Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,
Ένας ισχυρισμός που ακούμε συχνά τόσο στον εγχώριο δημόσιο διάλογο, όσο και στο διεθνή και απασχολεί την κοινή γνώμη παγκοσμίως, είναι αυτός που αφορά στην εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων στην αγορά εργασίας και το αν οι γυναίκες εργαζόμενες αμείβονται συστηματικά λιγότερο από τους άντρες. Το συγκεκριμένο κοινωνικό ζήτημα έχει επιχειρηθεί να αντιμετωπισθεί από διάφορες προοδευτικές κυβερνήσεις με νομοθετικές ρυθμίσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει αντιπαράθεση περί αυτού και διάφορες θέσεις και προτάσεις ακούγονται διαρκώς.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να αξιολογήσουμε το βαθμό ύπαρξης ή μη αυτού του φαινομένου, μελετώντας τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, τις φυσικές και μη διαφορές που χαρακτηρίζουν άντρες και γυναίκες κατά την επαγγελματική τους δραστηριότητα και το πώς αυτές επιδρούν στην εργασία και τις αμοιβές τους. Υπάρχει κάποια συστηματική διάκριση ή αδικία κατά των γυναικών ή αντίθετα η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από δικαιοσύνη και ισότητα, τουλάχιστον στο πλαίσιο του εφικτού;
Η βασική έρευνα η οποία τίθεται ως επιχείρημα για την ύπαρξη του εισοδηματικού χάσματος ανάμεσα στα δύο φύλα στην Αμερική, η οποία συγκρίνει το μέσο εισόδημα γυναικών και ανδρών εργαζομένων με πλήρη απασχόληση, διαπιστώνει πως οι γυναίκες κερδίζουν 77 σεντς για κάθε 1 δολάριο που κερδίζει ένας άντρας. Ανάλογοι είναι και οι υπολογισμοί της Eurostat που κάνουν λόγο για 14,8% διαφορά στις ωριαίες αμοιβές μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων σε επίπεδο ΕΕ των 28 (2018), που σημαίνει ουσιαστικά ότι οι γυναίκες εισπράττουν 85 σχεδόν λεπτά για κάθε 1 ευρώ που εισπράττει ένας άνδρας. Φαίνεται, δηλαδή, πως υπάρχει κάποια συστηματική αδικία έναντι των γυναικών.
Αν όμως ίσχυε κάτι τέτοιο σε αυτό το βαθμό, δεν θα επέλεγαν όλοι οι επιχειρηματίες να προσλαμβάνουν γυναίκες, αφού θα πλήρωναν, στατιστικά τουλάχιστον, λιγότερο; Η απάντηση είναι προφανής. Άλλωστε, οι δαπάνες για το προσωπικό είναι ένα εκ των κυριότερων εξόδων των επιχειρήσεων, οπότε θα ήταν λογικό οι επιχειρηματίες να επιχειρήσουν να ελαχιστοποιήσουν αυτό το κόστος, προσλαμβάνοντας αποκλειστικά φθηνότερο εργατικό δυναμικό, δηλαδή γυναίκες. Κάτι τέτοιο προφανώς δε συμβαίνει. Άρα, μήπως η κατάσταση δεν είναι τόσο τραγική όσο η έρευνα και οι θιασώτες της ύπαρξης της ανισότητας θέλουν να την παρουσιάζουν;
Η αγορά εργασίας θεμελιακά ανταμείβει την προσπάθεια και τη σκληρή εργασία και δεν υπόκειται σε προσωπικά, συναισθηματικά και άλλα ανορθολογικά κριτήρια. Τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Σίγουρα θα υπάρχουν κι εξαιρέσεις, αλλά ο συνεπής επιχειρηματίας θα επενδύσει στον εργαζόμενο που θα του προσφέρει περισσότερα, ανεξάρτητα από το κοινωνικό του προφίλ. Ένα καλό βιογραφικό ή ορισμένες εξαιρετικές συστάσεις έχουν προφανώς μεγαλύτερη σημασία, όπως και θα έπρεπε, από το αν ο υποψήφιος εργαζόμενος είναι άντρας ή γυναίκα. Αυτό είναι και ζήτημα που άπτεται τελικά και των επιλογών που κάνουν επαγγελματικά τα δύο φύλα, τις θέσεις και τα επαγγέλματα που επιλέγουν, τους στόχους και τις προσδοκίες τους.
