Του Χρήστου Αμανατίδη,
Η Γερμανία ηττήθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από τα συνδυαστικά χτυπήματα της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Υποχρεώθηκε σε σπίλωση της εθνικής υπερηφάνειας της, σε εγκατάλειψη της ηγεμονικής θέσης που κατείχε στην Ευρώπη από το 1871, σε εδαφικές παραχωρήσεις και σε οικονομική αφαίμαξη.
Δεν πρέπει λοιπόν, να προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως η Γερμανία, υπό την ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ, προσπάθησε να ανακτήσει την πρωτοκαθεδρία που θεωρούσε δικαιωματικά δική της. Οι βασικοί αντίπαλοι της ναζιστικής Γερμανίας ήταν οι ίδιες δυνάμεις που την αναχαίτισαν και στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία/Σοβιετική Ένωση). Αλλά, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου καθεμία από αυτές τις δυνάμεις προτίμησε την πολιτική μεταφοράς των βαρών και του κατευνασμού από την εκ νέου ανασύσταση της Τριπλής Συνεννοήσεως. Σε αυτό το άρθρο θα δούμε τους λόγους για τους οποίους η κάθε δύναμη εφάρμοσε την εν λόγω στρατηγική.
Μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων πέντε δυνάμεις διεκδικούσαν την ευρωπαϊκή ηγεμονία: Γαλλία, Γερμανία, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία. Από αυτούς, ο πιο σοβαρός «υποψήφιος» σε αυτή τη διεκδίκηση ήταν η Γερμανία. Μια Γερμανία που λόγω της ήττας της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και των επακόλουθων περιορισμών (Συνθήκη των Βερσαλλιών), ενώ της επετράπη να διατηρήσει την πλειοψηφία των βιομηχανικών εγκαταστάσεών της, υποχρεώθηκε να καλεί στα όπλα μόλις 100.000 άνδρες, συγκροτώντας έτσι ένα στρατό που με το ζόρι μπορούσε να προασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, πόσο μάλλον να χρησιμοποιηθεί για την εκ νέου διεκδίκηση της ευρωπαϊκής ηγεμονίας.
Μετά την ανάληψη της γερμανικής Καγκελαρίας από τον Αδόλφο Χίτλερ το 1933, όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήταν σίγουροι πως η Γερμανία θα επιχειρούσε να απαλλαγεί από τα δεσμά της σκληρής Συνθήκης των Βερσαλλιών και να ανακαταλάβει την ηγεμονική θέση που είχε πριν από χρόνια. Ο Χίτλερ και η κυβέρνηση των Εθνικοσοσιαλιστών συνειδητοποίησαν πως δε θα μπορούσαν να ασκήσουν επιθετική εξωτερική πολιτική για τους ίδιους λόγους που δεν μπόρεσε να την ασκήσει και η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» (1918-1933): ο στρατός της Γερμανίας ήταν ανεπαρκής και η γερμανική οικονομία είχε παραλύσει από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Επομένως, άμεση προτεραιότητα ήταν η αναζωογόνηση της γερμανικής οικονομίας, την οποία θα ακολουθούσε η διεύρυνση του στρατού.
Η γερμανική κυβέρνηση κάλυψε αυτούς τους στόχους ταυτόχρονα: πολλά από τα έργα που απασχόλησαν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού εξυπηρετούσαν στρατιωτικούς σκοπούς (δρόμοι, γέφυρες, αμυντικές οχυρώσεις και εξοπλισμοί). Μέχρι, όμως, ο γερμανικός στρατός να καταστεί ικανός να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό διπλωματικό εργαλείο για την αναδιανομή των ευρωπαϊκών εδαφών, οι Εθνικοσοσιαλιστές ήταν αναγκασμένοι να ασκήσουν μια σχετικά μετριοπαθή εξωτερική πολιτική.
Ακόμα κι έτσι, όμως, οι Ναζί «έσκιζαν» τους περιορισμούς τους σελίδα σελίδα: η Γερμανία αποσύρθηκε από την Κοινωνία των Εθνών τον Οκτώβριο του 1933 (και από τις δεσμεύσεις απέναντί της), εισήγαγε εκ νέου την υποχρεωτική και καθολική στρατιωτική θητεία το 1935 και ανακατέλαβε την αποστρατικοποιημένη ζώνη της Ρηνανίας τον Μάρτιο του 1936. Την ίδια χρονιά επενέβη και στρατιωτικά στην Ισπανία, στο πλευρό των Εθνικιστών του Φράνκο. Το Μάρτιο του 1938, διαθέτοντας μια πιο ισχυρή διπλωματική θέση, ο Χίτλερ πέτυχε την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία και το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, μέσω απειλών στο Συνέδριο του Μονάχου ανάγκασε τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία να επιτρέψουν την απόσχιση της γερμανόφωνης Σουδητίας από την Τσεχοσλοβακία και την ένταξή της στη Γερμανία.
Σε αυτό το σημείο, έγιναν εμφανείς οι διαφωνίες του Χίτλερ και των στρατηγών του: ο φρενήρης ρυθμός επέκτασης και επανεξοπλισμού της Βέρμαχτ προκάλεσε μια πληθώρα οργανωτικών προβλημάτων και οι στρατηγοί φοβούνταν ότι ο «Φύρερ» τους θα έσπρωχνε τη Γερμανία σε έναν πόλεμο, για τον οποίο δεν ήταν τελείως έτοιμοι. Μάλιστα οι υπολογισμοί τους κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η Βέρμαχτ δε θα λειτουργούσε στο μέγιστο των δυνατοτήτων της πριν το 1942. Αλλά, χάρη στους πόρους της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας, η Βέρμαχτ κατάφερε να επισπεύσει την προετοιμασία της: ο Χίτλερ προσάρτησε και την υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία τον Μάρτιο του 1939 και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους εξαπέλυσε επίθεση στην Πολωνία, εγκαινιάζοντας έξι χρόνια αιματοχυσίας, παραφροσύνης και φρίκης.
Η Ιταλία, υπό την ηγεσία του Μπενίτο Μουσολίνι και της φασιστικής του κυβέρνησης (1922), κάλυψε έστω και επιφανειακά τις χρόνιες αδυναμίες της, συμμαχώντας με τη Γερμανία το 1939, ενώ νωρίτερα είχε εκμεταλλευτεί το γενικότερο κλίμα ανοχής στα αντισοσιαλιστικά καθεστώτα για να εισβάλει στην Αιθιοπία το 1935 και να την κατακτήσει 1 χρόνο αργότερα. Αλλά, ακόμα και σε αντίθεση περίπτωση, ως η ασθενέστερη από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, δε θα ήταν ικανή να αντιπαρατεθεί στη Γερμανία.
Συνεπώς, οι μόνες ευρωπαϊκές δυνάμεις που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τον νεοσύστατο Άξονα ήταν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Σοβιετική Ένωση. Καμιά τους όμως, δεν ήθελε να αναλάβει αυτή την ευθύνη. Τουναντίον, η καθεμία για τους δικούς της λόγους προσπαθούσε να μεταφέρει τα βάρη. Λόγους τους οποίους θα αναλύσουμε στο επόμενο μέρος του αφιερώματός μας.
Ενδεικτικές Πηγές
- E. M. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, σσ. 912-921
- John E. Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, σσ. 600-621
- Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Αθανάσιο Σφήκα, για τις πληροφορίες που άντλησα από τις διαλέξεις που έδωσε στις 13 Νοεμβρίου του 2019, με θέμα το διπλωματικό επίπεδο και τη στρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στο πλαίσιο του μαθήματος-ειδίκευσης στον 20ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.