Του Κωνσταντίνου Σούζα,
Ξέρεις τι είναι χειρότερο από ένα ρατσιστή; Ο επιλεκτικά ρατσιστής. Αυτός που όχι μόνο έχει το θράσος να αυτοπροσδριορίζεται ως “open minded”, υπερηφανεύεται κιόλας για τις δήθεν ανθρωπιστικές του απόψεις. Αυτός για τον οποίο ρατσισμός είναι μονάχα οι ακροδεξιές αντιλήψεις. Αυτός που φορώντας τον μανδύα του «ανθρωπιστή», κάνει λόγο για ανθρώπινα δικαιώματα, μόνο που να… τον ενοχλούν μερικές κατηγορίες ανθρώπων. Γιατί περί κατηγοριοποίησης των ανθρώπων πρόκειται. Αυτός που κάθε φορά που εκφράζει μια από τις στερεοτυπικές του αντιλήψεις ξεκινάει με τη γνωστή φράση «Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…». Ένα αντιφατικό αλλά. Ένα «αλλά» που αναιρεί το «δεν είμαι ρατσιστής». Αυτός που επί της ουσίας γνωρίζει ότι είναι ρατσιστής, αλλά αρνείται να το αποδεχθεί.
Ο επιλεκτικός ρατσισμός αποτελεί μια μορφή ρατσισμού που παρατηρείται στις μέρες μας όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα. Θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρισθεί και ως μια μορφή ασθένειας, τόσο κοινωνική όσο και ατομική. Άνθρωποι μορφωμένοι, σπουδαγμένοι -με μεταπτυχιακά στα “human rights” παρακαλώ – άνθρωποι πολυταξιδεμένοι, καλλιεργημένοι, που παρ’ όλα αυτά… επιλέγουν ποιον θα μισήσουν. Επιλέγουν ποιον θα στοχοποιήσουν. Ψάχνουν πάντα να βρουν το εξιλαστήριο θύμα. Αυτόν που φταίει για τα προβλήματά τους. Πάντα, όμως, φορώντας το ανθρωπιστικό τους προσωπείο. Αυτό που τόσα χρόνια πάλεψαν να αποκτήσουν. Αυτό, άλλωστε, που επιτάσσει και η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του διαφορετικού, της ανεκτικότητας, της αλληλεγγύης… του φαίνεσθαι!
Το «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά στην επιχείρησή μου δεν θα προσλάμβανα ποτέ αλλοδαπό», ή καλύτερα το «δεν έχω θέμα με τους ομοφυλόφιλους, αρκεί να μη προβάλλουν τη διαφορετικότητά τους ως κάτι το φυσιολογικό», αποτελούν εμφανή παραδείγματα των επιλεκτικά ρατσιστών. Των ανθρώπων αυτών που όχι μόνο δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη των λόγων τους, αλλά προσπαθούν να δικαιολογήσουν από πάνω τις ρατσιστικές τους πεποιθήσεις. Γιατί το να είσαι ρατσιστής σημαίνει ότι μισείς δίχως να προσποιείσαι και «βολεύεσαι» με τον χαρακτηρισμό σου (όσο άσχημο κι αν είναι αυτό!), σε αντίθεση με το να μισείς επιλεκτικά και να αρνείσαι ή μάλλον να μην θέλεις να αποδεχθείς τη μισαλλοδοξία σου.
Στις μέρες μας, το να είναι κανείς άνθρωπος με «Α» κεφαλαίο είναι σπάνιο για να μην πω ακατόρθωτο. Όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν ρατσιστή, όση παιδεία και να έχουμε, όσο δεκτικοί και να θέλουμε να είμαστε. Ο φόβος απέναντι σε καθετί το διαφορετικό, το άγνωστο, το καινούργιο υποβόσκει μέσα μας. Απλά καθημερινά παραδείγματα, άλλωστε, το αποδεικνύουν αυτό με τρόπο αδιάψευστο. Μια αρνητική σκέψη και ένα περίεργο βλέμμα αρκούν για να μας κάνουν να αντιληφθούμε πως ο ρατσισμός υπάρχει μέσα μας και να μας υπενθυμίσουν πως πρέπει να προσπαθήσουμε για να εξαλείψουμε κάθε ίχνος αυτού. Ο επιλεκτικά ρατσιστής είναι αυτός που αρνείται να το αποδεχθεί, αρνείται να προσπαθήσει…
Αυτός είναι, λοιπόν, ο επιλεκτικά ρατσιστής. Ο δήθεν ανοιχτόμυαλος, ο δήθεν ανθρωπιστής, ο δήθεν ανεκτικός. Δεν γίνεται, όμως, να είσαι επιλεκτικά ανοιχτόμυαλος, επιλεκτικά ανθρωπιστής και επιλεκτικά ανεκτικός. Ή είσαι ρατσιστής ή όχι. Το να επιλέγεις ποιον θα μισήσεις και το να καλύπτεις τις προκατειλημμένες σου αντιλήψεις πίσω από το προσωπείο του «ανθρωπιστή» σε καθιστά… δύο φορές ρατσιστή!