Του Γιώργου Μοσχόπουλου,
Βρισκόμαστε στο 1900, που ο καπιταλισμός αρχίζει να εδραιώνεται πλέον για τα καλά στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη. Πάνω από την Ευρώπη, βρίσκεται ακόμα το πέπλο της φεουδαρχίας και οι νεόπλουτοι καπιταλιστές μάχονται για κρατική εξουσία με τους ευγενείς, που πλέον μπορεί να μην έχουν πλούτο, αλλά ο τίτλος ευγενείας αρκεί για να παίζουν κομβικό ρόλο στη διεκδίκηση εξουσίας. Στη άλλη όχθη του Ατλαντικού, οι καπιταλιστές των ΗΠΑ δεν έχουν κανέναν να μάχονται για την εξουσία, καθώς εξουσία ήταν οι ίδιοι και μόνο οι ίδιοι. Εποχή για την οποία θα έπρεπε να ντρεπόμαστε σαν ανθρωπότητα, επιχειρηματίες στο όνομα του κέρδους θυσίαζαν τους πάντες και τα πάντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σκάνδαλο των Ροκφέλερ με την Ενωμένη Εταιρεία Χαλκού, όπου τελείως ανέντιμα, στήνοντας μια εταιρεία στα χαρτιά και πουλώντας τις μετοχές της στο χρηματιστήριο, κατάφεραν να βγάλουν 75 εκατομμύρια δολάρια.
Ας μην παρερμηνεύσουμε όμως το πνεύμα των καιρών. Ενώ οι καπιταλιστές πατούσαν πάνω σε ανυποψίαστους πολίτες για να αναρριχηθούν στην κλίμακα εξουσίας, το ίδιο ανένδοτα προσπαθούσαν να χτυπήσουν ο ένας τον άλλον, σα λιοντάρια σε ρωμαϊκή αρένα. Η ωμή όμως και ανήθικη συμπεριφορά τους δεν αποτελούσε τόσο εσκεμμένη κακία ή συνειδητό χλευασμό, όσο μια αχαλίνωτη ενεργητικότητα που δε γνώριζε φραγμούς συνείδησης ή καλών τρόπων.
Η κοινωνία χρειαζόταν ένα μάτι γόνιμα επικριτικό που θα μπορούσε να κάνει ένα βήμα πίσω και να εκφραστεί σαν ξένος. Τέτοια ήταν τα μάτια του Θορστάιν Βέμπλεν, Αμερικανού στην καταγωγή, αλλά πολίτη του πουθενά όπως πιθανόν να υποστήριζε ο ίδιος. Πολύ περίεργος ο κύριος Βέμπλεν, στην εμφάνιση έμοιαζε με Νορβηγό αγρότη, τα μάτια του επιδείκνυαν το ερευνητικό και διαπεραστικό του μυαλό, ωστόσο δεν υπήρχε εξωτερική ένδειξη για το κυρίαρχο μοτίβο της ζωής του, που δεν ήταν άλλο από την αποξένωσή του από τον κόσμο. Άλλοι οικονομολόγοι, όπως ο Μαρξ και ο Σμιθ δε ζούσαν απλώς στην κοινωνία τους, αλλά αποτελούσαν και προϊόν της. Ωστόσο, ο Βέμπλεν ήταν πάντα αμέτοχος, απόμακρος, πολύ απλά ένας ξένος.
Η κυνικότητα με την οποία αντιμετώπιζε την κοινωνία γινόταν εμφανής από πολλά περιστατικά: η φιλανθρωπία ήταν «δοκίμια πραγματιστικού ειδυλλίου», η θρησκεία «χάλκευση εμπορεύσιμων μυστηρίων στη νιοστή διάσταση», οι εκκλησιαστικές οργανώσεις «αλυσίδες καταστημάτων» και οι εκκλησίες «καταστήματα λιανικής». Έχει ακόμα περιγράψει το μπαστούνι σαν «μια διαφήμιση του γεγονότος ότι τα χέρια απασχολούνται με κάτι άλλο αντί να κάνουν μια χρήσιμη προσπάθεια». Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Σκρουτζ των οικονομικών σε μια κόντρα με τον Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους.
Μπλέκοντας τα οικονομικά με την ηθική, έδωσε μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στη οικονομική επιστήμη. Σε ηλικία 42 ετών γράφει το πρώτο του βιβλίο με όνομα «Θεωρία της Αργόσχολης Τάξης», στο οποίο κάνει την πρώτη του απόπειρα να στηλιτεύσει την οικονομική πραγματικότητα του τότε.
«Όλοι αισθανόμαστε, με κάθε ειλικρίνεια και χωρίς αναστολές, ότι το πνεύμα μας έχει ανατεθεί όταν, ακόμα και στις ιδιωτικές στιγμές του νοικοκυριού μας, τρώμε το καθημερινό μα φαγητό με χειροποίητα ασημένια μαχαιροπίρουνα, από πορσελάνες ζωγραφισμένες στο χέρι πάνω σε ακριβά λινά τραπεζομάντιλα. Οποιοσδήποτε οπισθοδρομήσει από την ποιότητα ζωής την οποία έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι αξίζουμε, την αισθανόμαστε σαν οδυνηρή παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μας».
