14.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΗ επιβολή και άρση της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική μέσα σε μία δεκαετία

Η επιβολή και άρση της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική μέσα σε μία δεκαετία


Της Έφης Βούζιου,

Η ποτοαπαγόρευση στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1920 ως το 1933 αποτέλεσε μια περίοδο που στιγμάτισε την αμερικανική ιστορία, καθώς κηρύχθηκε παράνομη, για πρώτη φορά, η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.

Το κίνημα υπέρ της ποτοαπαγόρευσης είχε ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα έχοντας στο συλλογικό του αρκετούς υποστηρικτές. Ήδη από το 1820 και το ’30 άρχισαν να επιβάλλονται τοπικές απαγορεύσεις με την έντονη θρησκευτική αναβίωση, η οποία διέγειρε κινήματα που επιζητούσαν την τελειότητα στα ανθρώπινα όντα περιλαμβάνοντας και αντιλήψεις περί ιδιοσυγκρασίας του ατόμου και στέρησης-κατάργησης αγαθών. Το κίνημα εξαπλώνεται ραγδαία κάτω από την επιρροή και επίδραση των εκκλησιών και μέχρι το 1833 υπήρχαν 6000 τοπικές κοινότητες σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ.

Το πρώτο επίσημο κίνημα κατά του αλκοόλ δημιουργήθηκε στη Βοστώνη στις 13 Φεβρουαρίου 1826 και έφερε το όνομα American Temperance Society από τους ιεροκήρυκες Lyman Beecher και Dr. Justin Edwards. Σύντομα οι υποστηρικτές του πλήθυναν και εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Βέβαια, οι ακτιβιστές κατέφευγαν σε αυθαίρετες καμπάνιες που υποστήριζαν πως αν οι εργοδότες έδιναν αλκοόλ στους εργαζομένους, αυτό θα μείωνε αισθητά την απόδοσή τους και έλεγαν στις γυναίκες πως αν οι άντρες τους κατανάλωναν αλκοόλ θα τους έκανε αυτόματα πιο άπιστους.

Ο πρώτος νόμος περί απαγόρευσης που επιβλήθηκε από πολιτεία ήταν στο Maine το 1846 -τον οποίο ακολούθησε το 1851 ένας ακόμα πιο αυστηρός νόμος- και τέθηκε σε ένα κύμα τέτοιας κρατικής νομοθεσίας πριν ακριβώς και από τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Ως το 1850 αρκετές πολιτείες, κυρίως του Νότου, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν ή απαγόρευαν τη διάθεση και διακίνηση αλκοολούχων ποτών με πρωτεργάτες στο κίνημα αυτό θρησκευτικές προτεσταντικές οργανώσεις.

Γρήγορα σχηματίστηκαν δύο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, η “Anti-Saloon League” και η “Women’s Christian Temperance Union”, μέλη των οποίων σχημάτισαν αργότερα το Κόμμα της Απαγόρευσης (Prohibition Party), το οποίο έλαβε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.

Το 1879 ο John St. John εκλέχτηκε κυβερνήτης του Kansas και το 1883 αυτή ήταν η πρώτη πολιτεία στην Αμερική που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Αυτό έδωσε σημαντική πολιτική ώθηση στον St. John και τον οδήγησε στο να διεκδικήσει την υποψηφιότητα για τη θέση του Προέδρου της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης. Έλαβε ικανοποιητικές ψήφους και έθεσε τη βάση για την εγκαθίδρυση της ποτοαπαγόρευσης.

Η 18η Τροπολογία, σύλληψη του αρχηγού της Anti-Saloon League, Wayne Wheeler, ψηφίστηκε και στα δύο επιμελητήρια του Κογκρέσου των ΗΠΑ στις 18 Δεκεμβρίου του 1918 και επικυρώθηκε από τα απαραίτητα 3/4 των πολιτειών στις 16 Ιανουαρίου του 1919. Τον νόμο υπερασπίστηκε και ο Andrew Volstead, πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του Δικαστηρίου, ο οποίος σχεδίασε την έγκριση του εθνικού νόμου περί απαγόρευσης (γνωστός ως Νόμος Volstead) ενάντια στο βέτο του Προέδρου Woodrow Wilson.

