Του Παύλου Πετίδη,
Μετράει πληγές. Το πλήγμα ήταν καίριο και αντανακλάται στην απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος να μη θέσει τελικά στόχο για την ανάπτυξη σε ό,τι αφορά το τρέχον έτος. Μετά από 20 χρόνια. Η εικόνα αυτή φαντάζει και μπορεί να ακούγεται ιδιαίτερα ζοφερή για το μέλλον της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου και σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της παγκόσμιας υπερδύναμης τις επόμενες δεκαετίες. Δεν είναι όμως έτσι.
Ενώ η πανδημία του κορωνοϊού και η νέα ένταση στη σχέση με την Ουάσιγκτον έχουν περιορίσει τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη δεύτερη οικονομία του κόσμου έχουν ήδη επενδύσει τα συμφέροντά τους στην κινεζική αγορά και δεν πρόκειται να τα εγκαταλείψουν γρήγορα. Οι επιχειρήσεις δε θέλουν να φύγουν από την Κίνα, «γι’ αυτό και ζητούν περισσότερα και μπαίνουν όλο και βαθύτερα στην αγορά της», θα υπογραμμίσει ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κίνα. Ειδικότερα, οι πωλήσεις αμερικανικών επιχειρήσεων στην Κίνα υπερβαίνουν κατά πολύ τα 450 δισ. δολάρια, όταν οι πωλήσεις κινεζικών επιχειρήσεων εντός ΗΠΑ δεν ξεπερνούν τα 50 δισ. δολάρια. Επίσης, παρότι η κινεζική κυβέρνηση απέφυγε να ορίσει ένα συγκεκριμένο στόχο για τον ρυθμό ανάπτυξης, δεν ισχύει το ίδιο για κάποιους άλλους σημαντικούς δείκτες της οικονομίας, όπως για παράδειγμα οι στόχοι για την ανεργία και οι στόχοι για την αντιμετώπισή της.
Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι η αφαίρεση του ποσοτικού στόχου της ανάπτυξης θα προσφέρει την ευκαιρία στο Πεκίνο να βελτιώσει την ποιότητα της ανάπτυξης. Προβλέπουν, μάλιστα, ότι η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας θα κυμανθεί από το 1% έως το 3%. Και δεν είναι οι μόνοι. Σύμφωνα, όμως, με τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η κινεζική οικονομία πρόκειται να σημειώσει ανάπτυξη φέτος μόλις πάνω από το 1%, που ωχριά, βεβαίως, μπροστά στους ρυθμούς που μας είχε συνηθίσει ο ασιατικός οικονομικός γίγαντας. Την ίδια στιγμή, εξάλλου, η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 3% φέτος, ενώ το αμερικανικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 6%. Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, οι τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΚΤ, όπως τις εξέφρασε την περασμένη εβδομάδα η Πρόεδρος της Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλούν για ύφεση από 8% έως 12%. Αυτό δεν αναιρεί, όμως, ότι οι περισσότερες ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για την κινεζική αγορά.
Η ανάπτυξη παραμένει, άλλωστε, απόλυτη προτεραιότητα για την αυταρχική ηγεσία της Κίνας, που επιδιώκει την κοινωνική σταθερότητα. Καθώς οι περισσότερες χώρες οδηγούνται προς υψηλά ποσοστά ύφεσης και συνεπακόλουθα σε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, η Κίνα φαίνεται να αποτελεί μία από τις ελάχιστες χώρες που θα διατηρήσουν μία σημαντική πορεία οικονομικής ανάπτυξης φέτος. Σύμφωνα μάλιστα με την έκτακτη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα, η διατήρηση των εντάσεων με τις ΗΠΑ, καθώς και οι εγγενείς παθογένειές της, δεν καθίστανται σημαντικά εμπόδια ως προς την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας θα είναι φέτος θεαματικά μικρότερος, όχι μόνον από τους εντυπωσιακούς αριθμούς που εμφάνιζε τα τελευταία χρόνια, αλλά και από τον στόχο του 6%, που είχε θέσει για το 2020 η κινεζική ηγεσία μέχρι πριν από μερικούς μήνες.
Ένα όμως είναι πολύ σημαντικό στοιχείο στη δαιδαλώδη αυτή εξίσωση και δεν είναι άλλο από την ύπαρξη δύο διαφορετικών χωρών εντός της Κίνας, μία χώρα στην οποία εντοπίζονται οι μητροπόλεις της Κίνας, οι οποίες ανήκουν στο πολιτισμένο κόσμο και η υπόλοιπη χώρα, ο λεγόμενος «Τρίτος Κόσμος της Κίνας». Μείωση της φτώχειας ή οικονομική ανάπτυξη; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα.