Της Χριστίνας-Τσαμπίκας Τρουμούχη,
Η Τουρκία συνεχίζει με σταθερά καθημερινά βήματα την επιθετικότητά της. Η κατάσταση φαίνεται ότι στο άμεσο μέλλον θα κλιμακωθεί, δοκιμάζοντας τα όρια στις σχέσεις της με την Ελλάδα, με πιο πρόσφατα γεγονότα τα επεισόδια στον Έβρο, την Ανατολική Μεσόγειο και την παρέμβαση στην κυπριακή ΑΟΖ, την οποία προσπαθεί να αποκόψει από την Ελλάδα. Οι πιέσεις από μεριάς της γίνονται ολοένα και εντονότερες και αποβλέπουν στο να εξωθήσουν την Ελλάδα σε πολιτική διαπραγμάτευσης, με στόχο να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο με αφορμή τον ενεργειακό της πλούτο, επεκτείνοντας τις ζώνες επιρροής της. Καθημερινές απειλές για πόλεμο, με παραδοχές του τύπου «Γαλάζια Πατρίδα» ή περί «γκρίζων ζωνών» φέρνουν όλο και πιο κοντά ένα θερμό επεισόδιο. Επιπλέον, η τελευταία ανακοίνωση της για γεωτρήσεις νότια της Ρόδου και Κρήτης παραβιάζουν την «κόκκινη γραμμή» που έχει θέσει η Ελλάδα. Θα τολμήσει, όμως, η Τουρκία κάτι τέτοιο ή ακόμη και μία πολεμική σύρραξη; Και αν ναι, πόσο πιθανό είναι και σε ποιο βαθμό να λάβει η Ελλάδα τη στήριξη της Ευρώπης, όπως μπορεί να συναχθεί από την έως τώρα στάση της στα πρόσφατα επεισόδια.
Η τακτική της Τουρκίας στον Έβρο να ασκήσει μεταναστευτικές πιέσεις, εργαλειοποιώντας τον ανθρώπινο πόνο 3,7 εκατομμυρίων ανθρώπων, προκειμένου να επιτύχει τις πολιτικές της επιδιώξεις, καταδικάσθηκε από την Ε.Ε. Η ίδια έσπευσε να αποστείλει ομάδα ταχείας παρέμβασης της Frontex, δείχνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την παρουσία της. Εντούτοις, επικρατεί η αντίληψη στην Ελλάδα πως χρησιμοποιείται από την Ευρώπη ως ασπίδα και πως στο μεταναστευτικό ζήτημα δεν υφίσταται κοινή ευρωπαϊκή αντίδραση, με εξαίρεση εκείνη της Γαλλίας. Μάλιστα, η Γερμανία διατηρεί ακέραιες τις διπλωματικές της σχέσεις με την Τουρκία, μη ασκώντας καμία κριτική εις βάρος της, καθώς δεν επιθυμεί να διαταράξει την πολιτική συμφερόντων της.
Η Ευρώπη είναι διχασμένη τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Στην παρούσα φάση, απαιτείται να σταλεί ισχυρό μήνυμα στην Τουρκία ότι οι οικονομικές κυρώσεις που θα επιβληθούν θα είναι πολύ αυστηρές και θα πλήττουν συγκεκριμένους τομείς της οικονομία της. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρεται στη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας) στο άρθρο 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας «Εάν ένα μέλος της Ε.Ε. είναι θύμα ένοπλης επίθεσης στην επικράτειά του, τα υπόλοιπα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που διαθέτουν». Η ΚΕΠΠΑ αποβλέπει στην ανάσχεση των εστιών σύγκρουσης και στη συνακόλουθη εύρυθμη οικονομική και κοινωνική λειτουργία, με την Ελλάδα να συνιστά ενεργό μέλος της. Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε. αναπτύσσει αποστολές διαχείρισης κρίσεων τόσο με στρατιωτικά όσο και με μη στρατιωτικά μέσα.
Συγχρόνως, βάσει του άρθρου αυτού, που συνδέεται με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, «Οι δεσμεύσεις και η συνεργασία σε αυτό τον τομέα θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις δεσμεύσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ, το οποίο, για εκείνα τα κράτη που είναι μέλη του, παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής άμυνας και το όργανο της εφαρμογής της». Το ζήτημα είναι πως η Ελλάδα, πέρα από μέλος της Ε.Ε. είναι και μέλος του ΝΑΤΟ, στο οποίο ανήκει και η Τουρκία. Ποια, λοιπόν, θα είναι η στάση της Ε.Ε. απέναντι στην επιτιθέμενη Τουρκία που είναι μεν μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά όχι της ίδιας. Η Τουρκία μπορεί να επιδιώκει την προσφυγή της στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης για να επιτύχει το διαμοιρασμό του Αιγαίου. Μπορεί, ακόμη, να απειλεί με θερμό επεισόδιο, πόσο μάλλον με πόλεμο την Ελλάδα. Όμως, αν αντιληφθεί πως και η Ευρώπη θεωρεί τα σύνορά μας ευρωπαϊκά και προβεί σε ασφυκτικές οικονομικές κυρώσεις, ακόμη και σε στρατιωτικές, τότε είναι βέβαιο πως δε θα προχωρήσει σε κάτι τέτοιο. Αφενός λόγω της αβεβαιότητας που ενέχει για την ίδια ένα τέτοιο εγχείρημα και αφετέρου, καθώς αυτό θα σημάνει και την κατάργηση της ενταξιακής της διαδικασίας στην Ε.Ε.
Καθίσταται σαφές, πως η πρώτη ενέργεια στην οποία πρέπει να προβεί η Ελλάδα σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης είναι η επίκληση του άρθρου 42 παρ.7 της Συνθήκης της Ε.Ε. Η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη βάσει του άρθρου αυτού να συνδράμει στρατιωτικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να στηριχτεί μόνο σε αυτό. Ακόμη, και απέναντι στη Γαλλία, η οποία θεωρείται σύμμαχος της Ελλάδας, υπάρχει μία επιφύλαξη, καθώς η στάση της πιθανόν να αλλάξει στο προσεχές διάστημα στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των συμφερόντων της. Αξιοσημείωτο είναι, πως παράλληλα με την αντίδραση της Ε.Ε., θα υπάρξει και αντίδραση των Η.Π.Α. την οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, λόγω του ότι η πολιτική παρέμβασης της τελευταίας στιγμής δεν είναι κανόνας υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ.
Συνοψίζοντας, η Ελλάδα δοκιμάζει για ακόμη μία φορά τις αντοχές της με την Τουρκία και χρειάζεται για στήριγμα στο πλευρό της την Ευρώπη. Η Ε.Ε καλείται να επιδείξει την απαιτούμενη μέριμνα, διαμορφώνοντας ένα κοινό μέτωπο κατά της τουρκικής προκλητικότητας, ώστε να αποτραπεί η υπόνοια έστω και ενός θερμού επεισοδίου μικρής διάρκειας και να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μας με τη γειτονική χώρα.
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 2001. Διανύει το πρώτο έτος των σπουδών της στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει συμμετάσχει σε αρκετά προγράμματα με πολιτικό αντικείμενο, όπως η Βουλή των Εφήβων, το Euroscola, το Rhodes MrC καθώς και στο μάθημα των Διεθνών Σχέσεων του προγράμματος CTY στο Κολλέγιο Ανατόλια. Διαθέτει άριστη γνώση Αγγλικών, Γερμανικών και καλή γνώση Ιταλικών.