Του Γιώργου Ναθαναήλ,
τῇ δὲ τρίτῃ φθίνοντος πρὸς δείλην ἀπέθανε.
Στις 28 του μηνός, περίπου την ώρα του δειλινού, ξεψύχησε.
Ο Αλέξανδρος πέθανε κι άφησε πίσω του μια τεράστια αυτοκρατορία, την οποία δεν ήλεγχε πλήρως. Δηλαδή υπήρχαν περιοχές που οι Μακεδόνες απλώς είχαν την πολιτική κυριαρχία, ενώ σε κάποιες περιοχές στη βόρεια Μικρά Ασία δεν κυριάρχησαν. Πολλοί ερευνητές θεωρούν τον Αλέξανδρο ως τον πρώτο ελληνιστικό βασιλέα και συνεπώς η ελληνιστική εποχή ξεκινά μ’ αυτόν. Κατά την προσωπική μου άποψη η εποχή του Αλεξάνδρου είναι μια μεταβατική περίοδος, είναι η γέφυρα ανάμεσα στον κλασικό και τον ελληνιστικό κόσμο. Ο Αλέξανδρος άλλαξε τελείως την ισορροπία δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολυεπίπεδες αντιδράσεις. Την ισορροπία αυτήν ξεκίνησε να αλλάζει ο πατέρας του, Φίλιππος Β’, αλλά ο Αλέξανδρος ήταν αυτός που κατέλυσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες στην ισορροπία, την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Ο Αλέξανδρος είχε ορισμένα χαρακτηριστικά ως βασιλιάς κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, τα οποία δεν αναπτύχθηκαν πλήρως. Επίσης, ορισμένες πρακτικές που υπήρχαν και παλιότερα, εισήχθησαν συστηματικότερα από τον Αλέξανδρο. Για παράδειγμα, η λατρεία ζώντων προσώπων υπάρχει ήδη από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Τα καινά δαιμόνια είναι εμφανέστερα περισσότερο στην ελληνιστική εποχή, αλλά ο Αλέξανδρος δεν ήταν ελληνιστικός βασιλιάς. Λόγω του κύρους που απέκτησε, οι διάδοχοί του ήθελαν να μοιάσουν σε αυτόν και να υιοθετήσουν τις συνήθειές του, προκειμένου να δείχνουν πως βρίσκονται πιο κοντά στον γνωστότερο Μακεδόνα βασιλιά. Η κληρονομιά του Αλεξάνδρου βοήθησε αποφασιστικά στον σχηματισμό του ελληνιστικού πολιτισμού, άρα θεωρώ πολύ σωστό οι ερευνητές της ελληνιστικής ιστορίας να μελετούν τον Αλέξανδρο προκειμένου να οδηγηθούν σε συμπεράσματα για τη γενιά μετά απ’ αυτόν.
Η πιο εμφανής κληρονομιά του Αλεξάνδρου είναι η αυτοκρατορία του, η οποία όπως έδειξαν τα γεγονότα, δεν κατάφερε να παραμείνει ενωμένη υπό τη διοίκηση ενός ανδρός. Οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου, δηλαδή οι στρατηγοί του κυρίως, παρασυρόμενοι από τις προσωπικές τους φιλοδοξίες, αλλά κι αδύναμοι να επιβληθούν με αποφασιστικότητα, μάχονταν για το ποιος θα εξουσιάσει την τεράστια αυτοκρατορία. Τελικά, όπως γνωρίζουμε η αυτοκρατορία μετά από μια περίοδο προσπάθειας να παραμείνει ενωμένη, χωρίστηκε σε βασίλεια, τα οποία προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση της αυτοκρατορίας. Οι πόλεμοι των διαδόχων, συνεπώς, δεν είναι κληρονομιά του Αλεξάνδρου αλλά το αποτέλεσμα της αδυναμίας των στρατηγών του να συνεργαστούν και να λάβουν τις σωστές αποφάσεις.
