20.4 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΒιογραφίεςΠαναγής Τσαλδάρης: Ένας μετριοπαθής συντηρητικός

Παναγής Τσαλδάρης: Ένας μετριοπαθής συντηρητικός


Του Θεόφιλου Νούση,

Ο Παναγής Τσαλδάρης γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1868 και ήταν γιος του Επαμεινώνδα Τσαλδάρη. Η οικογένειά του είχε μικρασιατική καταγωγή και φέρονταν να εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο το 1750. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Το 1889 ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτωρ της Νομικής και για μια επιστημονική του εργασία, βραβεύτηκε με το «Ράλλειο βραβείο», μαζί με χρηματικό έπαθλο χιλίων δραχμών. Το 1890 διορίστηκε δικηγόρος Πατρών και τον Μάιο του ίδιου χρόνου με δαπάνες των θείων του, Γεωργίου και Σταύρου Τσαλδάρη, πατέρα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, μετέπειτα αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος και Πρωθυπουργού της περιόδου 1946-1947, ταξίδεψε στο Γκέτινγκεν του Αμβούργου στη Γερμανία, όπου έκανε μεταπτυχιακά μαθήματα Νομικής και στις 7 Μαΐου 1890 γνωρίστηκε με τον Δημήτριο Γούναρη. Σπούδασε ακόμη στα πανεπιστήμια της Λειψίας από το τέλος του 1891 έως τον Αύγουστο του 1893, που εγκαταστάθηκε στο Νοσατέλ στην Ελβετία, και από τον Νοέμβριο του 1893 στη Νομική Σχολή του Παρισιού.

Στο τέλος του 1893 επέστρεψε στην Ελλάδα και άνοιξε δικηγορικό γραφείο στην οδό Νίκης στην Αθήνα, όμως αργότερα εγκαταστάθηκε στην οδό Ρόμβης, όπου λειτούργησε νομικό φροντιστήριο, συστεγασμένο με τους χώρους της κατοικίας και του γραφείου του. Στη συνέχεια αναμίχθηκε με την πολιτική όπου και εκλέχτηκε πρώτη φορά πληρεξούσιος Αργολιδοκορινθίας στην Αναθεωρητική Βουλή του 1910 για την ανάδειξη της Α’ Αναθεωρητικής Βουλής, καθώς και στην ανάδειξη της απλής Βουλής του 1912. Από τότε εκλεγόταν συνεχώς, με εξαίρεση τις εκλογές του 1923, στις οποίες αρνήθηκε να μετάσχει. Το 1917, ο Παναγής Τσαλδάρης, αρνήθηκε να αναγνωρίσει την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου και εξορίστηκε από τον Ιανουάριο του 1918 έως το 1920, αρχικά στην Ύδρα και στη συνέχεια στη Σκόπελο, όπου γνωρίστηκε με τον επίσης εξόριστο Σπυρίδωνα Λάμπρου, με την κόρη του οποίου παντρεύτηκε.

Ο Τσαλδάρης διατέλεσε ηγετικό στέλεχος του Κόμματος των Εθνικοφρόνων και το 1919 συμμετείχε στην ίδρυση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης με έμβλημα ένα κλαδί ελιάς. Στις 30 Ιουλίου 1920, όταν δολοφονήθηκε ο Ίωνας Δραγούμης από οπαδούς του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο Τσαλδάρης διαμαρτυρήθηκε με δημόσια δήλωσή του και για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίστηκε στις φυλακές «Αβέρωφ». Τον Μάρτιο του 1922 αναγκάσθηκε για λόγους υγείας να μεταβεί στο εξωτερικό και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, συνελήφθη και στις 14 Νοεμβρίου 1922 φυλακίστηκε εκ νέου στις φυλακές «Αβέρωφ». Ακολούθησε η στημένη και προαποφασισμένη «Δίκη των Έξι» και η εκτέλεση δια τουφεκισμού του Δημητρίου Γούναρη. Ο Τσαλδάρης αποφυλακίστηκε στις 8 Ιανουαρίου 1923, μετά την παροχή αμνηστίας, με την ευκαιρία της υπογραφής της συνθήκης της Λωζάνης.

Στη Βουλή συμμετείχε ως Ανεξάρτητος με τον Δημήτριο Γούναρη, με τον οποίο συνδέονταν με στενή φιλία. Διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης το 1915, στην Κυβέρνηση Γούναρη, Εσωτερικών και Συγκοινωνιών το 1920 και το 1926 στις Κυβερνήσεις Νικόλαου Καλογερόπουλου, Δημητρίου Γούναρη και Αλεξάνδρου Ζαΐμη.

