Όλοι οι νέοι τεμπέληδες, χαμάληδες.
Όλοι οι πολιτικοί, απατεώνες.
Και πάει λέγοντας. Πολύ λέγοντας. Κάθε τόσο ενισχύουμε τη λίστα, μη και ξεμείνουμε. Δεν θα συνεχίσω με ταμπέλες. Είναι πολλές και θα μπω στη διαδικασία να αδικήσω κι εγώ πολλούς ανθρώπους ακόμα που τους κρέμασαν από ένα ταμπελάκι.
Πίσω από αυτό το «όλοι» μόλις αδικήσαμε χιλιάδες ανθρώπους. Αυτούς που παλεύουν για να ξεχωρίσουν και τους ξανασπρώχνουν με άνεση στην ίδια τρύπα από την οποία πάλεψαν για να βγουν. Κι αυτό δυστυχώς δείχνει ότι η ευκολία και η δύναμη μιας παγιωμένης έκφρασης και γενίκευσης δεν υπολογίζει προσπάθειες και αγώνες, και συνήθως νικά με ευκολία όλους αυτούς που της πάνε κόντρα.
Ξέρετε από ποιους χρησιμοποιούνται κατά κόρον οι γενικεύσεις;
Από ανθρώπους άτυχους, που δεν κατάφεραν να γνωρίσουν τις φωτεινές εξαιρέσεις. Κι αυτή είναι η καλή βερσιόν της απάντησης στο παραπάνω ερώτημα.
Η κακή βερσιόν είναι ότι χρησιμοποιούνται από ανθρώπους που ποτέ τους δεν κατάφεραν να ανήκουν σε μια φωτεινή μειοψηφία κάποιας μάζας. Από αυτούς που τους παρέσυρε το κύμα της ματαιότητας και της ευκολίας. Γιατί, όπως είχα γράψει και σε ένα προηγούμενο άρθρο μου και πιστεύω βαθιά, η μειοψηφία είναι δύσκολη. Και πάντα κάποιοι θα προτιμήσουν την ασφάλεια που δίνει η μάζα, την ασφάλεια που δίνει μια γενίκευση. Γιατί, όντως, τη στιγμή της γενίκευσης σίγουρα σε κάποιο ποσοστό θα είσαι και σωστός.
Όντως κάποιοι δικηγόροι είναι λαμόγια, κάποιοι πολιτικοί απατεώνες και κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι χασομέρηδες. Κάπου εκεί ανάμεσα όμως είναι και κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι που εσύ βρίζεις, που κάποιες μέρες κάθισαν παραπάνω από το ωράριό τους για να βοηθήσουν. Είναι κάποιοι που καρτερικά υπέμειναν πίσω από το γκισέ της τράπεζας όλα τα «μπιπ» που με στόμφο και άκρα δημιουργικότητα ξεστόμισες και συνέχισαν να κάνουν τη δουλειά τους, απλώς γιατί δεν είχες υπομονή κι ακόμα πιο απλώς γιατί κάποιος σου έδωσε την ευκολία αυτής της γενίκευσης. Κι έτσι εύκολα φόρτωσες και τη δική σου αδυναμία και τα λάθη άλλων δημοσίων υπαλλήλων στον υπάλληλο πίσω από το γκισέ.
Αυτός που δεν μπορεί να βρει το καλό μέσα σε ένα σύνολο και βλέπει μόνο το άσχημο είναι σίγουρα δυστυχισμένος, ίσως και άτυχος. Αυτός που επιλέγει να μη βλέπει το καλό, είναι επικίνδυνος.
Ξέρετε γιατί χρησιμοποιούμε ταμπέλες και γενικεύσεις κατά τη γνώμη μου; Γιατί για άλλη μια φορά επιλέγουμε την εύκολη λύση.
Αχ και να ξέραμε πόσα καλά και ώριμα φρούτα πετάξαμε μέσα σε εκείνο το τσουβάλι που κατέληξε στον κάδο σκουπιδιών, γιατί έτυχε να πιάσουμε πρώτα τα 5-6 σάπια και βαρεθήκαμε να αφιερώσουμε χρόνο για να βρούμε αυτά που ΆΞΙΖΑΝ.