Το βασικό ελάττωμα των προαναφερθεισών ερευνών έγκειται στην απλοϊκή σύγκριση μέσων όρων μισθών, χωρίς κάποιου είδους στάθμιση, είτε ανάλογα με το επάγγελμα και τις ώρες εργασίας είτε εν γένει ως προς τις επαγγελματικές επιλογές. Η λέξη-κλειδί είναι η «επιλογή». Ο κάθε εργαζόμενος επιλέγει τον τομέα που θέλει να απασχοληθεί, τον τόπο, συχνά και τον χρόνο που θέλει να δουλέψει, καθώς και πόσο σκληρά θα εργαστεί. Όλες αυτές οι επιλογές επηρεάζουν την αμοιβή και εν μέρει, μπορούν να εξηγήσουν διάφορες εισοδηματικές διακυμάνσεις. Αυτές οι επιλογές και αυτή η ελευθερία είναι η δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας.
Μάλιστα, σε έτερη έρευνα που έχει δημοσιευτεί από το «American Association University Women» (AAUW), το πραγματικό εισοδηματικό χάσμα υπολογίστηκε σε 6,6 σεντς από τα 23 της βασικής έρευνας. Δηλαδή 93,4 σεντς για κάθε 1 δολάριο, αν στη στατιστική μας ανάλυση σταθμίσουμε τα διαφορετικά επαγγέλματα και τις διαφορετικές επαγγελματικές επιλογές που κάνουν τα δύο φύλα. Στην περίπτωση της ΕΕ, με την ανάλογη στάθμιση πιθανότατα θα βλέπαμε ακόμα μικρότερη διαφορά σε σημείο εκμηδένισης για ορισμένα κράτη-μέλη. Η στάθμιση αυτή δίνει μια διαφορετική οπτική στη συνηθισμένη ανάλυση που βλέπουμε στο δημόσιο διάλογο και αμφισβητεί τα συμπεράσματα ως προς το μέγεθος και τη σημασία της εισοδηματικής ανισότητας.
Αν, για παράδειγμα, εξετάσουμε τα πιο υψηλόμισθα επαγγέλματα, θα δούμε ότι βρίσκονται σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενους κλάδους, στα χρηματοοικονομικά, στην πληροφορική, ή σε κλάδους της μηχανικής (μηχανικοί πετρελαίου, χημικοί μηχανικοί κλπ). Αντίθετα, κατά κανόνα, ορισμένα από τα λιγότερα προσοδοφόρα επαγγέλματα βρίσκονται σε παραδοσιακά γυναικοκρατούμενους κλάδους όπως στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ή στα παρα-ιατρικά επαγγέλματα. Αυτό βασίζεται αποκλειστικά στα στατιστικά συμμετοχής των δύο φύλων σε συγκεκριμένους κλάδους και δεν υπονοεί τίποτα παραπάνω. Δείχνει απλώς ότι η απλοϊκή σύγκριση του μέσου μισθού μιας γυναίκας υπαλλήλου με το μέσο μισθό ενός άνδρα υπαλλήλου, όταν δεν υπόκειται στις αναγκαίες σταθμίσεις-φίλτρα, υπερεκτιμά το μέγεθος της ανισότητας.
