Της Μαρίας-Στεφανίας Νικηταρά,
Το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας είναι η ημι-προεδρική δημοκρατία, κατά την οποία ο Πρόεδρος της χώρας είναι ο αρχηγός του κράτους και ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος της χώρας είναι ο ανώτατος αρχηγός του στρατού. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Emmanuel Macron, που εξελέγη το 2017 σχημάτισε κυβέρνηση με τον πρωθυπουργό που επέλεξε ο ίδιος, τον Edouard Philippe.
Ο Macron, προερχόμενος από την κεντρώα πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, επέλεξε το συγκεκριμένο πρωθυπουργό, καταγόμενο από την κεντρο-δεξιά παράταξη, προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να περιορίσει την απήχηση των αντιπάλων του, προσεγγίζοντας περισσότερους ψηφοφόρους από τη δεξιά πτέρυγα. Ενδιαφέρον αποτελεί, ότι υπάρχουν ομοιότητες στο επαγγελματικό υπόβαθρο των δύο προσωπικοτήτων, γεγονός που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την υπόθεση ότι πρόκειται για δύο δυνάμει αντιπάλους στις εκλογές του 2022. Αρχικά, ο Edouard Philippe ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στην «Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα», έπειτα από πρόσκληση του πρώην πρωθυπουργού, Alain Juppe. Έκτοτε, αποτέλεσε στενό συνεργάτη του Juppe και εξελέγη δήμαρχος στη Χάβρη το 2010. Παρά το γεγονός ότι ο Edouard Philippe είχε ασκήσει κριτική στον Emmanuel Macron κατά το παρελθόν, εκείνος αποφάσισε να τον πρωθυπουργοποιήσει ένεκα της μελλοντικής απειλής της Marine Le Pen για την εκ νέου διεκδίκηση του προεδρικού αξιώματος, με ίδιες αξιώσεις όπως το 2017. Στον αντίποδα, ο Emmanuel Macron, ιδρυτής του φιλελεύθερου κόμματος «Δημοκρατία Μπροστά», αποτέλεσε έναν από τους πιο νεαρούς προέδρους της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, μετέβαλε τα πολιτικά δεδομένα, επιλέγοντας έναν ιδεολογικό αντίπαλο για τη θέση του πρωθυπουργού, έχοντας κατά νου την προσπάθεια πολιτικής σύγκλισης του διπόλου «δεξιάς-αριστεράς» στο νέο πολιτικό του όχημα.
Οι δύο πολιτικές προσωπικότητες μοιράζονται πολύ λίγα κοινά στοιχεία. Ανάμεσα σε αυτά, είναι η φοίτηση στην ίδια εκλεκτή Εθνική Σχολή Διοίκησης της Γαλλίας, τον κοινό θαυμασμό για τον σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργό, Michel Rocard και την στάση υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα σε σχέση με τον ευρωσκεπτικισμό που υπάρχει στη Γαλλία. Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο εν λόγω συνδυασμός έχει δημιουργήσει ένα «εκρηκτικό μείγμα» και αν μεσοπρόθεσμα, οι πολιτικοί αυτοί «συγκάτοικοι» θα αποτελέσουν πολιτικούς αντιπάλους για την προεδρία, καθώς βάσει των τελευταίων δημοσκοπήσεων οι πολίτες φέρονται να είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από τον πρωθυπουργό της Γαλλίας και όχι από τον Macron.