Δυστυχώς, όμως, ούτε ο Νόμος Volstead, ο οποίος καθόρισε τους κανόνες επιβολής της απαγόρευσης που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1920, ούτε η 18η Τροπολογία κατάφεραν να επιβληθούν ουσιαστικά, καθώς άνθισαν ολόκληρες παράνομες οικονομίες. Άρχισαν να εισάγονται παράνομα ποτά και αλκοόλ από τα σύνορα με τον Καναδά και το Μεξικό αλλά και από τις ακτές με ξένα πλοία. Ανάμεσα σε αυτά εισήχθησαν και εκατομμύρια μπουκάλια «θεραπευτικού» ουίσκι τα οποία πωλούσαν αργότερα σε φαρμακεία με πραγματικές ή πλαστές συνταγογραφήσεις. «Αγαπημένες» πηγές προμηθειών κατέστησαν οι Bahamas, Cuba και τα γαλλικά νησιά Saint-Pierre et Miquelon.

Η λαθραία πώληση ποτών είχε άμεσο αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση στην Αμερική του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο συνέχισε ακέραιο για αρκετό διάστημα και μετά την άρση της απαγόρευσης, και έφερε τη συνοδεία μιας ολοένα αυξανόμενης και συστηματικής μαύρης αγοράς και την επακόλουθη κεφαλαιοποίησής της. Η διανομή του αλκοόλ ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία για αυτό το λόγο ανέλαβαν τον έλεγχο και τη διαχείριση οι οργανωμένες συμμορίες αναπτύσσοντας ολόκληρες αλυσίδες και επιχειρήσεις λαθραίας πώλησης ποτών. Είχαν στη διάθεσή τους παράνομα αποστακτήρια, αποθήκες και μεσάζοντες που μετέφεραν τα προϊόντα σε εστιατόρια, κλαμπ και άλλα σημεία πώλησης. Η αστυνόμευση κατέστη ελλιπής ή και διεφθαρμένη με απώτερο αποτέλεσμα να ενισχύονται όλες αυτές οι δραστηριότητες. Γι’ αυτούς τους λόγους η περίοδος αυτή έμεινε γνωστή και για την ανάδειξη και επικράτηση των γκάνγκστερ και κυρίως για τον έντονο ανταγωνισμό και τις βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες εγκληματικές συμμορίες.

Με τον καιρό άρχισαν να εδραιώνονται, να «κατοχυρώνουν» τα εδάφη τους και να αποκτούν στις διάφορες περιοχές το μονοπώλιο. Σιγά σιγά προχώρησαν και σε συνεργασίες μεταξύ τους προκειμένου να διευρύνουν τις επιχειρήσεις και τα έσοδά τους επεκτείνοντας τη διακίνησή τους και σε άλλα παράνομα προϊόντα όπως τσιγάρα, ναρκωτικά και εμπλέκοντας τις δραστηριότητές τους με την πορνεία, το τζόγο, την τοκογλυφία κ.α. Παίρνοντας παράδειγμα από τις συντονισμένες οργανώσεις της Ιταλίας και από τους γκάνγκστερ της  New York αναδείχθηκε επίσημα το συνδικάτο εγκλημάτων μαφίας στο τέλος του 1920 και στις αρχές του ’30.

Όλες αυτές οι συνθήκες οδήγησαν στο να θεωρηθούν οι gangster της εποχής «λαϊκοί ήρωες», καθώς προσέφεραν πολλές θέσεις εργασίας σε μια περίοδο μεγάλης ανεργίας ενώ παράλληλα ενθάρρυναν ιδιαίτερα τη μαφία του Chicago και τον αρχηγό της, Al Capone. Ο ίδιος έφτασε σε σημείο να ελέγχει τη μισή αστυνομία του Chicago, να έχει περιουσία εκτιμώμενη κοντά στα 100 εκατομμύρια και μια φήμη που ξεπερνούσε τα γεωγραφικά όρια της Αμερικής.

Το 1929, τη χρονιά που κατέρρευσε το χρηματιστήριο και αυξήθηκε η ζήτηση για το παράνομο αλκοόλ, ο Eliot Ness προσλήφθηκε στη θέση του υπεύθυνου από το U.S. Department of Justice για να διευθύνει το γραφείο της ποτοαπαγόρευσης στο Chicago, με ιδιαίτερο σκοπό, βέβαια, να ερευνήσει και να ενοχοποιήσει, τον ήδη στοχοποιημένο από το κράτος, Capone. Επειδή ακριβώς οι άντρες που προσέλαβε ο Ness στην ομάδα του ήταν πολύ αφοσιωμένοι και δεν χρηματίζονταν τους απέδωσαν το παρατσούκλι “Untouchables” και τους προσέδωσαν ένα γόητρο αναγνωρισμένο μέχρι και σήμερα. Η σκληρή και συστηματική δουλειά τους είχε ως αποτέλεσμα την κατάθεση αποδείξεων που οδήγησαν τον Capone στη φυλακή για φοροδιαφυγή το 1932.