Προφανώς, οι κοινωνικές και όχι μόνο διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, επηρεάζουν σημαντικά τη συμπεριφορά τους στην αγορά εργασίας. Η μητρότητα και η ανάγκη ανατροφής ενός παιδιού, επί παραδείγματι, που αποτελεί μια από τις παραδοσιακά πολύτιμες κοινωνικές λειτουργίες μιας γυναίκας, σαφώς και δρα αποτρεπτικά σε κάποιες περιπτώσεις στο να αφιερώσει υπέρμετρο χρόνο στην εργασία της, ενώ θα απαιτήσει περισσότερες άδειες, όπως για ένα τμήμα της κυοφορίας μέχρι τη γέννηση, ύστερα για το διάστημα που ακολουθεί αυτής και αργότερα γονικές άδειες. Αναμφίβολα, αυτή η παράλληλη σημαντική απασχόληση δεν είναι προς όφελος της γυναίκας στη σημερινή ανταγωνιστική αγορά εργασίας. Αντίθετα, ο άνδρας εργαζόμενος, που δεν υφίσταται συνήθως τέτοιους περιορισμούς, έχει φυσικά μεγαλύτερη ευχέρεια να εργαστεί περισσότερο και να πληρωθεί ανάλογα.
Εδώ υφίσταται μια βασική πηγή εργασιακής διάκρισης, αφού πολλοί επιχειρηματίες μπορεί να αποφύγουν μια γυναίκα εργαζόμενη ή να της επιβάλουν μειωμένες αποδοχές, υπό το φόβο ότι θα μείνει έγκυος και θα χρειαστεί να λείψει ή να δουλέψει λιγότερο. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά των δύο φύλων, ενδεχομένως, να διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εργασιακή τους ζωή. Δυστυχώς -και εδώ μπορεί να δοθεί κάποια έμφαση- σε πολλές χώρες, οι κυβερνήσεις δεν έχουν κάνει αρκετά, ώστε να στηρίξουν αρκετά τη γυναίκα, για να επιτελέσει επάξια το σπουδαίο μητρικό έργο, εφόσον το αποφασίσει. Μέριμνα, λοιπόν, θα ήταν προτιμότερο να υπάρξει στην κατεύθυνση του να περιοριστεί ο αντίκτυπος εγγενών στοιχείων που προκαλούν χωρίς πρόθεση διακρίσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί η όποια εισοδηματική ανισότητα, αντί της επιβολής ποσοστώσεων και περιορισμών στην αγορά εργασίας, που οδηγούν σε νέες διακρίσεις. Οι πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το αποτέλεσμα, αντί για το αίτιο.
Σε κάθε περίπτωση, το μικρό εισοδηματικό χάσμα που υπάρχει, δεν οφείλεται σε κάποια συστηματική αδικία κατά των γυναικών, ούτε στο σεξισμό, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, αλλά σε διαφορές στις ατομικές επαγγελματικές επιλογές ανδρών και γυναικών, όπως και σε άλλα φυσικά χαρακτηριστικά των δύο φύλων. Οι ακριβείς λόγοι ύπαρξης εισοδηματικών ανισοτήτων, ακόμα και για την ίδια δουλειά, είναι κάτι που δεν μπορεί να υπολογιστεί ξεκάθαρα, αφού τέτοιες διακυμάνσεις εντοπίζονται ακόμα και μεταξύ εργαζομένων του ίδιου φύλου.
Συνεπώς, αντί να κυνηγάμε φαντάσματα, ας κάνουμε τις μικρές, αλλά σημαντικές, αλλαγές που μπορούμε προς το καλύτερο, για περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα. Ταυτόχρονα, ας απολαύσουμε το γεγονός πως ζούμε στην πιο προοδευμένη και ανεπτυγμένη κοινωνία στην ιστορία, που οι πολίτες ανεξαρτήτως κοινωνικού προφίλ έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στο νόμο, ενώ και η ισότητα των δύο φύλων έχει νομικά επιτευχθεί. Όλα τα υπόλοιπα δεν συνιστούν συστηματική διάκριση, αλλά αποτέλεσμα των ελεύθερων επιλογών των πολιτών που έχουν κι αυτές την αξία τους.