Είναι γεγονός, ότι τα τελευταία χρόνια η Γαλλία πλήττεται από το βάρος των –αρχικών- διαδηλώσεων και μετέπειτα του πολιτικού κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων». Πρόκειται για έναν εξωτερικό παράγοντα, που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, ως απόρροια της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής και της αύξησης των φόρων καυσίμων.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση της χώρας, αφορά στη διαχείριση της πανδημίας COVID-19. Καθώς η σταδιακή άρση του «lockdown» αποτελεί πραγματικότητα, η χώρα θα δοκιμαστεί από την τήρηση των μέτρων και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Τα παραπάνω συνηγορούν, ότι ήδη τα τρία χρόνια διακυβέρνησης του Macron έχουν προκαλέσει ρωγμές στην εσωτερική πολιτική κατάσταση, δημιουργώντας περιορισμένες προσδοκίες για την επανεκλογή του το 2022. Η παρουσία του Edouard Philippe καθίσταται καίριας σημασίας, δεδομένου πως ο ίδιος έχει παραδεχτεί ότι έχει κάνει «λάθη» στη διαχείριση του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων». Σε μία κοινωνία στην οποία επικρατεί πόλωση, κυρίως, ως προς τον τρόπο τόσο της διεκδίκησης της καλύτερης οικονομικής πολιτικής απέναντι στον πληθυσμό, όσο και ως προς τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης και, ενδεχομένως, πεποιθήσεων και αξιών που αυτή εκφράζει, δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω πολιτική πόλωση με την άνοδο της ακροδεξιάς και του κόμματος της Marine Le Pen. Ταυτόχρονα, η προσπάθεια σύγκλισης του διπόλου της «δεξιά-αριστεράς πτέρυγας», ίσως να ωφελήσει την παραπάνω υποψήφια, καθώς θα αναδειχθεί ως εκπρόσωπος όλων των κοινωνικών στρωμάτων, απομακρυνόμενη από την «ελίτ» που εκφράζει, κατά πολλούς, ο Emmanuel Macron. Σε αυτή την αντιπαράθεση των δύο ιδεολογικών ρευμάτων, προστίθεται η παρουσία του Edouard Philippe.
Ο τελευταίος, θα μπορούσε να αποτελέσει εκφραστή της δεξιάς ιδεολογίας, απορρίπτοντας την πιο «ακραία» στάση της Marine Le Pen. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι έχει ταχθεί κατά του γάμου ατόμων του ίδιου φύλου. Το γεγονός, δε, ότι μπόρεσε να «μεταπηδήσει» από τη μία ιδεολογική πτέρυγα στην άλλη, τον καθιστά δυνάμει αντίπαλο, σε περίπτωση διεκδίκησης της προεδρίας το 2022, καθώς θα μπορεί να προσαρμοστεί στα πολιτικά δεδομένα του εκλογικού αποτελέσματος ευκολότερα. Παρόλα αυτά, η μέχρι στιγμής κριτική που του έχει ασκηθεί εξίσου με τον Macron, ενδεχομένως να επιδράσει αρνητικά στη δημοτικότητά του, ώστε να μην αποκτήσει σημαντικό έρεισμα στις επόμενες εκλογές. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί από τη δεδομένη κατάσταση στη Γαλλία, θα ήταν ότι ο Emmanuel Macron, σε περίπτωση διεκδίκησης δεύτερης θητείας, θα είναι πολιτικά αποδυναμωμένος, ενώ, εάν ο Edouard Philippe διεκδικούσε την προεδρία, θα μπορούσε να διεκδικήσει μία πιθανή εκλογική νίκη, όντας ο εκπρόσωπος της δεξιάς παράταξης. Εν κατακλείδι, παρά το γεγονός ότι η Γαλλία αποτελούσε μία χώρα στην οποία επεκράτησαν οι δημοκρατικές αρχές κατά τις πιο πρόσφατες εκλογές, οι αρχές αυτές φαίνεται ότι μπορεί μακροπρόθεσμα να τεθούν σε κίνδυνο, εγείροντας ερωτήματα για το ποιος θα μπορούσε να επικρατήσει στον αγώνα για την προεδρία ευκολότερα έναντι του κινδύνου της Le Pen.
Φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου και δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Ασχολείται με τη συγγραφή κειμένων επιστημονικού περιεχομένου και με τον εθελοντισμό.