Συνεχίζοντας, μπορεί κανείς να θεωρήσει ως άμεση κληρονομιά του Αλεξάνδρου την ενοποίηση πολλών λαών της Ανατολής υπό τη σκέπη ενός ηγέτη, που όμως πέθανε σύντομα, και μιας γλώσσας, που συνέχισε να υπάρχει για πολλούς αιώνες ακόμα. Σύμφωνα με έγγραφα που βρέθηκαν, υπάρχουν και τα «Τελευταία Σχέδια», όπου φαίνεται η πρόθεσή του να φτάσει ως τη Δύση και τη Βόρεια Αφρική. Ο απώτερος στόχος ήταν να ενώσει τους λαούς που κατοικούσαν εκεί. Το αν αυτό ήταν εφικτό ή όχι, επαφίεται στην κρίση του καθενός. Αλλά το συμπέρασμα είναι πως με το «ξεκλείδωμα» της Ανατολής έγινε γνωστός, έστω και για λίγο, ο ενοποιημένος τρόπος διοίκησης. Μετά τον Αλέξανδρο ήρθε η διάσπαση, αν και τα ελληνιστικά βασίλεια είχαν αρκετά καλή εσωτερική οργάνωση, αλλά ο κόσμος ήξερε πως υπάρχει κι αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης, δηλαδή αυτό που εμείς ονομάζουμε αυτοκρατορία. Φυσικά, κανείς δε φανταζόταν ότι θα προκύψει μετά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι ούτε κάτι τέτοιο υπονοείται εδώ. Τα κατορθώματα του Αλεξάνδρου επιβεβαίωσαν την ήττα της πόλης-κράτους, η οποία κατάφερε να αμυνθεί αλλά όχι να νικήσει τον μεγάλο εχθρό των Ελλήνων, τους Πέρσες. Αν βλέπαμε καθαρά την ελληνιστική εποχή από άποψη πολιτικών μορφωμάτων θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «Εποχή των βασιλείων». Το σίγουρο είναι πως η ελληνική πόλη-κράτος δεν πέθανε στη Χαιρώνεια.
Μια ακόμη κληρονομιά του Μακεδόνα βασιλιά ήταν η μερική αναθέρμανση των ελληνικών μύθων. Αυτό θεωρώ πως οφείλεται στην προσωπικότητα του Αλεξάνδρου. Ο Αριστοτέλης του έδωσε την Ιλιάδα με αποτέλεσμα να αναπτύξει ενδιαφέρον και σεβασμό για τη γενιά των ηρώων, ιδιαίτερα για τον Αχιλλέα. Το γεγονός ότι στεφάνωσε τον τάφο του, αλλά και η ευστροφία κι η διορατικότητά του στη μάχη, που θύμιζε τον πολυμήχανο Οδυσσέα, έκανε πολλούς να επιστρέψουν πίσω σε αυτό το ένδοξο παρελθόν. Βέβαια, τα φιλοσοφικά ρεύματα της ελληνιστικής εποχής κι η γενικότερη πληθώρα νέων θεών, ζώντων και μη ορατών, οδήγησαν σε μια μερική απαξίωση των μύθων. Ωστόσο, οι Έλληνες συνέχισαν να γνωρίζουν, να απεικονίζουν και να διδάσκονται από τους μύθους τους, τους οποίους εκτίμησαν δεόντως αργότερα οι Ρωμαίοι.