Τον Ιανουάριο του 1924 έγινε προσωρινός αρχηγός και στις 4 Μαΐου του ίδιου χρόνου ανέλαβε την αρχηγία του πολιτικού σχηματισμού «Λαϊκό κόμμα», όπως είχε μετονομαστεί από τον Νοέμβριο του 1920 το Κόμμα των Εθνικοφρόνων. Στις 25 Μαρτίου 1924, η Ελλάδα ανακηρύχθηκε Αβασίλευτη Δημοκρατία και στις 13 Απριλίου, το δημοψήφισμα για την έγκριση της μεταβολής του πολιτεύματος συγκέντρωσε ποσοστό 69,5%, όμως ο Τσαλδάρης, αρνήθηκε να το αποδεχτεί, όπως και όλη η συντηρητική παράταξη, με μόνη εξαίρεση να αποτελεί ο Ιωάννης Μεταξάς, και έως το 1932, επέμεινε στη θέση του, ενώ αντιτάχθηκε επίσης στη δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Γενικά ήταν υποστηριχτής του βασιλικού θεσμού και εξέφραζε περισσότερο από όλους και καλύτερα τα αισθήματα των βασιλοφρόνων, αν και τελικά ανατράπηκε από πραξικόπημα, επειδή καθυστερούσε στην προώθηση της βασιλικής παλινόρθωσης. Ήρθε σε διαφωνία με σημαντική μερίδα του κόμματός του, επειδή αυτή ζητούσε την άμεση επαναφορά του βασιλιά, με απόφαση του κοινοβουλίου.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε ο σκληρότερος αντίπαλος του Τσαλδάρη στο ελληνικό κοινοβούλιο, όμως ο ίδιος αναγνώριζε την εντιμότητά του και τον εκτιμούσε και στις 6 Ιουνίου 1933, όταν έγινε η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου, αποδοκίμασε την απόπειρα.

Ο Τσαλδάρης, ως επί των πλείστον, υπερασπιζόταν τις ισορροπημένες σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας και για αυτό υποστήριζε τις κοινωνικές ασφαλίσεις και τις συλλογικές συμβάσεις. Ο ίδιος μάλιστα διαφοροποιούταν από τη γενικότερη τάση των βουλευτών του Λαϊκού Κόμματος να αρνούνται την ύπαρξη τάξεων. Το 1920 συμμετείχε ως Υπουργός Εσωτερικών στην πεντακομματική Οικουμενική Κυβέρνηση (πλην Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος). Προσπαθούσε να ακολουθήσει συγκρατημένη γραμμή, δείχνοντας κατανόηση για τις διαμαρτυρίες και υποστηρίζοντας τις κοινωνικές παροχές. Όμως παράλληλα, στήριζε την πολιτική των εκτοπίσεων, τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων και των αριστερών συνδικαλιστών. Η γενικότερη μετριοπαθής στάση του στην Οικουμενική και τα λογικά αιτήματα που έθετε, τα οποία γίνονταν αποδεκτά από τα άλλα κόμματα, ενίσχυσαν τη μετριοπαθή πτέρυγα στο Κόμμα. Απέρριπτε τη θεσμοθέτηση γερουσίας στη συζήτηση για το νέο Σύνταγμα. Αντίθετα, υποστήριξε να ενταχθούν στο σύνταγμα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Επίσης, θεωρούσε πρώτιστο ζήτημα τη θεσμοθετημένη προστασία της ιδιοκτησίας. Αυτό έφερνε όμως, τον Τσαλδάρη σε σύγκρουση με την πολιτική των απαλλοτριώσεων και ως εκ τούτου με την αγροτική πολιτική και τα αγροτικά στρώματα που επεδίωκε να εκφράσει. Τελικά, το Λαϊκό Κόμμα συναίνεσε στο νέο σύνταγμα, αποχώρησε από την Οικουμενική, διαφωνώντας με τους Φιλελευθέρους στη δημοσιονομική πολιτική.

Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκό Κόμμα διαφωνούσαν κάθετα με την καθιέρωση της Δημοτικής. Υπήρξε συνεπής υποστηρικτής της ισοπολιτείας Ελλήνων και Εβραίων Ελλήνων πολιτών, διαφωνώντας με τη θέση του Ελευθέριου Βενιζέλου ότι η ισοπολιτεία αποτελούσε δικαίωμα μόνο των «εξελληνισμένων» της Ισραηλίτικης Κοινότητας της Θεσσαλονίκης και ότι θα έπρεπε να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι οι Έλληνες να πεισθούν ότι οι Εβραίοι έχουν ειλικρινή πρόθεση να ενσωματωθούν. Γι’ αυτό κατηγόρησε την κυβέρνηση Βενιζέλου στα 1928 ότι εμπόδιζε την αφομοίωσή τους.

Αντέδρασε έντονα στην πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία που ακολούθησε ο Βενιζέλος, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα προέβη σε παραχωρήσεις προς την Τουρκία χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα. Επίσης, υποστήριξε πως η συμφωνία του 1930 δεν εξασφάλιζε τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία και πως η ρύθμιση του ζητήματος των περιουσιών ήταν εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων.

Ο αντικομμουνισμός αποτελούσε θεμελιώδη τμήμα του ιδεολογικού πλαισίου και του λόγου των Λαϊκών. Στις εξωκοινοβουλευτικές δικτατορικές λύσεις που υποστήριζαν ολοένα και περισσότερο οι ακραίοι του Κόμματος, η μετριοπαθής ηγεσία των Λαϊκών υπό τον Τσαλδάρη έλαβε σαφή αρνητική θέση. Το 1935 ανετράπη από στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τους αντιστράτηγους Αλέξανδρο Παπάγο και Ρέππα, εξαιτίας ακριβώς της διστακτικής στάσης του. Γενικά, το Λαϊκό Κόμμα στήριξε τους πραξικοπηματίες που επέβαλαν το δημοψήφισμα και την επάνοδο της Βασιλείας. Η μετριοπαθής και σχετικά φιλοδημοκρατική στάση τού Τσαλδάρη ηττήθηκε ολοκληρωτικά, οδηγώντας σε όξυνση του Εθνικού Διχασμού.

Ο Τσαλδάρης απεβίωσε τα ξημερώματα της 17ης Μάη του 1936, την ώρα που κοιμόταν, από ανακοπή καρδιάς. Η κηδεία του έγινε με τιμές Πρωθυπουργού εν ενεργεία και τελέστηκε στις 19 Μάη στο Α’ Νεκροταφείο.

Ο Παναγής Τσαλδάρης υπήρξε από τους πιο μετριοπαθείς συντηρητικούς, κρατώντας έτσι κάποια ισορροπία στα ταραγμένα χρόνια κατά τα οποία διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Συνέδεσε την πολιτική συνεννόησης με την πρόταση για υπέρβαση του Εθνικού Διχασμού. Επεδίωξε τη σταδιακή μετεξέλιξη του αντιβενιζελισμού σε ένα μείγμα φιλοβασιλικών και δημοκρατικών δυνάμεων, με στόχο την απομάκρυνση από τις παλιές αντιπαλότητες και την αναδιαμόρφωση των πολιτικών διακυβευμάτων γύρω από την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ειρήνη και την περιφερειακή συνεργασία. Όλα αυτά τον καθιστούν μια ιδιαίτερα σημαντική πολιτική μορφή της ελληνικής ιστορίας.


Θεόφιλος Νούσης

Γεννήθηκε το 1994 στη Γερμανία και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Αυτή τη περίοδο, κάνει μεταπτυχιακό με τίτλο "International Public Administration" στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Έχει κάνει πρακτική στην Black Sea Trade and Development Bank και δουλεύει ως ιδιωτικός υπάλληλος. Μιλάει άπταιστα αγγλικά και γερμανικά, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις και την γεωπολιτική και έχει παρακολουθήσει πολλά επιστημονικά συνέδρια, ανάλογων θεματικών.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεόφιλος Νούσης
Θεόφιλος Νούσης
Γεννήθηκε το 1994 στη Γερμανία και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Αυτή τη περίοδο, κάνει μεταπτυχιακό με τίτλο "International Public Administration" στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Έχει κάνει πρακτική στην Black Sea Trade and Development Bank και δουλεύει ως ιδιωτικός υπάλληλος. Μιλάει άπταιστα αγγλικά και γερμανικά, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις και την γεωπολιτική και έχει παρακολουθήσει πολλά επιστημονικά συνέδρια, ανάλογων θεματικών.