Η απαγόρευση ήταν ένα μείζον ζήτημα κατά τις προεδρικές εκλογές του 1928 στις ΗΠΑ, αλλά η νίκη του Herbert Hoover εξασφάλισε ότι αυτό που ο ίδιος ονόμασε «πείραμα, ευγενές στο κίνητρο» θα συνεχιζόταν. Καθώς όμως η Μεγάλη Ύφεση καλά κρατούσε, και γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι ο νόμος Volstead ήταν πρακτικά και ουσιαστικά ανεφάρμοστος, η ποτοαπαγόρευση απομακρύνθηκε από το προσκήνιο του πολιτικού χώρου. Η ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης και ανάγκασε τους Δημοκρατικούς, με τον υποψήφιό τους Franklin D. Roosevelt, να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους στις προεδρικές εκλογές του 1932 και την άρση της ποτοαπαγόρευσης μαζί με τις υποσχέσεις για αναδιάρθρωση της οικονομίας, για νέα προγράμματα ανάκαμψης και για ραγδαίες αλλαγές στο τραπεζικό και χρηματιστηριακό σύστημα.

Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων στη θέση του προέδρου, ο Franklin D. Roosevelt υπέγραψε στις 22 Μαρτίου και τον Νόμο Cullen-Harrison, ο οποίος τροποποίησε τον νόμο Volstead και επέτρεψε την παραγωγή και πώληση μπύρας και κρασιών χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ (έως 3,2% κατ’ όγκο αλκοόλ). Στις 5 Δεκεμβρίου 1933 η απαγόρευση καταργήθηκε σε ομοσπονδιακό επίπεδο με την επικύρωση της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος, η οποία, ωστόσο, επέτρεψε τη διατήρηση της απαγόρευσης σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο. Η ποτοαπαγόρευση θεωρήθηκε ολοκληρωτικά λήξασα όταν και η πολιτεία του Mississippi τελευταία νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966.

Κρίνεται, λοιπόν, σαφές από τα παραπάνω πως σχετικά με το θέμα της ποτοαπαγόρευσης λήφθηκαν βεβιασμένες και παράτολμες κινήσεις χωρίς ενδελεχή σχεδιασμό και μελέτη των παραμέτρων. Το κράτος κατέστη ανίκανο να ελέγξει το παρακράτος και τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες και οδήγησε τους πολίτες σε ανυπολόγιστες συνέπειες τόσο για την εργασία τους όσο και για την ίδια τους τη ζωή. Παρατηρείται πως ακόμα και μετά την άρση της ποτοαπαγόρευσης η οικονομική και κοινωνική ισορροπία και σταθερότητα δεν επιβλήθηκαν αμέσως, καθώς οι επιπτώσεις των προηγούμενων χρόνων βασάνιζαν έντονα την αμερικανική κοινωνία για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Συμπεραίνουμε πως η έντονη διαφθορά της περιόδου δεν προέρχεται μόνο από τις παράνομες δραστηριότητες οργανώσεων, αλλά και από το ίδιο το «νόμιμο» κράτος που πολλές φορές βρίσκεται κεκαλυμμένο πίσω από τέτοιου είδους δραστηριότητες ή τις αφήνει να εκτυλίσσονται προς ικανοποίηση οικονομικών συμφερόντων των στελεχών του. Τέτοιες συνθήκες συνέχισαν να λαμβάνουν χώρα και δράση στην Αμερική, βέβαια, και τις επόμενες δεκαετίες μετά τη λήξη της ποτοαπαγόρευσης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


Έφη Βούζιου

Γεννήθηκε το 1997 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει αρκετές ομιλίες και ημερίδες σχετικές με το αντικείμενο των σπουδών της καθώς και με τον ευρύτερο τομέα της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερη είναι η συμμετοχή της σε εθελοντικές δράσεις τις οποίες θεωρεί καίριες για τη διάπλαση του χαρακτήρα των ατόμων και τη διάρθρωση της κοινωνίας. Την απασχολούν τομείς σχετικοί με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα των κοινωνικών ομάδων.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Έφη Βούζιου
Έφη Βούζιου
Γεννήθηκε το 1997 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει αρκετές ομιλίες και ημερίδες σχετικές με το αντικείμενο των σπουδών της καθώς και με τον ευρύτερο τομέα της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερη είναι η συμμετοχή της σε εθελοντικές δράσεις τις οποίες θεωρεί καίριες για τη διάπλαση του χαρακτήρα των ατόμων και τη διάρθρωση της κοινωνίας. Την απασχολούν τομείς σχετικοί με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα των κοινωνικών ομάδων.