Μεγάλο μέρος του βιβλίου ασχολείται με τέτοιου είδους ενδελεχή εξέταση της οικονομικής ψυχοπαθολογίας της καθημερινής ζωής. To 1904 εκδίδεται το νέο του βιβλίο με τίτλο “Η θεωρία της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας”, στο οποίο αναφέρονται οι ιδέες του σχετικά με το οικονομικό σύστημα. Επηρεασμένος από τις κοινωνιολογικές σπουδές του, εξέφρασε μια αιρετική αντίληψη για την λειτουργία του συστήματος, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και σήμερα επίκαιρη. Ενώ για τους περισσότερους οικονομολόγους ο καπιταλιστής θεωρείτο κινητήρια φυσιογνωμία του οικονομικού κόσμου (είτε θετικά είτε αρνητικά επικρατούσε η αντίληψη ότι είναι ο βασικός δημιουργός οικονομικής προόδου), ο Βέμπλεν θεώρησε ότι είναι μεν κεντρική φιγούρα, αλλά όχι κινητήρια δύναμη.
Αντίθετα, προσπαθούσε να σαμποτάρει το σύστημα! Από που και ως που ένας καπιταλιστής να σαμποτάρει το σύστημα θα σκεφτόταν κανείς; Η βάση ανάλυσης του Βέμπλεν ήταν πολύ διαφορετική από τους υπόλοιπους οικονομολόγους καθώς δε βασίστηκε στην έννοια της ανταγωνιστικής αγοράς, αλλά στο ότι η βάση του συστήματος ήταν οι μηχανές. Το μη ανθρώπινο υπόστρωμα της τεχνολογίας. Γοητευμένος από την μηχανή, έβλεπε την κοινωνία έρμαιο αυτής της τυποποίησης και της εμμονής της για ορθότητα και ακρίβεια. Έβρισκε ακόμα και την ίδια την οικονομική επιστήμη «μηχανική». Οικονομία για τον ίδιο σήμαινε παραγωγή, που σημαίνει εμπλοκή της κοινωνίας στα γρανάζια της μηχανής, καθώς αυτή παρήγαγε αγαθά. Και στο ευρύτερο σύνολό της έβλεπε την κοινωνία σαν μια μεγάλη καλοκουρδισμένη εξειδικευμένη μηχανή παραγωγής χωρίς φαντασία.
Αν, λοιπόν, όλα τα μέρη της μηχανής δούλευαν σωστά και ήταν όλα τα μέλη καλοταιριασμένα, δε θα έπρεπε να υπάρχει θέση για ανθρώπους που είχαν ως αυτοσκοπό το κέρδος. Αυτό μπορεί να είναι και το μοναδικό στοιχείο της θεωρίας του που μπορεί να φέρει κάποια ομοιότητα με την θεωρία περί τέλειου ανταγωνισμού, ωστόσο σύντομα μας απαλλάσσει ο ίδιος από τέτοιες αναλύσεις. Η μηχανή αυτή, για να παράγει αγαθά, αποτελείται από φροντιστές και μηχανικούς, ώστε να διορθώνεται και να λειτουργεί αποτελεσματικά στη παραγωγή. Ποιος ο ρόλος του επιχειρηματία, δηλαδή, που έχει αυτοσκοπό τα κέρδη σε μια μηχανή, που είναι αδιάφορη για αξίες και ηθική και απλά παράγει; Δε θα είχε καμία θέση στη μηχανή αυτή εκτός αν γινόταν μηχανικός.
Αφορμώμενος λοιπόν, από το προηγούμενο βιβλίο του, αντιμετωπίζει τον καπιταλιστή σαν μέλος της αργόσχολης τάξης, που δε τον ενδιέφερε να γίνει μηχανικός, καθώς εκείνος επιζητούσε τη συσσώρευση πλούτου και η μηχανική δε θα μπορούσε να του προσφέρει κάτι τέτοιο. Συνεπώς, ο καπιταλιστής συνωμοτεί εναντίον της. Ο ρόλος του είναι να προκαλεί βλάβες στη ροή της παραγωγής, ώστε να επωφελείται από την σύγχυση για να βγάζει κέρδος. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ακόμα και στη σύγχρονη οικονομική η έννοια της επιχειρηματικότητας βασίζεται στο κομμάτι του να επωφελείται κανείς από μια προσωρινή «ευκαιρία» που βλέπει στην αγορά. Πόσο μακριά είναι άραγε αυτή η προσέγγιση από αυτή του σήμερα; Οι επιχειρηματίες είναι αυτοί που κατέχουν το μεγαλύτερο κομμάτι πλούτου στο κόσμο, ενώ οι μηχανικοί στη καλύτερη περίπτωση να απολαμβάνουν παχυλούς μισθούς που δε προσεγγίζουν όμως ούτε κατά διάνοια την συσσώρευση πλούτου των επιχειρηματιών, με τους φροντιστές να ακολουθούν παλεύοντας, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, βλέποντας ταυτόχρονα την ψαλίδα μεταξύ των πρώτων και των τελευταίων να μεγαλώνει.
Οι απόψεις του Βέμπλεν είναι σίγουρα ριζοσπαστικές και ο ίδιος μια φιγούρα που στιγμάτισε την οικονομική κοινωνιολογία. Βλέποντας την κοινωνία ως μηχανή παραγωγής και τους επιχειρηματίες ως επιβλαβείς, έφερε μία νέα ρηξικέλευθη θεωρία στο προσκήνιο. Είναι ωστόσο ανησυχητικές οι πιθανές μηχανιστικές ομοιότητες με τη σύγχρονη κοινωνία, με το χρηματοοικονομικό αντίστοιχο του πραγματικού κόσμου να παραπαίει για χρόνια και τις ευκαιρίες συνεχώς να εμφανίζονται, να εξαφανίζονται και να επανεμφανίζονται, μα με την ανισότητα να μεγαλώνει.