Της Άννας Κανελλοπούλου,
Λένε πως υπάρχουν δύο στάσεις που μπορεί να υιοθετήσει κανείς απέναντι στη ζωή. Η μια είναι εκείνη του «επαναστάτη του καναπέ», ο οποίος παρακολουθεί τις εξελίξεις γύρω του, προβληματίζεται για τις παθογένειες της σύγχρονης κοινωνίας, λυπάται για τους συνανθρώπους του που στάθηκαν λιγότερο τυχεροί από εκείνον, παραπονιέται για τις κοινωνικές ανισότητες και τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά φυσικά δεν σηκώνεται από τον καναπέ του για να αλλάξει ή τουλάχιστον να προσπαθήσει να αλλάξει ό,τι τον δυσαρεστεί. Υπάρχουν, όμως, και εκείνοι που επιλέγουν να δράσουν, να πάρουν το μέλλον στα χέρια τους, να παλέψουν για ένα καλύτερο «αύριο», για ένα καλύτερο κόσμο. «Και τι κερδίζουν;» Σε αυτήν ακριβώς την απορία έγκειται η αξία του εθελοντισμού και κατ’ επέκταση του ακτιβισμού.
Όταν αποφασίζει κανείς να εντάξει τον εθελοντισμό στη ζωή του, ενστερνίζεται και την φιλοσοφία του που δεν είναι άλλη από την ανιδιοτελή προσφορά. Το να είσαι, λοιπόν, εθελοντής σημαίνει ότι ασχολείσαι με το συνάνθρωπό σου, με το περιβάλλον, με τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς να προσδοκάς «ίδιον όφελος». Ο εθελοντισμός έρχεται από αυτή την άποψη να δώσει μια γερή γροθιά στον ατομικισμό που χαρακτηρίζει τη γενιά μας. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί πλέον πως δεν είναι μονάδα, αλλά ανήκει στο κοινωνικό σύνολο και δρα ως κύτταρο του. Αντιλαμβάνεται πως μόνο με συλλογική, συντονισμένη και απαλλαγμένη από χρηματικές αξιώσεις δράση μπορεί να αντιδράσει έναντι των παθογενειών της κοινωνίας μας. Τα οφέλη του εθελοντισμού δεν αποτιμώνται σε υλικά αγαθά, αλλά στην ψυχική ικανοποίηση, στην πληρότητα που νιώθει κανείς όταν προσφέρει, όταν βοηθά τον συνάνθρωπό του, όταν κληροδοτεί ένα καλύτερο μέλλον στις επόμενες γενιές. Όπως, άλλωστε, υποδηλώνει και η ετυμολογική προέλευση του όρου από το ρήμα «εθέλω» που σημαίνει θέλω πολύ, δεν απαιτούνται ιδιαίτερα προσόντα ή κάποιο ταλέντο παρά μόνο θέληση. Καλός εθελοντής είναι εκείνος που το θέλει πολύ, εκείνος που θα αισθανθεί την ανάγκη να σηκωθεί από τον καναπέ του, να παραμερίσει το «εγώ» του και να κάνει κάτι, ακόμα και κάτι ασήμαντο, για τους γύρω του, χωρίς αντάλλαγμα.
Ακριβώς αυτή η ανάγκη προσφοράς, που καταλήγει να γίνεται στάση ζωής περιγράφεται ως «εθελοντισμός». Από την στιγμή, όμως, που θα επιλέξει κανείς να μην αρκεστεί απλά σε μια επιθυμία να συνεισφέρει, αλλά να επιδίδεται σε αγώνες για τα δικαιώματα των ανθρώπων και των ζώων, την προστασία του περιβάλλοντος, τις ανισότητες μέσα στην κοινωνία, τον ρατσισμό, την ελευθερία του λόγου κλπ, τότε μιλάμε πλέον για «ακτιβισμό». Ο ακτιβιστής δεν σηκώνεται απλά από τον καναπέ του, μάχεται δημόσια, συνήθως με διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, για την εξάλειψη κάθε είδους κοινωνικής αδικίας και υπερασπίζεται ηθικές αξίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονης ακτιβίστριας αποτελεί η Γκρέτα Τούνμπεργκ, η οποία αγωνίζεται για την υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή. Η διαφορά της Γκρέτα με έναν εθελοντή είναι ότι ο τελευταίος θα αρκούνταν φερ’ ειπείν σε μια δενδροφύτευση ή στον καθαρισμό μιας ακτής από απορρίμματα.
Η φράση του Ν. Καζαντζάκη «Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα» είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα έχει όλα τα μέσα, τεχνολογικά και μη, στα χέρια του για να διαμορφώσει έναν σχεδόν ιδανικό κόσμο. Το μόνο που καλείται να κάνει είναι να απαλλαγεί από την εγωπάθεια του και να σηκωθεί από τον καναπέ του! Τότε θα συνειδητοποιήσει πόσα θα κερδίσει…
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 με καταγωγή από την Τρίπολη. Το 2017 αποφοίτησε από το Αρσάκειο Τοσίτσειο Εκάλης και έκτοτε είναι φοιτήτρια στην Νομική Σχολή Αθηνών. Στο πλαίσιο αυτό έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις των Ηνωμένων Εθνών (M.U.N) και συχνά παρακολουθεί νομικά συνέδρια. Παράλληλα δραστηριοποιείται ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νέων Νομικών (ELSA). Λατρεύει τα ταξίδια, την διασκέδαση και το θέατρο.