Πολλά πράγματα που θεωρούσαν παλιότερα οι ερευνητές ότι εισήχθησαν είτε κατά τη βασιλεία του Αλεξάνδρου είτε λίγο αργότερα και συνεπώς αποτελούν χαρακτηριστικά της εποχής και κληρονομιά για τις επόμενες, αποδείχθηκαν πως υπήρχαν και παλιότερα. Το μείζον θέμα είναι η λατρεία ζώντων προσώπων. Σίγουρα, η θεοποίηση δεν είναι όμοια με τις τιμές που προσφέρονταν σε θεούς, αλλά δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο των ελληνιστικών χρόνων. Ο πρώτος άνθρωπος εν ζωή που θεοποιήθηκε ήταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος, ο οποίος νίκησε τον αθηναϊκό στόλο και σφράγισε την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μπορεί να μην ήταν εκτεταμένη η θεοποίησή του, αλλά το γεγονός ότι υπήρξε δείχνει πως το φαινόμενο ήταν γνωστό από την κλασική εποχή. Όσον αφορά την εισαγωγή ανατολικών θεοτήτων στην ελληνική θρησκεία, γνωρίζουμε ότι η αλληλεπίδραση Ελλήνων με την Ανατολή υπήρχε από παλιά και προφανώς οι δύο κόσμοι δε συναντώνται πρώτη φορά στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Εξάλλου, πρέπει να θυμόμαστε πως ένας πολιτισμός που γεννιέται, υιοθετεί πρακτικές που υπάρχουν στο περιβάλλον στο οποίο διαμορφώνεται και βρίσκεται σε ανοικτή επικοινωνία με κοντινούς πολιτισμούς.
Θα μπορούσαμε να γράφουμε πολλές σελίδες για την κληρονομιά του Αλεξάνδρου και πόσο επηρέασε την ανθρωπότητα. Προσπάθησα να παρουσιάσω όσο πιο ευσύνοπτα γίνεται κάποιες αχνές γραμμές για το τι μας άφησε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Παραθέτω ένα μέρος από το έργο του Hans-Joachim Gehke, «Ιστορία Του Ελληνιστικού Κόσμου», μεταφρασμένο από τον Άγγελο Χανιώτη: «Είχε σφραγίσει την παγκόσμια ιστορία όσο ίσως κανείς άλλος άνθρωπος πριν και μετά από αυτόν. Αυτό δε φάνηκε, βέβαια, καθαρά κατά την εφήμερη ζωή του, αλλά την εποχή που ακολούθησε. Πολλοί παράγοντες τον ευνόησαν: τα επιτεύγματα του πατέρα του, η κρίση του ελληνικού κόσμου, εσωτερικές αντιδράσεις κατά της περσικής κυριαρχίας, η αφοσίωση των στρατευμάτων του που άγγιζε σχεδόν τα όρια της αυτοθυσίας. Αλλά και ο ίδιος βάραινε με πολλές αρετές την πλάστιγγα, κυρίως όσον αφορά τις καθαρά πρακτικές ενέργειες, τόσο στον στρατιωτικό όσο και στον πολιτικό τομέα: στον τομέα της στρατιωτικής ηγεσίας τη χαρισματική σχέση προς τα στρατεύματά του, την καθαρή ματιά για την κάθε κατάσταση και το χάρισμα να επεμβαίνει με αστραπιαία ταχύτητα στο κατάλληλο σημείο∙ στον οργανωτικό τομέα το αισθητήριο για τον προσεκτικό σχεδιασμό και την αναγνώριση των ειδικών ικανοτήτων του καθενός∙ στον τομέα της πολιτικής και της διοίκησης τον νηφάλιο υπολογισμό, τη γρήγορη εποπτεία όλων των παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης και της νοοτροπίας του αντιπάλου, τη σαφή προτίμηση για πρακτικές, απλές και ρεαλιστικές λύσεις».
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Hans-Joachim Gehrke, Ιστορία Του Ελληνιστικού Κόσμου, σσ.54-55.
- Graham Shipley, Ο ελληνικός κόσμος μετά τον Αλέξανδρο 323-30 π.Χ., 93-98, σσ.263-287.
- Frank Walbank, Ο ελληνιστικός κόσμος, σσ.59.
- Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αλέξανδρος-Καίσαρας, σσ.300-305.