Της Χρυσοβαλάντως Κουτσούλη,
Διαθεσιμότητα είναι η κατάσταση του υπαλλήλου (τακτικού ή με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) που εξακολουθεί να κατέχει την οργανική θέση στην οποία έχει διοριστεί, μεταταγεί ή μεταφερθεί, αλλά με ειδική πράξη τίθεται εκτός ενεργού υπηρεσίας, δηλαδή δεν ασκεί τα καθήκοντά του. Η διαθεσιμότητα δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου. Είναι μια ευνοϊκή, ενδιάμεση κατάσταση, αντί για την άμεση απόλυσή του.
Οι λόγοι θέσης σε διαθεσιμότητα είναι:
α) Ασθένεια, η οποία παρατείνεται περισσότερο από τη μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας, είναι, όμως, κατά τη γνώμη της υγειονομικής επιτροπής, ιάσιμη. Η διάρκεια της διαθεσιμότητας δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος και στην περίπτωση των δυσίατων νοσημάτων τα δυο (2) έτη. Εάν ο υπάλληλος είναι σε κατάσταση να αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του στο τέλος ή πριν λήξει η διάρκεια της διαθεσιμότητας, επανέρχεται στην ενεργό υπηρεσία. Στην αντίθετη περίπτωση, απολύεται μετά τη λήξη της.
β) Κατάργηση της θέσης που κατέχει ο υπάλληλος: Η διαθεσιμότητα στην περίπτωση αυτή διαρκεί ένα (1) έτος, μετά την πάροδο του οποίου ο υπάλληλος απολύεται. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, ο υπάλληλος μπορεί να μεταταγεί κατόπιν αιτήσεώς του. Η πράξη θέσης σε διαθεσιμότητα εκδίδεται αυτεπάγγελτα ή μετά από σχετική αίτηση του υπαλλήλου από το αρμόδιο για το διορισμό του όργανο, μετά από απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, ο υπάλληλος μισθοδοτείται με ποσοστό 75% των αποδοχών του. Ο υπάλληλος έχει δικαίωμα επαναδιορισμού, εάν ανασυσταθεί η θέση του, έστω και με άλλο όνομα, αλλά με τις ίδιες ή παρόμοιες αρμοδιότητες, εντός ενός (1) έτους από την απόλυσή του.
Όπως και η διαθεσιμότητα, η αργία είναι η κατάσταση του δημοσίου υπαλλήλου, κατά την οποία τίθεται εκτός ενεργού υπηρεσίας. Αντίθετα, όμως, με τη διαθεσιμότητα, η αργία είναι δυσμενής κατάσταση και οφείλεται σε υπαίτια διαγωγή του υπαλλήλου. Η θέση σε αργία είναι είτε αυτοδίκαιη είτε δυνητική για τη Διοίκηση.
Σε αργία τίθεται αυτοδίκαια υπάλληλος που στερήθηκε την προσωπική ελευθερία βάσει, είτε εντάλματος προσωρινής κράτησης, έστω και αν απολύθηκε με περιοριστικούς όρους, είτε καταδικαστικής απόφασης. Επίσης, ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, δηλαδή κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ή εάν ασκηθεί προσφυγή, έως ότου να εκδοθεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και ο εκπαιδευτικός ή υπάλληλος που υπηρετεί σε σχολείο, κατά του οποίου εκκρεμεί ποινική δίωξη για έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Εάν εκλείψει η αίτια θέσης σε αργία, ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στη θέση του.
Με πράξη του αρμόδιου Υπουργού ή του ανώτατου μονομελούς οργάνου διοίκησης του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή, αν τέτοιο δεν υπάρχει, του προέδρου του συλλογικού οργάνου διοίκησής του, μετά από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, είναι δυνατή η κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας θέση σε αργία του υπαλλήλου, όταν εκκρεμεί εις βάρος του ποινική δίωξη για ορισμένα εγκλήματα ή πειθαρχική δίωξη για ορισμένα πειθαρχικά αδικήματα ή υπάρχει σε βάρος του βάσιμη υποψία για διαχειριστικές ανωμαλίες.
Η αργία, τόσο η αυτοδίκαιη όσο και η δυνητική, μπορεί να διαρκέσει ένα (1) έτος, στο τέλος του οποίου το Υπηρεσιακό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει για τη συνέχισή της ή την επαναφορά του υπαλλήλου. Σε κάθε περίπτωση, η (δυνητική) αργία δεν μπορεί να υπερβεί τα δυο (2) έτη. Κατά τη διάρκεια της αργίας, γίνεται παρακράτηση του ½ των αποδοχών του υπαλλήλου, εκτός αν του έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, λόγω αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, οπότε δε δικαιούται αποδοχές αργίας.
Σε επόμενα άρθρα, θα εξετάσουμε ενδελεχώς τις λοιπές μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης του δημοσίου υπαλλήλου (τοποθέτηση, μετακίνηση, μετάθεση, απόσπαση).
Πηγές
- Σπηλιωτόπουλος – Χρυσανθάκης, Βασικοί θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, 9η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 81-83
- Ν. 4440/2016 άρθρο 19
- Υπαλληλικός Κώδικας άρθρα 99-105